Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 29

Κάθε άνθρωπος κουβαλάει το σταυρόλεξό του - Μαγδαληνή Θωμά

thoma29zamp.jpg
φωτό: Θεοδ. Ζαμπάκα
Το πρώτο που είδε ήταν τα μάτια του. Έφτασαν καθυστερημένες στην εκκλησία, οι μουσικοί είχαν ήδη πάρει τη θέση τους. Σιωπή, ένα βήξιμο από το κοινό, ψιθυρίσματα. Το ανάγλυφο αγγελάκι της αψίδας φώτισε την καμπύλη του.
«Με συγχωρείτε...» μάσησε τα λόγια της στο διάδρομο του κοινού. Δυο άδειες θέσεις περίμεναν δίπλα του. Το βλέμμα της κλειδώθηκε στο δικό του μια στιγμή, άλλαξε μετά κατεύθυνση. Στο κούρδισμα του βιολιού, τον ξανακοίταξε. Τα μάτια του απαράλλαχτα: μέσα στον σκοτεινό αέρα άνοιγαν μια πόρτα εξόδου.
Φυσικά δεν το σκέφτηκε έτσι η Έλλη. Ένιωσε μόνο τον κίνδυνο.
«Δεν έχεις ιδέα ποιος κάθεται δίπλα σου...» της γαργάλησε το αυτί η αδερφή της. Ήρθε ένα όνομα από το πουθενά με γλυκά σύμφωνα κι η Έλλη συμφώνησε. Γύρισε να τον δει: μάτια ιωδιούχα, μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω... Απροσδιόριστα προχωρημένη ηλικία. Κοίταζε τώρα μπροστά του, αλλά σαν να της έστελνε ένα σήμα με το σώμα του κι αυτή είχε το αίσθημα που έχουμε όταν στεκόμαστε διψασμένοι δίπλα σε μια δροσερή πηγή.
Όχι πως ήταν στερημένη στη ζωή της. Η τρυφερή καθημερινότητα με τον άντρα της την προστάτευε από  τυχαία σκαμπανεβάσματα. Αφοσιωμένος τόσο στην ξυλογλυπτική, όσο και σ' εκείνη δεν άφηνε καμιά ακίδα ν' αγκυλώσει το χέρι της, κανένα καρφί να πληγώσει ποτέ την καρδιά της. Κι η Έλλη μεγάλωνε μαζί του με τον ίδιο τρόπο που είχε μεγαλώσει στο σπίτι της: μέσα σε μια πουπουλένια αγάπη τόσο εύκολη που καταντούσε αδιάφορη.
Τον είχε γνωρίσει μεγάλη σχετικά, ύστερα από αρκετές ματαιώσεις, καθυστερημένες σχέσεις που κυλούσαν ήσυχες σαν το ρυάκι για να στερέψουν στο τέλος, όπως ήταν αναμενόμενο. Μόνο που αυτή δεν απογοητευότανε. Στο ξεθύμασμα του έρωτα ισορροπούσε την κατασταλαγμένη αυτάρκεια, όπως την ήξερε από πάντα. Έχοντας ζήσει πολύ καιρό μόνη της, δεν κατάλαβε αμέσως το βασικό ρόλο που ήθελε να παίξει ο Άγγελος στη ζωή της. Αλλά τον ένιωσε. Τον άφησε να το κάνει με τη μεγαλοκαρδία της πρωταγωνίστριας που δέχεται στο έργο της συμπρωταγωνιστή. Η ζωή της άλλωστε ήταν τόσο ευρύχωρη, όσο περιορισμένη έμοιαζε η αγκαλιά της. Κανείς δεν μπορούσε να το διορθώσει αυτό, πολύ περισσότερο ο Άγγελος. Κι έτσι περνούσε ο καιρός με μια αγάπη που δεν παγίδευε, αλλά δεν προσέφερε για το λόγο αυτό ούτε και την απόλαυση της κατάκτησης.
Ψιλά γράμματα για την Έλλη που πάντα αρκούνταν στο πολύ: πολλά δώρα στο σπίτι, πολλές ευχές, πολλή μεγαλοθυμία. Τα παινέματα των γονιών της την ψήλωσαν τόσο που τους πέρασε όλους στο μπόι από τα μικράτα της, ακόμα και τη θεία, την επονομαζόμενη «καμηλοπάρδαλη»! Τι κι αν οι συμμαθητές της στο σχολείο κορόιδευαν τον γυρτό λαιμό της, όπως πρόβαλλε καμπουριαστά από τη λαιμόκοψη, κάπως σαν την Όλιβ του Ποπάι. Στο άκουσμα «Όλιβ, Όλιβ!» η Έλλη γελούσε, μα κατάπινε μαζί και λίγη πίκρα. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν τους έλεγε το όνομά της ολόκληρο -είχε μάλιστα ζητήσει από το δάσκαλό της να μην το φωνάξει ποτέ δημοσίως στην τάξη. Δεν επιθυμούσε άλλα σχόλια και απέφευγε τα πολλά πάρε-δώσε με την αστοιχείωτη πλέμπα: έξω από τον παράδεισο της οικογένειας, η ζωή ήταν γι' αυτήν η πτώση των αγγέλων! Ίσως δεν ήταν τυχαίο που διάλεξε να παντρευτεί έναν Άγγελο, ύστερα απ' όλα αυτά. Από τη φυσικά ανώτερη θέση του έδινε την εντύπωση της πτήσης, αλλά και την προσδοκία μιας πτώσης άλυτης.
Τα χειροκροτήματα την επανέφεραν στο παρόν και οι ερμηνεύτριες πήραν τη θέση τους στη σκηνή. Ξεκίνησε το πρώτο κι αμέσως το δεύτερο βιολί. Η μελωδία υψώθηκε στις φωτισμένες καμάρες, εξιδανικευμένη σαν προσευχή. Παρόλο το βάρος του σκηνικού ωστόσο, η Έλλη ένιωθε μια ελαφράδα, όπως αφαιρείς από έναν κώδωνα τον αέρα. Έριξε άλλη μία κλεφτή ματιά στον γοητευτικό γείτονά της που κοίταζε επίμονα μπροστά και σκέφτηκε κάτι που δεν θα σκεφτόταν εύκολα: σκέφτηκε ότι μετά από κάμποση ώρα η καρέκλα του θα ήταν άδεια και ότι δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια! Θορυβημένη από την ίδια της τη σκέψη, έβηξε ελαφρά. Ήταν ένα βήξιμο παράφωνο που τα 'βαζε με την αρμονία της μουσικής και που την έκανε να κοκκινίσει από ντροπή. Μόνο μετά κατάλαβε τη χρησιμότητά του: ο διπλανός είχε γυρίσει ολόκληρος και της χαμογελούσε!
«Συγνώμη», του ψιθύρισε και δεν ήταν η ματιά του αυτή που θα της έπαιρνε τη ντροπή, για άλλο λόγο τώρα. Της ήρθε στο μυαλό το τέλος ενός δρόμου. Μήπως είχε έρθει και γι' αυτήν το πλήρωμα του χρόνου; Κάτι δεν πληρούσε πια τις προσδοκίες της σαν ο ο χρόνος να είχε μπει μέσα της από μια ραγισματιά και να φύσαγε στο μυαλό της έναν κρύο αέρα... Κι έτσι ασυναίσθητα η Έλλη άρχισε ν' ανακαλύπτει, μέσα σ' εκείνη τη γεμάτη εκκλησία, τη στέρηση!
