Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Κι αν δεν ξημερώσει; της Μαρίας Κουγιουμτζή

koumasidiskougioumtzi.jpg
Κι αν δεν ξημερώσει;, μυθιστόρημα, Μαρία Κουγιουμτζή, εκδόσεις Καστανιώτη 2013

 

Έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα για τη δυσκολία, την αμηχανία και ενίοτε τα αδιέξοδα που προκύπτουν στις περιπτώσεις εμφάνισης στα γράμματα σε σχετικά προχωρημένη ηλικία. Η Μαρία Κουγιουμτζή αποτελεί ένα εξαίσιο αντί-παράδειγμα υπέρβασης ακριβώς αυτών των δυσχερειών. Με σημειωμένες ορισμένες σποραδικές δημοσιεύσεις  διηγημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά, εμφανίζεται με δικό της βιβλίο το 2008 και τη συλλογή διηγημάτων Άγριο Βελούδο (εκδ. Καστανιώτη) -σε ηλικία εξηντατριών ετών παρακαλώ- συλλογή για την οποία τιμήθηκε με ορισμένα σημαντικά βραβεία. Στη συνέχεια εξέδωσε τη συλλογή Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; (Καστανιώτης, 2011) και τώρα επανέρχεται με την πρώτη της απόπειρα στη μεγάλη φόρμα, το μυθιστόρημα που τιτλοφορείται Κι αν δεν ξημερώσει;
Η τοπιογραφία του μυθιστορήματος εστιάζεται σε μια πόλη (και χώρα) που βρίσκεται σε αναβρασμό: οι εξεγερτικές και συγκρουσιακές καταστάσεις περιγράφονται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό τρόπο στο ''εισαγωγικό'' κεφάλαιο του μυθιστορήματος, με τρόπο ποιητικίζοντα και σε ένα βαθμό σουρεαλιστικό -πρόκειται ενδεχομένως για τα, γλωσσικά και εικονοποιητικά, ομορφότερα σημεία του βιβλίου. Οι βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι τρεις: ο Σιωπηλός, ο Λαιμός και ο Βελλάς, στρατιωτικοί-μέλη μιας Ακαδημίας Πολέμου στην οποία βασιλεύει ο όρκος της μυστικότητας επί ποινή θανάτου, και οι οποίοι διατάσσονται να επιστρέψουν στη γενέτειρα για νεφελώδεις, αρχικώς, λόγους. Ο Σιωπηλός φαινομενικά για λόγους υγείας, ο Λαιμός με μια άδηλη αποστολή και ο Βέλλας για να εκτελεστεί λόγω προδοσίας. Οι τρεις ήρωες παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια απομονωμένοι στην Ακαδημία, παρουσιάζουν εξαιρετικές χαρακτηρολογικές αποκλίσεις και διακυμάνσεις -ειδικά από τη στιγμή που απομακρύνονται από αυτή. Η ίδια η Ακαδημία αποτελεί το σύμβολο του κακού, του ολοκληρωτισμού, της καταδυνάστευσης της ελευθερίας και της ευζωίας της πόλης-χώρας. Οι πρώην τρόφιμοί της, από τη στιγμή που φεύγουν από αυτήν, εμπλέκονται -μεταξύ άλλων- και στο παιχνίδι του ερωτισμού, και ειδικότερα ενός ερωτισμού νοσταλγικού, ανεκπλήρωτου.
H Κουγιουμτζή χρησιμοποιεί στην αφήγησή της την εναλλαγή  προσώπων και οπτικών (πρόσωπο πρώτο, τρίτο, μονόλογοι -οι τελευταίοι έχω την αίσθηση πως θα ήταν λειτουργικότεροι ως προς το σύνολο εάν δεν ήταν τόσο εκτενείς). Σε επίπεδο τοπιογραφίας της πλοκής κινείται με άνεση μεταξύ δυστοπίας και ρεαλισμού: η πόλη που λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος της δράσης είναι η Θεσσαλονίκη αλλά ως παραφθορά (με παράθεση αλλαγμένων οδών όπως και τοποθεσίες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα). Δε θα έλεγα πως το εν λόγω μυθιστόρημα συνιστά αλληγορία, όπως υποστηρίχθηκε σε αρκετές δημοσιευμένες κριτικές του, καθώς δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας ιστορίας που επιθυμεί να λειτουργήσει παραδειγματικά ή συμβολικά με τη στενή σημασία, παρά εμπλέκει τα ουσιαστικά, πραγματικά στοιχεία και τις καταστάσεις της σημερινής εποχής με άλλα φανταστικά, επινοημένα.
Η γλώσσα της συγγραφέως διαθέτει διακυμάνσεις, δίχως να υπολείπεται σε ποιότητα και εύρος, κινούμενη στο δίπολο ποιητικότητα-ρεαλισμός. Αποτελεί δίχως άλλο ένα από τα δυνατά της χαρτιά. Το στοιχείο της βίας, τέλος, έντονο και στις δυο πρώτες συλλογές διηγημάτων της συγγραφέως, εδώ εμφανίζεται περισσότερο υπόρρητα, κυρίως ως αναδιήγηση ή σαν πλαίσιο της δράσης και των συναισθημάτων των ηρώων, καταλήγοντας να ταυτίζεται σχεδόν με την τρέχουσα κανονικότητα της κοινωνίας η οποία περιγράφεται.
Το μυθιστόρημα της Κουγιουμτζή δεν είναι -ακόμα- ένα μυθιστόρημα για την κρίση. Περισσότερο τη χρησιμοποιεί ως αφορμή, ως υπόστρωμα για το ξετύλιγμα της ιστορίας της. Κι αυτός είναι ένας από τους αρκετούς λόγους για τους οποίους αξίζει την προσοχή μας.

Ιορδάνης Κουμασίδης