Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Θέατρο σκιών ή Καραγκιόζης ;

της Ελεάννας Μαρτίνου

«Σήμερα, ο κόσμος δεν γνωρίζει τον αληθινό Καραγκιόζη»
(Καραγκιοζοπαίχτης, Άθως Δανέλλης, ΕΠΟΧΗ 28-11-2003)

Τον Φεβρουάριο του 1999 στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο καραγκιοζοπαίχτης Γιάννης Νταγιάκος έπαιξε το έργο για το Θέατρο Σκιών με τίτλο «Η τραγική ιστορία του Τζάκσον Πόλλοκ, αφηρημένου εξπρεσιονιστή» του συγγραφέα και σκηνοθέτη Απόστολου Δοξιάδη. Διαβάζουμε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 28 Ιανουαρίου 1999:
Πίσω από τον μπερντέ το φτωχό ξύλινο σπιτάκι στο Γουαϊόμινγκ του Τέξας μοιάζει τρομερά με την καλύβα του Καραγκιόζη και το παιδάκι που χοροπηδάει και κουνάει το μακρύ χεράκι του, ο Τζάκσον Πόλοκ μοιάζει πολύ με το φτωχό Κολλητήρι. Όμως, μιλά, αντιμιλά και τραγουδά εις άψογον αγγλικήν με τεξανική προφορά, στη διεθνή παρουσίαση που ετοίμασε ο Aπόστολος Δοξιάδης, που θα παιχθεί για τρεις μόνον ημέρες, την Τρίτη, την Τετάρτη και την Πέμπτη, στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη της οδού Αγαθοδαίμονος 37 (κάθετος Πειραιώς τηλ. 3608.278) με την υποστήριξη του Ιδρύματος Κωστοπούλου και επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Κατερίνας Κοσκινά. μουσική και τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Πίσω από τον μπερντέ, ένας νέος καραγκιοζοπαίχτης, ο Γιάννης Νταγιάκος, κινεί μαζί με τους συνεργάτες του δεκάδες φιγούρες τη μαμά και τον μπαμπά του Τζάκσον Πόλοκ, τους δασκάλους, τη διάσημη γκαλερίστα Πέγκι Γκουγκενχάιμ, αλλά και τ' άλλα στοιχεία του έργου: τον δράκο, τις μορφές των «αγγέλων», έργα παλιών μεγάλων μαέστρων της ζωγραφικής των Τζιότο, Φρα Αντζέλικο, Μιχαήλ Αγγέλου που μετεωρίζονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού Πόλοκ, ώσπου τον ακούμε να λέει: «Θέλω να γίνω ένας παλιός μεγάλος μαέστρος της ζωγραφικής». (28 Ιανουαρίου 1999: Παρασκευή Κατημερτζή – Τα Νέα)

Ποια είναι όμως η ιστορία του θεάτρου σκιών και πώς αυτό καταλήγει στον ελλαδικό χώρο;

Το θέατρο σκιών είναι ένα από τα πιο αρχαία είδη θεατρικού θεάματος. Eίναι τόσο παλιό όσο και οι παρατηρήσεις της ανθρωπότητας σε σχέση με το φως και τα παιχνίδια με τις σκιές.

Πολλές θρησκείες, έδωσαν θρησκευτική σημασία στη σκιά. Το βασίλειο των σκιών, δεν είναι παρά ένα συνώνυμο, για το βασίλειο των νεκρών, ενώ ονομάζουν τους πεθαμένους «σκιές του παρελθόντος», και αναφέρονται στις σκιές των νεκρών που περιφέρονται κυρίως τη νύχτα, έξω, ή μέσα σ` ερειπωμένα σπίτια.
Το πέσιμο της σκιάς, και η αλλαγή διαστάσεων, σύμφωνα με τη θέση του ήλιου, κρύβει μία «μαγική» διφορούμενη έννοια. Σε ορισμένα κράτη της Αφρικής, το μεσημέρι θεωρείται η πιο «δαιμονική» ώρα, μιας και ο ήλιος είναι κατακόρυφος, εξαφανίζοντας τέλεια τις σκιές.
Να γιατί το Θέατρο Σκιών έχει τόσο παλιές ρίζες, που χάνονται στα βάθη των αιώνων, και οι πηγές δημιουργίας του είναι τόσο σκοτεινές, όσο σκοτεινή είναι και η σκιά.
Οι διάφορες θεωρίες, τοποθετούν την αρχή του στην Ινδία, την Ιάβα ή την Κίνα. Όλες οι πληροφορίες δείχνουν ότι κατάγεται από την Ασία.