Όχι βέβαια σε βαθμό ανεπανόρθωτο. Ήταν κάτι σαν τσίμπημα σφήκας που δεν προλαβαίνει να χώσει μέσα όλο το κεντρί. Και θα έμενε έτσι ατσίμπητη, αν δεν συνέβαινε αυτό που συνέβη. Δίχως το συμβάν που ακολούθησε, τίποτε δεν θα είχε κλονιστεί, οι αρχές της κυρίως. Αλλά έγινε όπως γίνονται όλα τα φυσικά πράγματα: με τον πιο αφύσικο τρόπο!
Τη στιγμή που η μέτζο σοπράνο προλάβαινε τη σοπράνο σε μια εναρμόνιση απαράμιλλη, η Έλλη ένιωσε ξαφνικά την καρέκλα της να τρέμει. Δεν ήταν μόνο από συγκίνηση, δυστυχώς. Χωρίς να το σκεφτεί, άπλωσε το χέρι της. Ποιος βρήκε πρώτος το χέρι του άλλου, δεν είναι του παρόντος να λυθεί.
«Σεισμός!» ακούστηκε στην αίθουσα. Ο πολυέλαιος άρχισε να τραμπαλίζεται. Κι όσο να περιμένουν να σταματήσει, το μαρμάρινο αγγελάκι που παραμόνευε πάνω απ' το κεφάλι της ξεκολλάει και πέφτει! Ίσα που πρόλαβε τελευταία στιγμή να την τραβήξει ο γείτονάς της... Μου σώσατε τη ζωή, έκανε να του πει μα δεν το ξεστόμισε! Ίσως φοβήθηκε ότι το ίδιο εύκολα θα μπορούσε και να της την χαλάσει. Σα να ήθελε να το επαληθεύσει, τον άφησε να την οδηγεί από το χέρι μέσα στο κομφούζιο.
Η αδερφή της την έχασε στο πλήθος κι αφού τίποτε δεν έμενε στη θέση του, δεν ήταν στη θέση της ούτε η Ελισάβετ. Η ορχήστρα είχε σταματήσει και αντί για την υψίφωνη ακούστηκε ένα ουρλιαχτό έξω από κάθε όριο αρμονίας.
Αυτός που της έσωσε τη ζωή την φυγάδευε τώρα κάτω από το κούφωμα μιας σκάλας. Μπροστά τους ανακατεύτηκαν τακούνια, απελπισμένα πόδια και φώτα που κλωθογύριζαν... Κάτι σκαλιά δίπλα κατηφόριζαν σε μια κρύπτη. Την τράβηξε ανοίγοντας τη βαριά πλάκα της καταπακτής. Βρέθηκαν κολλημένοι ο ένας στον άλλον σε μια αγκαλιά σφιχτή, απεγνωσμένη. Η Έλλη σκέφτηκε: αν γκρεμιστεί ο ναός στο κεφάλι μας, θα πεθάνουμε ανασαίνοντας αργά μέσα σε τούτη την τρύπα χωρίς να μάθουμε ο ένας το όνομα του άλλου! Την άλλη στιγμή, κόλλησε το στόμα του στο δικό της.
Ήταν ένα φιλί, ανήμερο θηρίο. Αλλά ποιος γινόταν λεία ποιανού, δεν ξεχώριζε. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η επιθυμία, τόσο κυρίαρχη που έφτανε στο όριο της καταστροφής. Να πώς ο έξω κόσμος ξεδιπλωνόταν στον μέσα κόσμο, τον βαθύ και τον ανεξερεύνητο. Δεν τα ήξερε αυτά η Έλλη που συλλάβιζε μέχρι τότε τα πρώτα γράμματα της ανάγκης. Αν μη τι άλλο, η δική της επιθυμία δεν έδειχνε καταβαραθρωμένη ποτέ...
Μόλις πήρε τέλος ο σεισμός, έβγαλαν το κεφάλι σε μια άδεια εκκλησία. Πάνω στο πάτωμα ήταν σπαρμένα ανάκατα κομμάτια από πέτρες και μάρμαρο. Χωρίς να διστάσει λεπτό αυτή έτρεξε να βρει την έξοδο. Μερικά τετράγωνα πιο πέρα, συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε προλάβει ούτε να τον χαιρετίσει!
Στο σπίτι την περίμενε ο άντρας της. Πήγαν όλα κατ' ευχήν; Σήκωσε τους ώμους της. Τι θα μπορούσε δηλαδή να τους κάνει ένας σεισμός, αν όχι να τους ταρακουνήσει για λίγο από τη θέση τους... Είχε περάσει, ευτυχώς. Και το φιλί είχε περάσει. Μέσα στο μυαλό της είχε πάρει πια τη θέση ενός ατυχήματος.
 

*


Αλλά δεν το είχε ξεχάσει. Για την ακρίβεια, το σκεφτόταν πιο συχνά απ' όσο νόμιζε. Κι όσο περνούσαν οι μέρες και η μνήμη του ξεθύμαινε, μια ανάγκη την έκανε να το αναβιώνει συνεχώς, ξεθάβοντας ασήμαντες λεπτομέρειες, μια κίνηση του κορμιού ή μια φράση που ειπώθηκε τη στιγμή που όλα έμοιαζαν απειλητικά και ετοιμόρροπα. Και αναλογιζόταν την ισορροπημένη ζωή της πόσο γερά θεμέλια είχε για κάθε είδους ταρακούνημα κι αυτό που έδινε ικανοποίηση και ασφάλεια, το ίδιο τής άφηνε τώρα στο στόμα μια γεύση λειψή, ανακατεύοντας τη γη κάτω απ' τα πόδια της, με τρόπο διαφορετικό πλέον.
Έτσι έφευγε ο καιρός μέχρι που συνάντησε πάλι την Ελισάβετ. Στο στόμα το πιπίλιζε το ερώτημα όλη την ώρα που η Ελισάβετ σερβιριζόταν σκέτο τσάι, αποφεύγοντας τα μπισκοτάκια για τη δίαιτά της. Το μπιστρό είχε αδειάσει ολότελα:
«Σου το σφύριξα, καημένη, αλλά εσύ δεν το 'πιασες. Και μπορεί να μην είχες και άδικο, δηλαδή.»
Η Έλλη κουνάει το κεφάλι της. Αν και αδερφές, ποτέ δεν είχαν μεγάλη οικειότητα με την Ελισάβετ, αλλά και να είχανε, πώς να της έλεγε πράγματα που δεν τολμούσε να ομολογήσει ούτε στον ίδιο της τον εαυτό; Η Ελισάβετ αντιθέτως τα ομολογούσε όλα πριν γίνουνε καλά καλά! Το ανικανοποίητο που είχε της έδινε την άνεση να ψάχνει σε βάθος. «Μα ψάξ' το λίγο, κούνα κι εσύ τον κώλο σου!» ήταν η αγαπημένη της φράση.
