Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Η συνηθισμένη μέρα μιας κουκίδας - Βάγια Κάλφα

kalfa26.jpg
φωτό: Θ. Ζαμπάκα
    Πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε. Αυτή τη φορά τον είχε τον κόσμο. Ξεδίπλωσε το σώμα του να αναδειχτεί η κορμοστασιά- τα συρματοπλέγματα στο δέρμα του τραχιά, κράτησαν μακριά τόσες λεπτές υπάρξεις. Παραπάτησε σε μια σπασμένη πλάκα, κρατήθηκε από παρακείμενο αμάξι να μην πέσει, χτύπησε ο συναγερμός τον έπιασε τρελή ταχυκαρδία που τον αποπροσανατόλισε γλίστρησε στη λακκούβα γέμισε ως το γόνατο λάσπες άδεξιος ήταν θυμήθηκε τον πατέρα να λέει κι ύστερα κάτι παραιτημένα βλέμματα στην προσπάθεια να τον κάνει άντρα, ορκίστηκε πως δεν θα τον βάλει κάτω κάτι τόσο παιδιάστικο, έπρεπε να μεγαλώσει πια, προσπέρασε, ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου δε φάνηκε: όλα καλά.
Πέρασε απέναντι, στο βάθος ο πρωινός ορίζοντας: κοίταξε ψηλά, στο σχέδιο ήταν να υποτιμήσει τον ήλιο- δεν είχε προβλέψει αυτή την τεράστια κουτσουλιά που απλώθηκε πάνω του. Έβγαλε ένα μαντήλι απ' την τσέπη του, κι αφού ήταν ακόμα σε θέση να αρθρώσει κάτι σαρκαστικό, θα πήγαινε στη δουλειά με τον πρώτο αέρα.
Πήρε το αστικό τον έσπρωξε ο ένας τον ζούληξε ο άλλος τον πάτησε ο επόμενος- σκέφτηκε μια πόρτα-φυσαρμόνικα που είδε κάποτε παιδί σε ένα σπίτι συμμαθητή, ύστερα μια ντομάτα, δεν αισθανόταν καλά, ίδρωνε, χρειαζόταν επειγόντως ανάσα ή να εκστομίσει τουλάχιστον μια μεγαλόφωνη βρισιά να εκπλήξει τα πάντα, μα καθώς σαραντάρισε, δεν τα έκανε αυτά, όπως και όλα τα χρόνια που θυμόταν τον εαυτό του και μετά από σαράντα λεπτά βαβούρας, διαμαρτυρίας, εξωφρενικού κορναρίσματος και βλεμμάτων δυσπιστίας κι αποστροφής βγήκε ανακουφισμένος, σχεδόν ευτυχής, προς στιγμήν παραπατώντας, περήφανος πάντως που βγήκε αβλαβής κι επιπλέον: δε του άρπαξε το πορτοφόλι του κανείς.
Γρήγορα αισθάνθηκε αδαής στη σκέψη πως το πορτοφόλι προεξείχε στην τσέπη του, εκτεθειμένο στα υποψήφια χέρια, πράγμα που έκανε τον ίδιο χαζό και τον κλέφτη ακατάδεκτο- κοίταξε το πορτοφόλι: μονότονο. Άρχισε να σβήνεται μες στο σωρό; Δεν ήταν επώνυμο αντέταξε, πράγμα που το λες αντιστασιακό. Θυμήθηκε την περασμένη βδομάδα, έχασε μία ακόμη πορεία, το παιδί του είχε μάλλον πυρετό, κι έπρεπε να τελειώσει κι εκείνο το έγγραφο που πηγαινόφερνε καιρό. Κοίταξε το ντύσιμό του: βαρετό. Τότε του ήρθε: φοβόταν να ξεχωρίσει. Ερχόταν οι μνήμες κι επέφταν η μια στην άλλη το ποδήλατο που χάρισε αυτούς που τον έδερναν ο δάσκαλος που χαστούκισε ο λοχαγός που φώναζε τα γέλια των φαντάρων και τα, ακόμα φριχτότερα, των γυναικών, οι ενοχές της μητέρας οι διαταγές των αφεντικών. Οριζόντιες κόρνες από όλες τις πλευρές τον έριχναν κάτω, χειρονομίες, βρισιές, που έμεναν ως το βάθος μες στ' αυτοκίνητα. Περνούσαν μπροστά του και πίσω του, κάποια κόντεψαν να του σπάσουν τα πόδια. Δεν τόλμησε να κάνει βήμα, σκέφτηκε να κάτσει επιτόπου οκλαδόν, να πάρει το κεφάλι στα χέρια και να κλάψει. Γρήγορα συνήλθε από μία καθόλου κολακευτική ματιά -πράσινο- το πλήθος άρχισε να τρέχει, άρχισε κι εκείνος να τρέχει τρέχει τρέχει, μια γυναίκα έπλενε τη γειτονιά, σταμάτησε, κοίταζε τ' αφρισμένα νερά- ανέκαθεν τον ηρεμούσε το νερό που έτρεχε.
Από μια εσοχή μες στις πέτρες έπεσε μια σταγόνα που κρατήθηκε από τη χθεσινή βροχή, έσπασε στο μέτωπό του και τρόμαξε τρόμαξε πολύ κι άρχισε πάλι να τρέχει τρέχει τρέχει λες και τον κυνηγούσαν από πίσω τα ΜΑΤ ή ένα μπούγιο λυσσασμένων σκύλων. Έτρεχε έτρεχε να γλιτώσει απ' όλα: το χρόνο το δέρμα του τον πανικό ώσπου έγινε ελάχιστος, κουκίδα, κι ήρθε ένα αμάξι σήκωσε νερό κι η κουκίδα έβηξε, κόντεψε στ' αλήθεια να πνιγεί, το αμάξι προσπέρασε, με πολύ κόπο η κουκίδα ανέβηκε στον πέμπτο σέρνοντας και πατώντας τη γραβάτα της, σκαρφάλωσε στην καρέκλα κι άφησε στο γραφείο τον τεράστιο χαρτοφύλακα. Σκέφτηκε τότε πως χρειαζόταν μια κούπα καφέ μα ήταν τόσο μακριά κι αυτή εξαντλημένη, τα πλήκτρα στο καντράν αποκαρδιωτικά -έβλεπε για ώρα τους αριθμούς χωρίς να κάνει βήμα- κι ύστερα, σε μια τελευταία απέλπιδη προσπάθεια σήκωσε πόδια και χέρια όσο γινόταν πιο ψηλά -από μακριά επέλαση από πλήκτρα- ξαναδοκίμασε αντίστροφα, κουνώντας πρώτα χέρια, τα πόδια μετά, σκορπίζοντας παντού νερά- μάταια.
    Ποιος προσέχει μια κουκίδα;

H Bάγια Κάλφα έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Απλά πράγματα (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012) και Ληθόστρωτο (εκδόσεις Εκάτη 2013). Το 2013 έλαβε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, από την Εταιρεία Συγγραφέων, και το Βραβείο Γ. Αθάνα, επίσης για νέο ποιητή, από την Ακαδημία Αθηνών. Ζει κι εργάζεται στην Αλεξανδρούπολη.