Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Κείμενο : Εξ αφορμής

της Αναστασίας Γκίτση

«Νυχτώνει, ξημερώνει, νυχτώνει, ξημερώνει, νυχτώνει»

Μεσάνυχτα ως συνήθως, να σταλάζει το κερί φλόγες σιμά μου και μια μελωδία από το παρελθόν να διαχέεται σ’ολο το δωμάτιο, μέχρι και την κουρτίνα να ποτίζει τούτη η πρωτόγνωρη υγρασία από τα έξω σοκάκια. Μια υγρασία μάρτυρας πως τίποτα δεν κατέχουμε παρά την γνώση της μικρής μας, ουσιαστικής ή μη, παραμονής μας σε θρύμματα χρόνου και καιρού… Ό,τι περισσότερο αγαπήσαμε το φυλάξαμε εκστατικά -χωρίς ν’αναιρέσουμε το ευλαβικά- στο χώμα αμμούδας που στολίσαμε το μανουάλι της υπόσκαφης εκκλησίτσας του Αϊ Γιώργη. Έπειτα ρίξαμε στην πλάτη μας, να μην μας πονεί η μέση, την δαντέλα της συγχωρεμένης του διπλανού αιώνα και μισέψαμε για το αντικρινό παράθυρο. Και ο σαλός της πλατείας, που σκούντηξε καταλάθος τον γεροπλάτανο του καφενείου, θέρισε θύμησες και πέρασε ανέγγιχτος
«…πέρασε κατόπιν στην περιοχή της αμνημοσύνης
και έκτοτε συνομιλεί με τα δέντρα.»
…ίσως απλά επειδή τα δέντρα ριζώνουν εκεί που μόνο η μνήμη ευδοκιμεί και καμιά δυο λέξεις, δανεισμένες από το μέλλον όπου ξαπλώνουν κορμιά τα κυπαρίσσια και το χαμόγελο της μητέρας ή του συντρόφου της ζωής πια κι όχι της Μακρονήσου. Ίσως όμως κι επειδή τα δέντρα απλώνουν σκιές σε κοιμητήρια που βάζουν τέλος στις λεπτομέρειες, εκείνες τις ντεμοντέ, με τα φαρδιά μανίκια και τα στενά καβάλα. Ίσως πάλι επειδή το γράψαν τα χεράκια σου

«Όπως κανένας δεν μπόρεσε ν’αγγίξει το σφυγμό του χρόνου…»

Δεν γελάστηκα λοιπόν, όταν αποφλοίωνα τις σελίδες με τις αριθμημένες στάμπες, δεν γελάστηκα θαρρώ, όταν περπατούσα τις αράδες των Άσπρων Σπιτιών και του Κυριακίου, της Αράχωβας και του Διστόμου, πως περπατούσα την πλάτη σου, σπασμένη σε δυο ισότοπα κεφάλαια και μυριάδες στίχους να κάνουν μια μόνο ανάμνηση παρωχημένη στου ποιητή τα χειρόγραφα, που φθινόπωρο τα θήλασε… Δεν γελάστηκα ούτε μια στιγμή, επειδή με λύχνο ή χωρίς, τους νεκρούς μου τους φιλεύω τραχανά με τριμμένη φέτα στο παλιό ξύλινο τραπέζι με το λευκό πουκάμισο του πατέρα   

« Όπως ο τυφλός σηκώνει το κεφάλι και αντικρίζει,
χαμογελώντας, όσα ποτέ δεν θα κατορθώσει να δει.»   
 
Το θυμιατό το βάζω καλά κάτω στο συρτάρι με το σαπούνι Μασσαλίας, πλάι πλάι να ανασαίνουν τ’ένα τ’αλλο σαν διπλό καθρέπτισμα ζωής θανάτου, συναντιούνται στο κάδρο του σαλονιού που συνήθιζε να περπατά η ξαδέλφη Τερέζα, α! μην λησμονήσω και τον ξάδελφο Γεώργιο που χάθηκε κάπου εκεί στην χαραμάδα του αναγνωστικού μου πάθους, κάπου εκεί που δεν μνημονεύεται τόπος, την χροιά της φωνής του όμως ακόμη θυμάμαι να τρυπώνει στην εναλλαγή του νυχθημέρου μου.   

«Νυχτώνει, ξημερώνει, νυχτώνει, ξημερώνει, νυχτώνει…»

Νυχτώνει πάθος απόψε να ξημερώσει Ανάσταση…