«Δεν μ' ενδιαφέρει να τον ψάξω», είπε η Έλλη κοφτά.
Και τι την ενδιέφερε, δεν ήθελε να μάθει πληροφορίες για το άτομό του; Η έκφραση της θύμισε γυναικείο περιοδικό, αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της. Πληροφορίες; Όχι βέβαια, μια απλή ερώτηση έκανε μόνο! Η Ελισάβετ έκοψε μια άκρη απ' το μπισκότο της.
«Μίλτος Ηλιάδης», είπε ανακατεύοντας τη γλώσσα της με απόλαυση (το όνομά του είχε πάντα την ίδια γλυκιά γεύση, ήταν φανερό).
«Και πού τον ξέρεις εσύ;»
«Εγώ δεν τον ξέρω, ο Λουκάς τον ξέρει.»
Τι δουλειά είχε τώρα ο φίλος της...
«Ήταν ο δάσκαλος της κόρης του στο Ωδείο.»
Μα ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για τον γνωστό πιανίστα;
«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.»
Κι επειδή είδε στο πρόσωπο της Έλλης αδηφάγο ενδιαφέρον, συνέχισε:
«Έλειπε χρόνια στο Μόναχο. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας εκεί...»
Αλλά η Έλλη δεν την άκουγε πια -οι τίτλοι την κούραζαν όπως κουράζουν μια καλή μαθήτρια οι απλουστεύσεις του βιβλίου. Πιανίστας, λέει... Και το μυαλό της πήγε στα χέρια του, στον τρόπο που την έσφιγγαν... Από τότε που της μπήκε η ιδέα αυτή, δεν μπορούσε πια να της φύγει. Ή μάλλον, δεν μπορούσε ν' αφήσει καμία άλλη σκέψη στη θέση της. Κι επειδή μια σκέψη μόνο δεν τροφοδοτεί και πολλά, η Έλλη απόμεινε μόνη με την πείνα της -μια πείνα του μυαλού που πέρασε σιγά σιγά και στο κορμί της: μέσα σε λίγο καιρό αδυνάτισε τόσο που με δυσκολία την χαιρετούσαν στο δρόμο οι γνωστοί! Όχι πως έδειχνε άσχημη, τα μάτια της κράταγαν πάντα μια ρέμβη κι ένιωθες πως όταν σε κοίταζε, έβλεπε ταυτόχρονα και κάπου αλλού, πέρα από τα όρια της πραγματικότητας που την κρατούσε περιορισμένη.
Αυτή η ενδοσκόπηση δεν κράτησε πολύ. Στην εκατοστή πάνω παρατήρηση του Άγγελου «βάλε κάτι στο στόμα σου, μα το θεό!», η τύχη της χαμογέλασε. Είχαν περάσει δυο μήνες περίπου από το επεισόδιο του σεισμού, όταν ένα σημάδι από τον έξω κόσμο στάθηκε αφορμή για την Έλλη ν' αλλάξει τις συνήθειές της, μαζί και τη δίαιτά της.
Ήρθε με τη μορφή ενός πακέτου. Τίποτε παράξενο ως εδώ, ήταν το πακέτο που περίμενε να της στείλουν  από τον εκδοτικό οίκο. Η δουλειά της επιμελήτριας κειμένων δεν άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο, ευτυχώς. Μόλις είδε τον όγκο του, αποφάσισε ν' αναβάλει τις διορθώσεις για την επαύριο.
Το ίδιο βράδυ έφαγε το λιγότερο δυνατό φαγητό και είδε τα λιγότερο δυνατά όνειρα. Γι' αυτό το λόγο και ένιωθε αδύναμη το επόμενο πρωί να καταπιαστεί με τη διόρθωση. Έβγαλε βόλτα το σκύλο κι όταν κουράστηκε, τον έδεσε στο πόδι ενός τραπεζιού και παρήγγειλε κονιάκ. Ήταν στο μπιστρό όπου είχαν καθίσει με την Ελισάβετ. Είχε την κρυφή ελπίδα μήπως τη συναντούσε, παρ' όλο που ήξερε ότι η Ελισάβετ τέτοια ώρα θα ήταν στη δουλειά. Πλήρωσε να φύγει με το αίσθημα μιας καταστροφής. Το βράδυ που έκλεινε τα μάτια της έριξε μια τελευταία ματιά στο πακέτο κι ευχήθηκε να το ξορκίσουν τα όνειρα.
Έτσι πέρασαν οι μέρες και το δέμα έμεινε να περιμένει. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να το ανοίξει, το υπέρογκο μυθιστόρημα της έκοψε τη χαρά μαζί με τα χέρια. Ήταν αδύνατο να το παρακολουθήσει, οι λέξεις τής ξέφευγαν και το μυαλό της σκόρπιζε σε χιλιάδες κομμάτια... Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήθελε να ομολογήσει στον εαυτό της τον λόγο που την αναστάτωνε. Έτσι έκανε τον κόπο διπλό: η προσπάθεια που κατέβαλλε για να μη βασανίζεται, ήταν πιο κουραστική κι από το ίδιο το βάσανο! Άσε που φυσώντας, δυνάμωνε τη φωτιά.
«Χαζομάρες, μια χαρά είμαι», επανέλαβε άλλη μια φορά και γύρισε το κεφάλι. Στο δέμα μέσα υπήρχε ένα κομμάτι εφημερίδας για αμπαλάζ και βάλθηκε να διαβάζει τις αγγελίες. Κι όπως περνούσε τα αδιάφορα πλαίσια, κάποιο σημείωμα τράβηξε την προσοχή της. Είχε γραμμένο πάνω πάνω το όνομα της καθολικής εκκλησίας όπου είχε λάβει χώρα το περίφημο κοντσέρτο κι από κάτω συμπλήρωνε:
«Pergolesi – Stabat Mater. Εστιατόριο “Η κρύπτη”, Σάββατο 19 και ώρα εννιά».
Αισθάνθηκε το πρόσωπό της να καίει. Πόσο παλιά ήταν η εφημερίδα, κοίταξε, από την προηγούμενη Τετάρτη, το Σάββατο για το οποίο έκανε λόγο ήταν το προηγούμενο! Και σήμερα Σάββατο είναι, αλλά μια βδομάδα μετά... Στάθηκε άπρακτη. Ήταν όπως ο χρυσοθήρας που βλέπει το χρυσάφι του να το παίρνει το ποτάμι.
Άρχισε τότε να σκαρφίζεται τρόπους που θα μπορούσε να διορθώσει, να κερδίσει πίσω τα χαμένα. Όχι να γυρίσει πίσω το χρόνο (πόσο κρίμα να 'χει το αναπότρεπτο) μα να περάσει ένα φρέσκο βερνίκι στην απώλεια, τραβώντας από την άκρη της σαν ξέφτι μια ευκαιρία, ένα κάτι που θα την έσωζε. Ήταν παράξενο: έχοντας ξεφύγει από τον κίνδυνο του σεισμού, έψαχνε τώρα μια άλλη σωτηρία χωρίς να ξέρει από τι.