Η ανάπτυξη του Θεάτρου Σκιών στην Ινδία, σημειώνεται γύρω στα 200 π.Χ. Στην Κίνα, σύμφωνα με το μύθο, εμφανίζεται γύρω στα 200 μ.Χ. από έναν μάγο, ο οποίος για να παρηγορήσει τον Βασιλιά Βου-Τι, που έχασε τη γυναίκα του, αναπαριστά τη σκιά της. Ο μάγος πήρε και ζωγράφισε τη μορφή της γυναίκας πάνω σ' ένα λεπτό διάφανο κομμάτι δέρμα και τη μορφοποίησε σε φιγούρα. Ύστερα κατασκεύασε ένα τελάρο και πάνω του τέντωσε ένα κομμάτι ύφασμα. Το φώτισε από πίσω κι άρχισε να κουνάει πάνω του τη φιγούρα της γυναίκας, μιμούμενος παράλληλα και τη φωνή της.

Στην Κίνα το θέατρο σκιών είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι παίκτες ήταν παπάδες, οι νταλαγκ, όπως τους ονόμαζαν. Τα έργα και οι φιγούρες, παρμένες από τη θρησκευτική λατρεία τους ήταν θεότητες, ή Δράκοι. Αργότερα έπαψε να είναι αποκλειστικά θρησκευτική τέχνη, και οι φιγούρες, πήραν ανθρώπινη μορφή και κίνηση.
Το Θέατρο Σκιών της Κίνας, του Μπαλί και της Ιάβας, μπορεί να είναι τα πιο γνωστά, με παγκόσμια απήχηση, όμως και άλλες χώρες της Άπω Ανατολής, έχουν αναπτύξει αυτή τη Λαϊκή Τέχνη, με ενδιαφέρουσες παραλλαγές, όπως η Καμπότζη και η Ταϊλάνδη.
Η μόνη απ’ όλες τις χώρες, που κατέχει τα πρώτα γραπτά κείμενα, παιγμένα σε παραστάσεις Θεάτρου Σκιών, είναι η Αίγυπτος στις αρχές του 20ού Αιώνα.

Ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη

Το θέμα πολλών συζητήσεων και διαφωνιών, ανάμεσα στους ερευνητές, της τέχνης του Θεάτρου Σκιών, είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό ταξιδεύει δυτικά, φθάνει στη Μεσόγειο, και καταλήγει στην Τουρκία και την Ελλάδα. Το πιο πιθανό είναι να ταξίδεψε μαζί με τους Τσιγγάνους, από την Ινδία.

Το Τούρκικο Θέατρο Σκιών απευθυνόταν σε ενήλικες άντρες και παιζόταν σε καφενεία. Είχε έντονο σεξισμό και προστυχόλογα μεταξύ των χαρακτήρων. Βέβαια ο Karagioz, που είχε έναν τεράστιο φαλλό, αυτόν που στην Ελλάδα έγινε τεράστιο χέρι, είχε και το πρώτο χέρι στην ευστροφία και στις εξυπνάδες. Οι στιχομυθίες του Καραγκιόζη με τον φίλο του Hajijavat προκαλούσαν πάντα γέλιο.

