Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Τα νεανικά δράματα

της Μαρίας Σκιάνο

Συχνά, μιλώντας για ένα συγγραφέα, οι κριτικοί τείνουν να ταυτίζουν τη νεανική του παράγωγη με μια περίοδο ανώριμης γραφής που οφείλεται στη μερική ως ολική άγνοια του αντικείμενου. Στην περίπτωση του Καμπανέλλη, εξαιρετικά ταλαντούχος εκ φύσεως, διαμορφωμένος από τον απέραντο όγκο των αναγνώσεών του και βαθιά πληγωμένος από τα τρία χρόνια φυλάκισης στο Μαουτχάουσεν, αυτή η άποψη των κριτικών δεν ταιριάζει.

Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο χώρο του θεάτρου ο Καμπανέλλης θεωρήθηκε, πράγματι, έως και πρωτοποριακός για την ανώριμη τότε ελληνική σκηνή και ο συγγραφέας αναγκάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια πριν δει τα έργα του πανελλαδικά αναγνωρισμένα και  αποδεκτά από την κριτική και το κοινό. Σε συνεντεύξεις που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας στα πολυάριθμα χρόνια της καριέρας του, διαβάζουμε ότι η πρώτη του προσπάθεια προσέγγισης στο θέατρο κατέληξε σε ένα αυτοβιογραφικό έργο με  τίτλο «Οι άνθρωποι και οι Μέρες», του οποίου το χειρόγραφο πήγε δυστυχώς χαμένο, στο οποίο διηγούταν το δράμα ενός νέου που επέστρεφε στην πατρίδα του από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης  με την ελπίδα να βρει εκεί έναν κόσμο-αντίδοτο του τερατώδη κόσμου του πολέμου που μόλις είχε αφήσει πίσω του. Τα όνειρα του όμως θάφτηκαν δραστικά την ίδια τη στιγμή που αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν σε έναν παρομοίως τερατώδη κόσμο.

Το πραγματικό ντεμπούτο του Καμπανέλλη στη σκηνή υπογράφει, το 1950, ο Αδαμάντιος Λαιμός  με το έργο «Ο χορός πάνω στα στάχυα». Ενώ το πρώτο έργο ήταν φανερά επηρεασμένο από τον Ίψεν, συγγραφέα που ο Καμπανέλλης ακούραστα διάβαζε και ξαναδιάβαζε στην επίμονη προσπάθειά του να μάθει να ‘κάνει θέατρο’, το δεύτερο κατέληξε να είναι μια εικονική συνέχεια του θεατρικού έργου «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα. Σε σχέση με τον ‘Ιψεν, ο Λόρκα επηρέαζε μαγικά τον Καμπανέλλη ταξιδεύοντάς τον μακριά από τις αναμνήσεις του πόνου και τις εξολοθρεύσεις. Γενικά ο Λόρκα τον οδηγούσε ρομαντικά μακριά από τα σύγχρονα χρόνια όπως  αποδεικνύουν τα δυο δημοτικά τραγούδια  που στηρίζουν ολόκληρο το ‘Χορό’ και συγκεκριμένα  την παραλογή «Τ’ αδέλφια και η κακή γυναίκα».