Φτάνοντας το βράδυ, τη δάγκωνε η έγνοια. Τελικά αποφάσισε να κάνει μια βόλτα από το εστιατόριο που έλεγε η αγγελία. Ήξερε πού ήταν και δεν ήταν μακριά. Μόλις έφτασε και μπήκε μέσα, ο χώρος της φάνηκε σκοτεινός, γεμάτος κόσμο. Το άρρωστο φως που φώτιζε κάθε τραπέζι δεν ήταν αρκετό για να βρει κανείς κάποιο γνωστό, πολύ περισσότερο κάποιον άγνωστο! Πέρασε το βλέμμα της βιαστικά – αδύνατο να ξεχωρίσει. Διάλεξε μια θέση στο μπαρ, ήπιε κανα δυο ποτά, όχι περισσότερα. Σηκώθηκε να φύγει προτού περάσει μια ώρα.
Βγαίνοντας έξω πάλι, την έζωσε η νύχτα. Αέρας πολύς ανακάτευε τις φωνές των ανθρώπων, μούδιαζε το μυαλό... Μέχρι να το καταλάβει, χοντρές σταγόνες σημάδεψαν την άσφαλτο, ερχότανε μπόρα. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο. Άρχισε να βρέχει δυνατά. Τα αυτοκίνητα άφηναν γραμμές στο σκοτάδι, τα φώτα έτρεμαν μέσα στις λακκούβες του δρόμου. Ξεκίνησε για το σπίτι της χωρίς να βιάζεται πια. Δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις, δεν μπορούσε να στερεώσει τις σκέψεις. Θαρρείς κι ο κόσμος κατέρρεε μέσα στην καταιγίδα με δύναμη μεγαλύτερη από έναν σεισμό. Κι όλα να βρίσκονται στη θέση τους!
Ξαφνικά άκουσε βήματα πίσω. Κάποιος πλησίαζε. Κοντοστάθηκε, ξεχώρισε μια λέξη «στάσου!» διστακτικά. Γύρισε να κοιτάξει. Και τότε μέσα στον καταρράχτη του νερού που έπεφτε, γνώρισε το πρόσωπό του. Ήταν μούσκεμα, αλλά της χαμογέλαγε.

*


Φυσικά την περίμενε, θα την περίμενε εκεί κάθε Σάββατο, αν ήταν δυνατό. Μ' όλο που όταν έβγαινε, την είδε. Έτρεξε να την προλάβει, την έχασε, την ξαναβρήκε κάτω απ' το υπόστεγο... Η Έλλη κοίταζε τα βρεμένα του μαλλιά. Ένα κονιάκ μέσα στο κρύο, στο γνωστό μέρος.
«Έρχομαι εδώ με την αδερφή μου...»
«Δε σταμάτησα να σε σκέφτομαι», τη διέκοψε.
Είναι παράξενο όλες οι ιστορίες αγάπης ν' αρχίζουν με τα ίδια λόγια. Αν μπορούσε ν' αλλάξει κάτι... Να μην τη ρωτήσει για παράδειγμα ούτε πώς τη λένε...
«Πώς σε λένε;»
Η Έλλη αναστενάζει κι αποφασίζει να κάνει κάτι που ποτέ δεν είχε κάνει: να του πει το όνομά της ολόκληρο!
«Ελωδία»
Αν του έκανε στριπ-τιζ θα ντρεπόταν λιγότερο! Πολύ αργά.
«Όμορφο. Έχει την ωδή και τη μελωδία σε μια λέξη!»
«Είναι ένα συνηθισμένο γαλλικό όνομα», πρόσθεσε αυτή, μη τυχόν και κατηγορηθεί για μανία επίδειξης. Συνέχισε:
«Μου το έδωσε η μητέρα μου όταν γεννήθηκα, τον Μάιο του '68».
«Ενδιαφέρον!»
Μάλλον τώρα σκέφτηκε πόσο μεγαλύτερος είναι, έκανε τη σκέψη η Έλλη.
«Υποστήριζε το κίνημα της εποχής η μητέρα σου;»
«Όχι, ήταν με το μέρος του Ντε-Γκωλ! Μπορεί να ήταν η μοναδική τότε!
Καθώς αυτός γελούσε, η Έλλη μετρούσε τις ρυτίδες του: ήταν όμορφες. Όλες εκεί που έπρεπε, όπως έπρεπε. Ποτέ της δεν είχε δει τόσο απαραίτητες ρυτίδες...
«Και η δική σου μητέρα;»
Σήκωσε τους ώμους του.
«Πολωνέζα».
Γι' αυτό τα μάτια του ήταν αλλιώς -μακάρι να κοιτάζαν και αλλιώς. Προς το παρόν, κοιτάζαν έξω. Η εικόνα του δρόμου γλιστρούσε στα βρεμένα τζάμια, μέσα στον καπνό της νύχτας, αναβόσβηνε μια κόκκινη επιγραφή. Άρχισαν να μιλάνε για ταξίδια. Πόσο μακριά να πήγαιναν μαζί... Ας πούμε.. πιο μακριά απ' αυτό το ξενοδοχείο απέναντι; Ένα λαϊκό ξενοδοχείο με τη μυρωδιά της παλιάς ταπετσαρίας και του ξύλου πόσο εκτόπισμα να 'χει... Έσπασε μισό χαμόγελο. Μια ρυτίδα μόνο χάραξε το μέτωπό της, κάποια σκέψη αμάσητη. Μέχρι να την καταπιεί, η εικόνα του Άγγελου ανελήφθη στους ουρανούς. Η βροχή ξέπλυνε το τζάμι, κανένα ίχνος δεν απέμενε πια. Έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Τα μάτια του πήραν λάμψη.
Βγαίνοντας έξω τους τύλιξε η υγρασία. Ο Μίλτος πέρασε το χέρι του στον ώμο της και την αγκάλιασε σφιχτά.

*


Οι συναντήσεις τους λάβαιναν χώρα στο ξενοδοχείο «Μινώταυρος» απέναντι από το μπιστρό «Πιγκάλ» στο κέντρο της πόλης. Εντάξει το «Πιγκάλ», μα ο «Μινώταυρος» δεν ήξερε τι γύρευε στην καρδιά της Αθήνας, ποιον αρχαίο τρόμο ανακινούσε. Ήταν όλα τόσο ξεκάθαρα, όσο και ανεξιχνίαστα και τα βράδια που τον έσφιγγε πάνω της, αισθανόταν την ίδια περιέργεια και το ίδιο φόβο, όπως όταν ήταν παιδί και πλησίαζε μια μυρμηγκοφωλιά! Τ άλλα παιδιά φοβόταν τις σφήκες, τις μέλισσες και άλλα ωφέλιμα και επιβλαβή έντομα, αυτή φοβόταν τα μυρμήγκια! Ωραίο αίσθημα υπεροχής... Στην ουσία, φοβόταν τους υπόγειους δαιδάλους και λαβυρίνθους, αυτό το κατάλαβε αργότερα και το ίδιο αίσθημα εμπέδωσε αγκαλιάζοντας τον Μίλτο στο ξενοδοχείο «Μινώταυρος». Αλλά ακόμα κι αυτή τη σκέψη την έσβησε από το μυαλό της από φόβο, όπως πετάμε τα άχρηστα για να μη βουλιάξει το καράβι.
