Top menu

Η συνάντηση με τον άνθρωπο Κορνήλιο Καστοριάδη

eleas24.jpg
 

Στο χωριό Τριπόταμος της Τήνου ο Καστοριάδης ερχόταν από το Παρίσι και παραθέριζε κάθε καλοκαίρι. Ο Δημήτρης Ελέας που είχε ήδη αλληλογραφήσει μαζί του στο Παρίσι –σε ένα από τα γράμματα του έστειλε ένα πέταλο αλόγου– αποφασίζει το 1996 και πηγαίνει να τον γνωρίσει από κοντά. Μαζί του παίρνει και ένα φιλικό ζευγάρι: την Έλλη και τον Πάνο. Εδώ παρουσιάζεται η πρώτη συνάντηση μαζί του, η οποία φωτίζει καθαρά τον Καστοριάδη ως άνθρωπο. Έγραφε στο ημερολόγιο και κρατούσε συνέχεια σημειώσεις, από εκείνες τις σημειώσεις μας μεταφέρει τη γνωριμία, ένα απόσπασμα - αποκλειστικότητα από το βιβλίο του Ιδιωτικός Κορνήλιος: Προσωπική Μαρτυρία για τον Καστοριάδη (εκδόσεις Αγγελάκη 2014).       
 
Γράφει ο Δημήτρης Ελέας
 
 
Πηγαίνουμε στα μαγαζιά με καλλιτεχνήματα να αγοράσουμε ένα δώρο για τον φιλόσοφο. Ήδη έχουμε τα λουκούμια. Η Έλλη επιλέγει ένα κυκλαδίτικο αγαλματίδιο από μπρούντζο, συμφωνούμε και οι τρεις. Μας προβλημάτιζε ένα όμορφο λυχνάρι, στην αρχή. Φεύγουμε με λεωφορείο για τον Τριπόταμο από την πόλη της Τήνου. Το τοπίο είναι σεληνιακό. Έχουν καθαρίσει εδώ και αιώνες τις πλαγιές και έχουν χτίσει πέτρινες μάντρες. Ανάμεσα στις πέτρινες μάντρες υπάρχουν γραμμές γης, όπως είναι οι γραμματοσειρές ενός βιβλίου, οι γραμμές της «Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας». Φτάνουμε και ρωτάμε για ένα καφενείο με τηλέφωνο, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει. Μας λένε: «μπορείτε όμως, να τηλεφωνήσετε από την κυρία Βαγγελιώ που έχει τηλέφωνο στο σπίτι της». Η κυρία Βαγγελιώ είναι κάτι σαν τοπική αρχή!
  Βρισκόμαστε στο σπίτι της κυρίας Βαγγελιώς, η οποία μας αφήνει να πάρουμε τηλέφωνο τον Κορνήλιο. Μιλάω στο τηλέφωνο, λέω: «καλό μεσημέρι κύριε Καστοριάδη, είμαι ο νέος που σας έστειλε το πέταλο μαζί με δύο φίλους, είμαστε κοντά σας, ίσως περάσαμε και από το σπίτι σας, εδώ στο χωριό Τριπόταμος!»
  «Δεν με ειδοποιήσατε», μου λέει ο Κορνήλιος με ευγενική φωνή και του απαντώ πως «θέλαμε να σας κάνουμε έκπληξη» και μας καλεί στο σπίτι του σε λίγη ώρα.
  Το κορμί μου πεινούσε να γνωρίσει τον πρωτομάστορα Κορνήλιο, ράβε-ξήλωνε η αγωνία, τα νεφρά μου βογκάνε, οι πνεύμονες συστέλλονται σαν κηρήθρες ζαχαρωμένες. Μέσα από τα σοκάκια φτάνουμε στο σπίτι με τα μουσταρδοκίτρινα πορτοπαράθυρα και ακούμε τη φωνή του από το μπαλκόνι ή από κάποιο ανοιχτό παράθυρο να μας καλεί. Τον χαιρετάμε όλοι δια χειραψίας και μας πηγαίνει στο γραφείο του (στην παλαίστρα των ιδεών του), μας παροτρύνει να καθίσουμε και κάνει λίγο χώρο και ο ίδιος. Ανοίγει το δώρο του (που του αρέσει!) και μας ευχαριστεί. Τρώει και ένα λουκούμι! Μας ρωτάει τι κάνει ο καθένας στο Λονδίνο όπου ζούμε και τι θα θέλαμε να μας κεράσει. Όταν λέμε καφέ, ανεβαίνει να πει στην πεθερά του –όπως λέει– να φτιάξει τους καφέδες. (Και ο Κορνήλιος έχει πεθερά;)