Η Εξάπλωση του Καραγκιόζη ευνοήθηκε από τις πόλεις και τις μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Πριν από το σχηματισμό των σύγχρονων κρατών, οι πολυεθνικές κοινωνίες των τότε πόλεων δεν ήταν απλώς η κρίσιμη μάζα για να υπάρχει κοινό, αλλά και διευκόλυναν τη μεταδοτικότητα του Θεάτρου Σκιών από πόλη σε πόλη. Όσο μετασχηματίζονταν οι πόλεις και η επιρροή τους στην ενδοχώρα τόσο και οι συνθήκες ευνοούσαν το νέο λαϊκό θέαμα. Έτσι δεν θα ήταν παράξενο αν πράγματι επιβεβαιωνόταν ότι στην Ελλάδα το Θέατρο Σκιών πρωτοπαίχτηκε στην αυλή του Αλή Πασά από κάποιον Εβραίο ονόματι Ιάκωβο, ή ότι πρωτοήρθε από την βαλκανική χερσόνησο. Έχουμε κάποιες γραπτές μαρτυρίες πως παιζόταν στην πίσω αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα από έναν καραγκιοζοπαίχτη που λεγόταν Ιάκωβος, εβραϊκής καταγωγής.
Οι καραγκιοζοπαίχτες της εποχής ήταν πολύγλωσσοι, έπαιζαν στα τουρκικά, στα αρβανίτικα, εβραϊκά, ελληνικά. Ο Καραγκιόζης σιγά-σιγά ταξίδεψε, έφτασε στις περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και κατέληξε στα τέλη του 1800 στη Πάτρα όπου τον γνώρισε ο Δημήτρης Σαρδούνης, ψάλτης στις εκκλησίες των Πατρών.
Στην Ελλάδα του 19ου αι., μαζί με τον "εξευρωπαϊσμό" και την "προσκόλληση στη Δύση", είχε επιβληθεί και η δυτική τέχνη. Ολόκληρη η ελληνική παράδοση χαρακτηριζόταν "ανατολική" και εξοβελιζόταν. Η εκκλησία, η "καλή κοινωνία" και η οικογένεια συγκρούονται με τον Καραγκιόζη. Το γενικότερο κλίμα των εξουσιών ήταν εχθρικό απέναντι στους καραγκιοζοπαίχτες, όπως ήταν και εχθρικό απέναντι στα λαϊκά δρώμενα της αποκριάς.
Ο ψάλτης Δημήτρης Σαρδούνης ή Μίμαρος, μετέτρεψε το θέαμα σε οικογενειακό θέατρο (1890). «Εξευγενίζοντας» τον Καραγκιόζη από τα αισχρά λόγια και τις άσεμνες εκφράσεις και κινήσεις, σιγά - σιγά του δίνει τη φόρμα που βλέπουμε και σήμερα. Με τον καιρό, γίνεται πια σατιρικό Θέατρο. Χρησιμοποιώντας την παλιά εξουσία (Πασά, Βεζυροπούλα, Βεζύρη, Βεληγκέκα), βάζει πρόσωπα που δεν υπήρχαν στο Τούρκικο Θέατρο Σκιών και σατιρίζει την καινούργια εξουσία.
Το 1924 ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών το οποίο αποτελούσαν 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου. Συνεχιστές, βοηθοί και μαθητές του έργου του υπήρξαν ο Γ. Ρούλιας, ο Μ. Χριστοδούλου και ο Θ. Θεοδωρέλλος. Ο τελευταίος μάλιστα υπήρξε και ο δάσκαλος του Σωτήρη Σπαθάρη, πατέρα του Ευγένιου Σπαθάρη. Ο Ευγένιος, ο αρχιτέκτονας που παράτησε τις σπουδές του για να γίνει καραγκιοζοπαίχτης, τελικά συνέβαλε στο να εδραιωθεί το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη στην Ελλάδα.
Η πιο γόνιμη περίοδος κατά την οποία ανθεί το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Σκιών θεωρείται από το 1915 μέχρι το 1950, ενώ περνάει στη φάση της παρακμής της ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η παρακμή επηρέασε πρώτα-πρώτα τις ίδιες τις σχέσεις μεταξύ των καραγκιοζοπαιχτών:
"Οι νέοι να προσέξουν τις προχειρότητες. Να μην χτυπιόνται πισώπλατα. Παλιά η επαγγελματική διάκριση στηρίζονταν στην ευγενή άμιλλα. Σήμερα είναι ‘ο θάνατός σου η ζωή μου’. Όλα στο βωμό της δόξας και του χρήματος» λέει ο Ευγένιος Σπαθάρης.
Τον Ιούνιο του 1995 ο Δήμος Αμαρουσίου στεγάζει την ιστορία του Καραγκιόζη και του Σπαθάρη , σε ένα Μουσείο που ονομάζεται "Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου
". (site:www.karagiozismuseum.gr)