«Πήγατε καμιά εκδρομή;» τη ρώτησε η Ελισάβετ με τον κυνισμό του ανθρώπου που παρακολουθεί απ' έξω μια ερωτική ιστορία.
«Η γυναίκα του θα του 'βαζε μπελάδες...» ψέλλισε μια δικαιολογία η Έλλη. Διότι το ήξερε πως μπορεί και να μην έφταιγε αυτό. Και τι έφταιγε τότε;
Ήταν κάτι που δεν ήξερε ν' απαντήσει, μια βεβαιότητα ότι όλα πλέουν αβέβαια σ' έναν ορίζοντα χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Να 'ταν το ίδιο μ' αυτό που την έκανε να τον αγκαλιάζει απελπισμένα; Τα βράδια η κόκκινη ταμπέλα του ξενοδοχείου έκοβε το σώμα του κομμάτια στο κρεβάτι, έκοβε και το πρόσωπό του σε μια εικόνα απροσδιόριστη.
Και μετά να σηκώνεται βιαστικά κοιτάζοντας το ρολόι του -δεν είχε τέτοια έγνοια η Έλλη κι ας την περίμεναν κι εκείνη, ας ήξερε πως κάπου στο σπίτι ήταν ο Άγγελος και τη σκεφτόταν. Όσο έβλεπε τον άλλο, ο Άγγελος δεν υπήρχε. Ούτε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ούτε μετά στο δρόμο, ούτε στο ενδιάμεσο της σκέψης της: πουθενά! Κι όμως, τον είχε ανάγκη τον άντρα της και τον προστάτευε, όπως προστατεύουμε ένα μικρό παιδί από τα δεινά που μας βασανίζουν. Γι' αυτό και του τα 'κρυβε.
«Έλα, καημένη τώρα... Η γυναίκα του, λέει. Δεν μπορεί να σου δώσει λίγο χρόνο;»
Δεν μπορούσε, η αλήθεια ήταν αυτή. Για την ακρίβεια, ο χρόνος τους όσο πήγαινε και περιοριζόταν. Κάθε φορά που τον έβλεπε να φτάνει καθυστερημένα και να φεύγει πρόωρα, η Έλλη αισθανόταν κάπως σαν τον βεδουίνο που βλέπει να τελειώνουν οι προμήθειές του σε νερό: δεν ήξερε πού ήταν η πηγή να πάει να ξαναπάρει. Μπιστρό, ξενοδοχείο, κρεβάτι: ρηχή δεξαμενή, η ζωή. Και το μάτι του να παίζει πάνω σε κάθε θηλυκό που άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε, όταν το μέρος που βρίσκονταν είχε πόρτα και έμπαιναν και άλλες...
«Καλέ, δεν τον πρόσεξες πώς κοίταζε τη σερβιτόρα;» παρατήρησε η Ελισάβετ, άλλη μια φορά που έτυχε να καθίσουνε οι τρεις τους. Ο Μίλτος τότε είχε περιθώρια διαφυγής.
«Πώς την κοίταζε, δηλαδή;» απάντησε η Έλλη ηθελημένα ανυποψίαστη. Όχι, δεν ήξερε να μπαίνει σε λαβυρίνθους σκέψεων αυτή, ούτε καν στα στενά σοκάκια του έρωτα δεν είχε μάθει να μπαίνει -στην κυριολεξία!
Αλλά η αλήθεια είναι αληθινή, ακόμα κι όταν μας ξεφεύγει. Ακόμα κι όταν παίζουν άλλοι το δικό μας έργο, πάλι εμείς το φορτωνόμαστε. Έτσι και η Έλωδία δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα της κι ας την περιόριζε σιγά σιγά ο Μίλτος σ' ένα απλό μάθημα ωδικής!
Και να πεις του το καταλόγιζε; Υπνωτισμένη θαρρείς από κείνα που ονειρευόταν κι από τα άλλα που δεν έβλεπε, τον ήθελε μέρα με τη μέρα ή να πούμε, νύχτα με τη νύχτα, όλο και πιο πολύ. Σα να μην της αρκούσε πλέον η αγκαλιά του Άγγελου, να μη της έδινε όλη εκείνη την πληρότητα ή σαν να ήθελε να του απαγορέψει να της δίνει τόσα. Είχε το πολύ, μα ζήταγε το λίγο, όπως κάποιος ζητάει τη δυστυχία για να θρέψει την ευτυχία του!
Κι ο καιρός περνούσε, έμπαινε η άνοιξη και ο Μίλτος σεργιάνιζε όλο και πιο μακριά της. Μια μέρα του είπε:
«Θέλω να πάμε μαζί μια εκδρομή».
Αυτός την κοίταξε τόσο απορημένα, σαν να μην είχε καταλάβει τι γινόταν με τους δυο τους. Και πράγματι η Έλλη δεν είχε καταλάβει. Με θολό βλέμμα, ασφυχτικά κολλημένο στο δικό του (τουλάχιστον εκείνος έτσι το έβλεπε πια), συνέχισε:
«Θέλω να θυμάμαι μαζί σου μια εκδρομή...»
Είτε επειδή τον πέτυχε εξαπίνης, είτε διότι προαισθάνθηκε μέσα από τα λόγια της, ένα αίσιο τέλος της σχέσης, ο Μίλτος συμφώνησε!
Έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες -ένα μικρό εμπόδιο γι' αυτήν ήταν ο Άγγελος, αλλά κι αυτό θα ρυθμιζόταν αναίμακτα με μια δικαιολογία-  και ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκαν με το Μίλτο στο καράβι για την Άνδρο!
Έκανε κρύο, ο χειμώνας δεν είχε καλά καλά τελειώσει και η θάλασσα ανατρίχιαζε, ένας γκρίζος αέρας  σκόρπιζε τον αφρό μακριά.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώταγε και τον ξαναρώταγε με το που τον έβλεπε να κάθεται στην προκυμαία και ν' αγναντεύει τον πόντο με μάτια πλάνα. Ούτε τότε το καταλάβαινε. Και με την ετοιμότητα που έχει ο υπηρέτης να βοηθάει τον κύριό του, τον αγκάλιαζε να τον παρηγορήσει (που ήτανε μαζί της;) και του έτριβε και την πλάτη από καμιά φορά για να μη κρυώσει.
Το ξενοδοχείο τους, άσπρο κάτασπρο, βούλιαζε στην άκρη της θάλασσας. Με το που το είδε εκείνη μάγκωσε η ψυχή της. Δεν είπε όμως τίποτα, αποφασισμένη να μη χαλάσει την ωραία τους εκδρομή. Κι έτσι πέρασαν οι μέρες αφήνοντας στην ψυχή της ένα αποτύπωμα όπως το αναποδογυρισμένο κοχυλάκι στην άμμο. Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει τη γραμμή στον ορίζοντα της σχέσης τους, ούτε καν ο Μίλτος! Διότι κάπως έτσι είχε γίνει στο τέλος: η Έλλη διασκέδαζε την εκδρομή της ερήμην του!