Αμέσως μετά, το 1951,  ο Καμπανέλλης  έγραψε δυο έργα : «Ο δρόμος», του οποίου  το χειρόγραφο ο συγγραφέας  θα ξαναβρεί μονάχα το 1985, και το δράμα «Κρυμμένος ήλιος», του όποιου δεν υπάρχει πια κανένα ίχνος. Ο ίδιος ο Καμπανέλλης, σε συνέντευξη, αναγνώρισε ότι τα έργα αυτής της περιόδου παρουσιάζουν μια πεσιμιστική φλέβα και ένα άρωμα καταστροφής. Στο δράμα «Ο δρόμος», συγκεκριμένα, ο Καμπανέλλης μάς καθοδηγεί στην παρανοϊκή ατμόσφαιρα της Παράγκας 8 του αναρρωτηρίου του Μαουτχάουσεν. Το δράμα του Εβραίου που προσπαθεί να σωθεί από την άθλια  μοίρα του είναι μια πραγματική, σοκαριστική ανάμνηση του συγγραφέα, ο οποίος βαθιά σημαδεμένος από το περιστατικό,  την διηγείται σχεδόν αυτούσια στο κεφάλαιο «Ο Θεός της ξεχωριστής Παράγκας» μέσα από το μοναδικό πεζογραφικό του έργο, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Μαουτχάουσεν». Όποιος έχει διαβάσει αμφότερες τις ιστορίες θα παρατηρήσει ότι, ενώ στο δράμα η αγωνιά του Εβραίου -τραγικός πρωταγωνιστής- θα τον οδηγήσει σε μια απόρριψη του - στο μυθιστόρημα ο ίδιος θα αγκαλιάζει απεγνωσμένα την πίστη τη στιγμή του θανάτου. «Η Οδός», εν τούτοις, θα είναι η τελευταία προσπάθεια του συγγραφέα να μεταφέρει στο θέατρο τη φρίκη του πολέμου και των στρατοπέδων συγκεντρώσης. Είναι χαρακτηριστικό επίσης, ότι αυτό το δράμα δεν είδε ποτέ το φως της σκηνής. Τον Απρίλη του 1977 ο ίδιος ο δημιουργός φρόντισε για τη διασκευή του προς ανάγνωση, στο δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.

Το 1952 ο Καμπανέλλης γράφει «Ο Γορίλας και η Ορτανσία». Η έκδοση που ο Καμπανέλλης εκδίδει το 1989 στην συλλογή Κέδρος είναι, όπως δήλωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, μια διασκευή του πρωτοτύπου του 1952. Μέσα από την αναθεώρηση οι χαραχτήρες αναδύονται πιο βαθιοί ως προς τον τρόπο με τον όποιο αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις της πλοκής και το φινάλε προκύπτει χωρισμένο σε τρεις επίλογους που αλληλοδιαδέχονται οργανικά. Όπως διευκρινίζει ο δημιουργός, πρόκειται για τρεις προσπάθειες να σωθούν οι χαρακτήρες από το δράμα της παρανοϊκής σχέσης μέσα στην οποία έχουν παγιδευτεί. Είναι αυτό ένα από τα  παράξενα έργα του Καμπανέλλη, όπου δεσπόζουν  ο σαρκασμός και το γκροτέσκο αλλά δεν λείπει και μια λεπτή  ειρωνεία. Χαρακτηριστικά είναι τα ονόματα των προσώπων και των τοπίων : ο καθηγητής ονομάζεται Όμηρος και ο γορίλας Αδάμ, το εργαστήρι Προμηθέας και η αλλόκοτη έρευνα του καθηγητή Ορτανσία. Χάριν σε αυτό το έργο, που δεν λέγεται ούτε φάρσα, ούτε κωμωδία, ούτε παραμύθι, ο Καμπανέλλης απέκτησε τη φήμη του λεπτού σκιτσογράφου  παράλογων χαρακτήρων.

Στα χρόνια 1952-1954, «τα δύσκολα χρόνια», όπως δήλωνε ο ίδιος ο συγγραφέας, τα μοναδικά  χρήματα που κατάφερνε να κερδίζει προέρχονταν από την συνεργασία του με το ραδιόφωνο Ε.Ι.Ρ. όπου ο Καμπανέλλης ασχολούταν με τη  διασκευή, προς ραδιοφωνική ανάγνωση,  διάσημων και πασίγνωστων ξένων έργων. Αυτή η συνεργασία έφερε έναν απρόσμενο καρπό: ο Καμπανέλλης αύξησε ακόμη πιο πολύ την ήδη μεγάλη γνώση του παγκοσμίου θεάτρου και έφερε κοντά του τον Πιραντέλλο, τον Τσέχοφ και τον Αννουί – του οποίου η Μήδεια , σε διασκευή Καμπανέλλη και ερμηνεία Μέλινα Μερκούρη, συγκίνησε τόσο πολύ την μεγάλη ηθοποιό που η ίδια αποφάσισε να ζητήσει από τον Καμπανέλλη ένα καινούριο δράμα προς ανέβασμα  στην σκηνή του θεάτρου Ρεξ τον επόμενο χειμώνα.