Πώς ο καραγκιόζης επηρεάζει τον Γιάννη Τσαρούχη

Μεγάλη είναι η συμβολή του θεάτρου σκιών στο έργο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη. Ο ίδιος αναφέρει σε σημείωμά του στον πατέρα του Ευγένιου, Σωτήρη Σπαθάρη – το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα Καραγκιόζης ο πρόσφυγας – τα εξής :
«Στου Σωτήρη Σπαθάρη τον Καραγκιόζη ήμουν τακτικός θεατής, όχι πια μόνο για να γελάσω, όπως μικρό παιδί, αλλά για να μάθω με άλλο τρόπο, όχι τον ‘φιλολογικό’, τι ήταν τα από σκηνής άσματα της τραγωδίας.

Μέσα στις φωτισμένες λεύκες και τα πλατάνια που έμοιαζαν σαν τις κρεμαστές ζωγραφιστές κουίντες της Ζιζέλ καθώς τις φώτιζαν οι ηλεκτρικοί γλόμποι, μέσα στη μυρωδιά του νοτισμένου από το ποτιστήρι χώματος ακουγόταν η φωνή του Σωτήρη Σπαθάρη που έπαιζε τον ‘Καραγκιόζη γιατρό’, τον ‘Μέγα Αλέξανδρο’ ή τη μεγάλη του επιτυχία, τον Αλή Πασά στο έργο ‘Ο Κατσαντώνης’.

Σε κάθε εποχή ήταν φυσικό, ο καλλιτέχνης να τραβιέται από την αριστοκρατία. Μα για μένα, τότε, δίπλα στην ευρωπαίζουσα ‘άρχουσα τάξη’ υπήρχε μια άλλη αριστοκρατία, πιο ευγενική, ο Λαός. Ο αγράμματος και φτωχός, αλλά καλλιεργημένος ψυχικά. Ήξερε να τραγουδά καλά τα τραγούδια των πατέρων του, που η καταγωγή τους χάνεται στους μυθικούς αιώνες της Θράκης και της Δωδώνης. Που μπορούσε να χορεύει τους χορούς που καταλύουν τις εποχές, που μπορούσε να πλάθει κάθε τόσο τη γλώσσα του για να μένη ζωντανή, το πολυτιμότερο όλων. Που ξέρει να λατρεύει πατροπαράδοτα τον θεάνθρωπο και μαζί να ενθουσιάζεται για κάθε χτύπημα των Φαρισαίων, που μέχρι παθήσεως ξέρει να σέβεται τους ήρωες της Ελευθερίας, σύμβολα της κάθε είδους ομορφιάς του ανθρώπου.

Έμαθα πολλά από το Σωτήρη Σπαθάρη, γιατί ήθελα να μάθω. Μούμαθε να ζωγραφίζω ψαρόκολλα, δίνοντάς μου με δυο λόγια μονάχα το απλούστατο μυστικό μιας άφαντης μαγείας. Δυο φόντα που του παράγγειλα, και πλήρωσα μάλιστα 100 δραχμές, υπάρχουν ζωγραφισμένα πίσω από το μοντέλο τις φιγούρες σε πολλά έργα μου της περιόδου 1938-46. Οι ρεκλάμες του Σωτήρη Σπαθάρη, όπως κι αυτές που είχα από το θέατρο του Δεδούσαρου, μούδωσαν την άδεια να επηρεαστώ από τον Matisse. Μούδωσαν ένα βάθος για να μην είμαι ένας επανελθών από το Παρίσι ή ένας που ξεφυλλίζει τα περιοδικά, χωρίς νάχει πάει καν.
Η απλή και στοιχειώδης ζωγραφική του μούδωσε την αλήθεια, για να δώσω μιαν εξήγηση στο ήθος των θεατών του Καραγκιόζη, που με γοήτευαν όσο και οι φιγούρες του. Να δώσω μιαν εξήγηση στην κάθε ρωμέικη φάτσα, σε κάθε τι της πραγματικότητας που με απασχολούσε ως θέμα. Τα αναρχικά του και τα χοντρά αστεία, μου έδωσαν συχνά τη δύναμη να αντιμετωπίσω τους εχθρούς κάθε καλλιτέχνη: τη διανόηση, την φιλολογία, τον καθωσπρεπισμό.»