Το τελευταίο μάλιστα βράδυ που εκείνος βγήκε «να πιει ένα ποτό μόνος του», βρήκε την ευκαιρία εκείνη να συντάξει ένα γράμμα. Θα το έστελνε στον Άγγελο: απόφαση ειλημμένη. Αν μάλιστα του έλεγε πόσο όμορφα περνάει και πόσο ενδιαφέρον ήταν το ταξίδι της, υπήρχε περίπτωση να γινόταν στ' αλήθεια ενδιαφέρον, γιατί όχι; Μπορεί κι αυτή να το έβλεπε με άλλο μάτι, ανοίγοντας τα μάτια του Άγγελου... Κυρίως όμως ήθελε να πει την αλήθεια στον άντρα της, να μην βασανίζεται άλλο από την ενοχή και να μην αναγκάζεται να κρύβεται σαν την κυνηγημένη. Αυτά έλεγε στον εαυτό της. Έπινε και κομματάκι, έβρισκε καλύτερα τις λέξεις μετά. Γουλιά και λέξη.
«Με τις λέξεις μπορείς να πάθεις τα πάντα... ακόμα και να κοπείς» -ποιος την είχε πει τη φράση; Δε θυμόταν. Έτσι και τώρα. Ήταν νύχτα και ήταν μόνη και αιμορραγούσε ακατάπαυστα. Γράφοντας μονάχα.
Μόλις τέλειωσε, έβαλε το γράμμα σ' ένα φάκελο και πριν προλάβει να το μετανιώσει, το έριξε στο γραμματοκιβώτιο. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε βαθιά. Ο Μίλτος δεν γύρισε. Και μόνο όταν ξύπνησε το πρωί και τον αντίκρισε ξενύχτη και μισοκοιμισμένο στο προσκεφάλι της, άλλη κουβέντα δεν της ήρθε στο στόμα:
«Του το έστειλα», είπε. Και του εξήγησε με δυο λόγια αυτό που είχε κάνει. Μια παράξενη λάμψη γύριζε στα μάτια της κι εκείνος κατάλαβε ότι εκεί όπου κατοικούσε η λάμψη αυτή, ο ίδιος είχε φύγει. Της γύρισε την πλάτη και άρχισε να ψήνει στο μπρίκι τον ελληνικό (το δωμάτιο είχε κι ένα μικρό κουζινάκι) και μιλιά δεν του 'βγαινε. Απ' όπου κατοικούσε η καταστροφή, αυτός είχε φύγει... Κι αυτή θα πάλευε μόνη της.
Όπως κι έγινε: την επόμενη νύχτα ο ύπνος δεν την κόλλαγε. Κι εκεί που όλα πήγαιναν ωραία και καλά, η Έλλη είχε μια παράξενη αναλαμπή σα φάλτσα νότα. Φαντάστηκε τον Άγγελο να διαβάζει το γράμμα. Τον είδε μετά να το κλείνει σιωπηλός, να ξαπλώνει στον καναπέ και να τον πιάνει πονοκέφαλος. Να μην κατεβαίνει στο εργαστήρι του της ξυλογλυπτικής, να μην κάνει τίποτα. Μόνο να σκέφτεται. Κι όπως τον φανταζόταν έτσι, λύγισε η ψυχή της: να μια λεπτομέρεια που της είχε ξεφύγει, το πώς δηλαδή θα ένιωθε ο αποδέκτης του γράμματος! Ήταν τόσο μεγάλος ο καημός της ώστε να κρύβει τον καημό του άλλου; Ας το πούμε έτσι. Πάντως ό,τι και να 'τανε, κάτι μεγάλο ήτανε. Κοίταζε τον Μίλτο απορροφημένο στην εφημερίδα του, έλυνε το δέκατο σταυρόλεξο και δεν έβγαζε κουβέντα.
Και τότε της ήρθε η εξής φαντασίωση: σκέφτηκε ότι αντί για γράμμα είχε φτιάξει, λέει, ένα σταυρόλεξο με λέξεις περίτεχνες και σπάνιες, κοφτερές. Τόσο ιδιότροπες, που για να τις αποκωδικοποιήσεις, έπρεπε να προσπαθήσεις πολύ -κι ο Άγγελος ακόμα περισσότερο! Στο σταυρόλεξο αυτό θα κυλούσε όλος ο καημός της, μόνο που ο άλλος δεν θα μπορούσε να τον καταλάβει. Θα νόμιζε ότι το όλο νόημα περιοριζόταν στα λευκά τετραγωνάκια... Που να φανταστεί πως οι λέξεις δεν σταμάταγαν εκεί, αλλά τεντώνονταν και μάκραιναν σα σκουλήκια μπαίνοντας ακόμα και μέσα στα μαύρα τετράγωνα, εισβάλλοντας να πούμε κυρίως εκεί. Στα μαύρα.
«Τι σκέφτεσαι;» της απηύθυνε ο Μίλτος τέτοια ερώτηση πρώτη φορά μετά από καιρό.
«Πόσες μέρες κάνει να πάει ένα γράμμα στην Αθήνα;»
Έπρεπε με κάθε θυσία να το προλάβει. Αυτό το γράμμα δεν έπρεπε να το διαβάσει ο Άγγελος, ο κόσμος να χαλάσει! Όχι όσο αυτή ήταν ζωντανή... Ήξερε πως μετά απ' αυτό δε θα ζούσε πια, θα ήταν πεθαμένη. Κι είναι μπελάς ν' ανασαίνει ο νεκρός -αν νεκρώνεται η ανάσα, καλύτερο. Αποφάσισε να φύγει την επομένη κιόλας για να το προφτάσει.
Πώς προφταίνεις ένα γράμμα; Αν είσαι ο Ερμής ο αγγελιοφόρος, κάτι γίνεται, αν όχι, χρειάζεται να τρέξεις. Τρέχει λοιπόν κι αυτή, πάει στην προκυμαία να προλάβει το πλοίο. Αλλά πλοίο πουθενά. Κάτι κύματα μόνο αφρισμένα και ζωντανά, ίδια θηρία, κι από πάνω μαυρίλα ο ουρανός. Τέρμα το δρομολόγιο, έκτακτα καιρικά φαινόμενα!
«Έκτακτα!» μουρμούρισε κι αυτή μην ξέροντας τι άλλο να προσθέσει. Ο Μίλτος άρχισε ν' ανησυχεί... Είχε περάσει ένα ολόκληρο πρωινό και η Έλλη δεν του είχε φτιάξει τον καφέ του, αναγκάστηκε να τον κάνει μόνος του. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, τον είχε αφήσει πίσω στο ξενοδοχείο να μαζέψει τα συμπράγκαλά του και να τα βγάλει πέρα με τους ανέμους... Κι αυτή έτρεχε στο λιμάνι, να φτάσει στην Αθήνα για να καλμάρει, λέει, τον άντρα της! Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο του φαινότανε πολύ παράξενο του Μίλτου που ήξερε την Έλλη παντρεμένη μεν, ελεύθερη δε και αεράτη όσον αφορά τις υποχρεώσεις της. Τι είχε πάθει τώρα;
Και έτσι σιγά σιγά άρχισε να φτιάχνεται στον Μίλτο πάλι η επιθυμία του για κείνη... Για την ακρίβεια, δεν την είχε χάσει ποτέ, απλά την είχε ξεχάσει μέσα στα αζημίωτα αγκαλιάσματα της Έλλης και στις παχυλές της φροντίδες. Έπρεπε λοιπόν να τις στερηθεί για να τις πεθυμήσει και να την επιθυμήσει αναλόγως.