Επιτέλους στον Καμπανέλλη δόθηκε η ευχέρεια που περίμενε για να δείξει το ταλέντο του. Δούλεψε μέρα-νύχτα στη  σύνταξη της « Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», στο οποίο ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν κομμένο ακριβώς στα μέτρα της μεγάλης Μελίνας. Και η Στέλλα είναι, πράγματι, ένας θαρραλέος, υπεράφθονος και φιλελεύθερος χαραχτήρας, που ζει με έναν τρόπο εξαιρετικά έντονο, για την τέχνη της, την μουσική, και θα καταλήξει να θυσιάσει ακόμη και τον πραγματικό έρωτα στην αδάμαστη φλόγα της επαναστατικής της φύσης.

Ο σκηνικός χώρος της Στέλλας αποτελεί  μια καινοτομία για το ελληνικό θέατρο. Η δράση τοποθετείται σε ένα «κέντρο διασκέδασης», όπου υπάρχουν τα κλασσικά τραπεζάκια, οι κλασσικοί πεντανόστιμοι μεζέδες και δίπλα σε όλα αυτά, όπως θέλει η πιο γνήσια παράδοση, ο θεατής αντικρίζει τη «ρεμπέτικη» ζωντανή μουσική. Το κοινό οπότε ,βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με ένα διπλό θέαμα. Η σκηνή έχει τη γεύση της καθημερινότητας και όμως πατιέται από το βήμα και γεμίζει από τη  φωνή της Μερκούρης. Στην πρεμιέρα, όπως θυμάται ο συγγραφέας, η καλλιτέχνιδα δάκρυσε. Η μοίρα της Στέλλας είχε ραγίσει καρδιές.  Παρ’ όλη την επιτυχία στο θέατρο, το ελληνικό κοινό θυμάται τη  Στέλλα  μέσου του κινηματογράφου πρώτα και της τηλεόρασης μετά. Ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης και η ίδια η Μελίνα δούλεψαν με έναν πρωτότυπο επαγγελματισμό στην εκδοχή της ταινίας και το αποτέλεσμα φάνηκε στο φεστιβάλ Καννών, όπου η Μελίνα δέχτηκε το βραβείο για την καλύτερη ερμηνεία σε γυναικείο ρόλο. Ο Καμπανέλλης είχε χάσει για πάντα τα δικαιώματα του δημιούργημάτος του, ωστόσο θα θυμάται αυτή τη συνεργασία με ευγνωμοσύνη, υπερηφάνεια, πικρία και στενοχώρια..

Το 1957 ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, μια ακόμη διάσημη μορφή στο  χώρο της σκηνοθεσίας, σχεδίασε  το ανέβασμα στη σκηνή του θεάτρου Τέχνης, ενός ρεσιτάλ δραματουργίας που θα συμπεριλάμβανε δυο ξένους μονόλογους και έναν ελληνικό. Για το ξένο μέρος είχε ήδη διαλέξει τις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχοφ και «Ο Άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα» του Πιραντέλλο. Του έλειπε ο ελληνικός μονόλογος. Στο μεταξύ ο Καμπανέλλης είχε δείξει την πλήρη ικανότητά του με το ανέβασμα του έργου « Η έβδομη μέρα της δημιουργίας» του 1956, οπότε ο σκηνοθέτης δε δίσταζε να του ζητήσει  το γράψιμο του μονολόγου για την παράσταση του. Μια ακόμη  πρόκληση παρουσιαζόταν στον ορίζοντα  του Καμπανέλλη. Μετά από ενθουσιώδη προσπάθεια ο συγγραφέας κατέληξε στο μονόπρακτο « Αυτός και το παντελόνι του»  που συμμετείχε, ως πρωταγωνιστής,  ο ίδιος ο Διαμαντόπουλος. Αυτό το μονόπρακτο μπορεί δίκαια να θεωρηθεί σταθμός στην μεταπολεμική ελληνική δραματουργία και  από τα καλύτερα μονόπρακτα  διεθνώς. Με αυτό τον τρόπο κλίνεται, με τεράστια επιτυχία, ο κύκλος των νεανικών δημιουργών του μεγάλου δραματουργού Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ωστόσο τη μεγάλη ανάδειξη του Καμπανέλλη, θα πραγματοποιήσει ο  μεγάλος σκηνοθέτης Κάρολος Κουν, μερικά χρόνια αργότερα.

Διάβασε το πρώτο μέρος του αφιερώματος, εδώ.