Δεν είναι και τόσο άσχημη, η ευλογημένη, μ' αυτόν τον μακρύ γυρτό της λαιμό όπως βγαίνει απ' το γιλέκο, έκανε στιγμιαίες σκέψεις ο Μίλτος. Αλλά η Έλλη είχε προλάβει να φορέσει κιόλας το παλτό.
Όταν με το καλό καλοσύνεψε την επομένη, μπήκαν στο πλοίο της επιστροφής. Εκεί να δεις διαφορά: τώρα ήταν ο Μίλτος που της χάιδευε την πλάτη για να μην κρυώσει! Άσε που της Έλλης δεν της έκανε και πολύ κέφι. Μέσα στο μυαλό της άλλη σκέψη δεν χωρούσε, μόνο πώς θα μπορέσει να κρύψει το γράμμα νοιαζότανε... Και έφερνε μπροστά της συνεχώς τη στιγμή που θ' άνοιγε το γραμματοκιβώτιο και θα το έβρισκε εκεί μέσα, μικρό και τιποτένιο μα τόσο σπουδαίο, για να το πάρει πίσω όπως το 'στειλε και να το κάνει χίλια κομματάκια...
Αλλά όταν έφτασαν στην Αθήνα, απογευματάκι, είχαν απεργία τα μεταφορικά μέσα! Η Έλλη δεν πίστευε στα μάτια της: μια ολόκληρη προκυμαία άδεια! Και της φάνηκε ακόμα μια φορά, κοιτάζοντας τις μεγάλες ασπρόμαυρες πλάκες, πως ήταν κυψέλες σταυρόλεξου και οι σκόρπιοι άνθρωποι πάνω τους, ίδιοι με λέξεις ακατάληπτες που έμπαιναν και έβγαιναν αμέσως από το μυαλό με ταχύτητα διαστημόπλοιου!
Παρατηρώντας τη λάμψη στα μάτια της Έλλης να δίνει απειλές έκρηξης, ο Μίλτος πήρε απόφαση να τηλεφωνήσει σε μια ξαδέρφη του να έρθει να τους πάρει. Θα ερχόταν, είπε αυτή, μα θα έκανε μια μικρή παράκαμψη προς ανατολάς και μετά προς δυσμάς. Εν ολίγοις, θα έπρεπε να περιμένουνε κι άλλο!
«Πάλι καλά που δεν την έπιασε λάστιχο!» θέλησε να κάνει χιούμορ ο Μίλτος όταν την είδε να έρχεται μετά από κανα δυο ώρες περίπου. Την είχε πιάσει. Και μέχρι να το αλλάξει, είδε κι έπαθε. Άντε γρήγορα να τους πετάξει όπου θέλανε, διότι θα έφθανε και ο άντρας της από τη δουλειά και βιαζότανε. Ήταν αυστηρών αρχών ο άντρας της δεν μπορούσε να δεχτεί τόσο χύμα παράνομες σχέσεις... Ούτε ήθελε φυσικά να του πει τα καθέκαστα.
«Ποιες παράνομες;» έκανε η Έλλη που ήταν τόσο μακριά σαν να είχαν κιόλας χωρίσει με τον εραστή της. Άλλος καημός δεν την έτρωγε επί του θέματος.
Όταν έφτασε καμιά φορά επιτέλους έξω από την πόρτα του σπιτιού της βράδιαζε κι απ' το δωμάτιο ψηλά γαλάζωνε ένα φως απροσδιόριστο. Κανένας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε ένα τέτοιο φως, ούτε καν η ίδια! Άνοιξε την πόρτα, προχώρησε προς το γραμματοκιβώτιο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Βγάζει ανυπόμονα το κλειδάκι, το στρίβει, το γυρίζει, πού ν' ανοίξει το κλειδί! Τι στην ευχή... Προσπαθεί πάλι, κάνει έναν ελιγμό, ζορίζεται, μένει το μισό μέσα στην κλειδαριά! Η Έλλη να τραβάει τα μαλλιά της! Αν δεν τρόμαζε από τα ουρλιαχτά, θα ούρλιαζε για να ξεσπάσει... Αλλά προτίμησε να λουφάξει, δεν έπρεπε να γίνει αντιληπτή, όχι με τέτοιο τρόπο.
Ρίχνει μια ματιά στη σχισμή, κάτι ήταν εκεί μέσα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει. Η τρύπα ήταν στενή και δυσκολευόταν να περάσει το χέρι της. Σκύβει, ανοίγει τη βαλίτσα, ψάχνει στα πράγματά της. Βρίσκει το τσιμπιδάκι των φρυδιών. Το παίρνει και με μεγάλη προσοχή τραβάει έξω απ' το κουτί το γράμμα: ήταν ένας τραπεζικός φάκελος με κινήσεις λογαριασμού. Σ' αυτή την παράξενη στάση τη βρήκε αυτός που μπήκε εκείνη τη στιγμή στο σπίτι: να κρατάει ένα τσιμπιδάκι από το οποίο να κρέμεται ένας τραπεζικός φάκελος!
Βρόμικο χρήμα; Πήγε να αστειευτεί ο ταχυδρόμος. Αλλά δεν είπε τίποτα, μόνο την κοίταξε αμήχανος. Προσπάθησε να της δικαιολογηθεί. Η απεργία έφταιγε, είπε, αυτή τον καθυστέρησε. Αλλά ήθελε να τελειώσει τη βάρδια του πρώτα.
«Μήπως έχετε κανένα γραμματάκι και για μένα;» τόλμησε η Έλλη με δειλή φωνή. Την κοίταξε σοβαρά:
«Όχι για σας, για τον άντρα σας», απάντησε εκείνος και προτού προλάβει να τον σταματήσει, το έριξε από αυτοματισμό μέσα στο κουτί!

...Όση ώρα τη βοηθούσε να το ανοίξει, η Έλλη φοβόταν μήπως τους έπαιρνε είδηση ο Άγγελος. Και μετά άντε να του εξηγήσει βλέποντάς την να παραβιάζει ένα φραγμένο γραμματοκιβώτιο για να βρει το γράμμα που η ίδια του είχε στείλει! Θα έμοιαζε, όσο να πεις, παράξενο.
Αλλά η προσπάθειά τους έληξε επιτυχώς χωρίς κανένας να καταλάβει τίποτα -πολύ περισσότερο ο ταχυδρόμος. Ικανοποιημένη η Έλλη του έδωσε ένα γερό πουρμπουάρ. Πήρε το πολυπόθητο γράμμα στα χέρια της και το 'κρυψε στον κόρφο της. Της φάνηκε τώρα σα να κρατούσε το μυστικό εκεί που ανήκε: στην καρδιά της.
Με πόδια που έτρεμαν ανέβηκε τη σκάλα. Είχε φτιάξει στο μυαλό της αυτά που θα έλεγε:
«Αγάπη μου, έφτασα πιο νωρίς διότι...» και τα λοιπά. Ποτέ δεν περίμενε να δει αυτό που είδε. Άνοιξε λίγο την πόρτα, τα μάτια της πάγωσαν. Αν μπορούσαν ν' αλλάξουν και χρώμα, να πάρουν φερ' ειπείν το παγωμένο  των ματιών του Μίλτου, θα το έκαναν. Ξανάκλεισε την πόρτα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ο πόνος τής τράβηξε τα σωθικά έξω. Παραπάτησε μερικά βήματα... Παραλίγο να έπεφτε στη σκάλα. Σωριάστηκε χάμω στο σκαλοπάτι. Το φως έκλεισε αυτόματα σβήνοντας από το μυαλό της και την τελευταία σπίθα ζωής.
Αλλά δεν έσβησε και την εικόνα που είχε αντικρίσει, αυτή θα έμενε απείραχτη, ακόμα κι αν γκρεμιζόταν το σπίτι ολόκληρο, όπως ο ναός την ώρα του σεισμού. Είχε άδικο; Αυτός ήταν ο αληθινός σεισμός, ο μόνος αδιαπραγμάτευτος! Από τον άλλο κατάφερε να ξεφύγει, από τούτον εδώ όμως πώς θα μπορούσε;
Και τότε της ήρθε μια αίσθηση τόσο καθαρή, όσο θολή ήταν η ματιά της... Η καταστροφή: ιδού ο σταυρός του ανθρώπου, ο δικός της σταυρός! Τέτοιο σταυρό δεν κουβαλούσε πάντα; Αυτόν δεν είχε στην πλάτη από τότε που ερωτεύτηκε τον Μίλτο και όταν έγραψε το γράμμα στον  Άγγελο και έτρεχε μετά σαν τρελή να προφτάσει... Από την καταστροφή δεν επιθυμούσε να τον σώσει; Πού να φανταζόταν ότι θα παρουσιαστεί μπροστά της τόσο ξαφνικά η γυμνή αλήθεια με τη μορφή της γυμνής Ελισάβετ! Και μάλιστα στον καναπέ του σπιτιού της! Πώς το έλεγε... «κούνα και εσύ τον κώλο σου», έτσι δεν της έλεγε; Όσο να κάνει τα λόγια της πράξη, το ήξερε καλά... Μήπως δεν είχε νιώσει ότι η Ελισάβετ τη ζήλευε από πάντα; Σε βαθμό βέβαια να της πάρει τον άντρα δεν το περίμενε!
Το θέμα δεν ήταν η Ελισάβετ, το θέμα ήταν ο Άγγελος. Αν αυτό που συνέβαινε ήταν αληθινό, τότε όλη η ζωή τους ήταν ψεύτικη! Και άρχισε ν' αναλογίζεται μεσημέρια που μοιράζονταν μαζί το φαΐ, ήσυχα πρωινά και κατασταλαγμένα βράδια που δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά με τον ίδιο τρόπο... Και μέσα στην οδύνη της που μάτωνε, μια ύστατη σκέψη σαν αντίσταση της χάραξε το μυαλό. Όχι, δεν ήθελε να τον χάσει τον Άγγελο κι ας εκθρονίστηκε από τον παράδεισο, θρονιασμένος όπως ήταν στον καναπέ του! Τα δικά της κατορθώματα, ούτε που τα σκεφτότανε, μοναδική της η έγνοια ήταν αυτός! Δεν τον ήθελε όταν τον είχε, τον ήθελε τώρα που τον έχανε... Πονηρό το παιχνίδι της καταστροφής. Πόσα γράμματα είχε η καταστροφή στο σταυρόλεξο της ζωής της; Η απάντηση ήταν εύκολη: ένα μόνο, ταχυδρομημένο από την Άνδρο στην Αθήνα! Κι έναν πρόωρο γυρισμό, όπως έναν πρόωρο τοκετό. Που θα έφερνε το τέλος.
Σκούπισε τα μάτια της, άλλος πόνος δεν έμενε πια. Αποφασισμένη να πιει το ποτήρι μέχρι τον πάτο, άνοιξε την πόρτα. Δυο ζευγάρια τρομαγμένα μάτια, γύρισαν τότε προς το μέρος της. Και είδε, μέσα απ' το παραπέτασμα των δακρύων της, είδε την Ελισάβετ να πετάγεται τρομαγμένη από τον καναπέ κι από κάτω ένα πρόσωπο άγνωστο, αναψοκοκκινισμένο, να ψάχνει το μαξιλάρι για να κρύψει τ' αχαμνά του!
«Τι θέλεις εδώ;» είπαν ταυτόχρονα οι δύο αδερφές.
«Μα πού είναι ο Άγγελος;» συνέχισε η Έλλη.
«Έφυγε και μ' άφησε να... φυλάω το σκύλο!»
Ο σκύλος περίμενε δίπλα ξαπλωμένος. Μόλις κατάλαβε ότι κάτι λέγαν γι' αυτόν, άνοιξε το μάτι του. Το ξανάκλεισε αδιάφορα και συνέχισε τον ύπνο του.
«Και πού πήγε;»
«Ετοίμαζε μια έκθεση...»
Μα βέβαια, η έκθεση της ξυλογλυπτικής στη Σιάτιστα! Της είχε πει ότι θα πήγαινε και το είχε ολότελα ξεχάσει... Ένα μισό χαμόγελο στράβωσε το στόμα της. Καταχαρούμενη, έτεινε το χέρι στον άγνωστο κύριο:
«Χάρηκα για τη γνωριμία!»του είπε θριαμβικά.
«Λουκάς», ψέλλισε αυτός μέσα από τα μουστάκια του.
«Έχω ακουστά...» συνέχισε εύθυμα η Έλλη που ξαφνικά είχε γίνει ιδιαίτερα κοινωνική. Φαίνεται πως δεν είχε σπίτι ο Λουκάς ή μάλλον είχε, αλλά δεν του άρεσε το γούστο της επίπλωσης. Ήταν βλέπεις της γυναίκας του.
«Συγνώμη, νόμιζα πως θα ερχόσουν μεθαύριο», είπε η Ελισάβετ και την κοίταξε με νόημα.
«Έτσι νόμιζα κι εγώ.. Μα άλλαξα γνώμη τελικά! Έκανε τόσο αέρα, κακοκαιρία... Όλο μέσα ήμασταν κλεισμένοι!»
«Αλήθεια; Και τι κάνατε -με το μπαρδόν, δηλαδή.»
«Καθόμασταν και λύναμε σταυρόλεξα!», της απάντησε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.
«Γουάου!» έκανε ο σκύλος.
«Ε, καλά, δεν ήρθε και η καταστροφή!...» είπε η Έλλη χαρούμενα και του χάιδεψε το κεφάλι.

Η Μαγδαληνή Θωμά έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014). Ζει κι εργάζεται στην Χαλκίδα.