  Ο Κορνήλιος φοράει σορτσάκι και κρεμ φανελάκι, ένα ντύσιμο μεταξύ Αϊνστάιν και Τσάρλυ Τσάπλιν. Βρίσκω την ευκαιρία να κάτσω στην σκαλιστή με δικέφαλο αετό καρέκλα του γραφείου του, με το υπέροχο μαξιλάρι και η Έλλη με βγάζει φωτογραφία. Τελειώνει το φιλμ και δεν προλαβαίνει και ο Πάνος να βγει φωτογραφία στο γραφείο του.
  Ο Κορνήλιος γυρίζει και αρχίζει να συζητάει με τον Πάνο για τη φιλοσοφία της φυσικής! Δείχνει ενδιαφέρον και αμέσως παραθέτει τις απόψεις του. Οι κινήσεις του είναι κοφτές και χαρακτηριστικές. Αναφέρει, πως το 1948 είχε γράψει μία νουβέλα με έναν επιστήμονα που είχε εφεύρει μία μηχανή με την οποία θα μπορούσε να αποδείξει ότι ο χωροχρόνος είναι μηδαμινός. Κάλεσε μερικούς ανθρώπους μία μέρα να τους το επιδείξει και όταν άνοιξε τον διακόπτη, αυτή η μηχανή εξερράγη. Ο Πάνος βγάζει να του δώσει «δύο κείμενά» του, πάνω στα θέματα που αρχίζουν να συζητάνε και εγώ σκέφτομαι το όνομα του ήρωα της νουβέλας. Ίσως, να λέγεται Δημόσιος Κορνήλιος.
  Η κόρη του, η Κυβέλη, φέρνει τους καφέδες φορώντας μία μπλούζα με τον Αριστοτέλη φωτογραφία. Η Έλλη, λέει πως το ντιζάιν βοηθάει τη διάδοση των ιδεών, ενώ μας εκπλήσσει ο Κορνήλιος λέγοντας: «ένας φίλος μου από την Αμερική μού έστειλε δύο και η κόρη μου κράτησε τη μία». Κάπου-κάπου χαϊδεύει το κεφάλι του.
  «Εσύ, πες μου τι κάνεις;» ρητορικά ρωτάει και συνεχίζει: «Θα σε κερδίσει το γράψιμο;» Μιλώ για το γράψιμό μου: «το μυθιστόρημα που επεξεργάζομαι, εξελίσσεται πάνω σε πολλά μικρά κομμάτια, έτσι ώστε το καθένα να μπορεί να σταθεί στον κόσμο μόνο του και όλα μαζί να συνθέτουν το μοντέρνο μυθιστόρημα, το (ένα) εκκεντρικό μυθιστόρημα (η γοητεία ενός παζλ). Ανάμεσα στα κείμενα, να μπορεί ο αναγνώστης με ένα μολύβι να προσθέσει και τη δική του εκδοχή και φαντασία». Ακούει με ενδιαφέρον τι του λέω και του διαβάζω λίγες γραμμές από το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου που γράφω [Εκκεντρικές Σημειώσεις].
  Η Έλλη ρωτάει τον Κορνήλιο αν διαβάζει λογοτεχνία και λέει: «Ναι, αν και βέβαια μεγαλύτερους λογοτέχνες θεωρώ τον Αριστοτέλη και τον Θουκυδίδη για την αρτιότητα του λόγου τους».
  Τον ρωτάω: «Γιατί διαλέξατε την Τήνο;» και μας απαντάει: «Διάλεξα τις Κυκλάδες, διότι η γυναίκα μου όταν τελείωνε το Πολυτεχνείο επέλεξε την Τήνο για τη διπλωματική της εργασία. Την αγάπησε την Τήνο και μου μετέφερε αυτήν την αγάπη του Τήνιου τοπίου». Μας δείχνει τι έχει φτιάξει ο ίδιος στο σπίτι. «Ο χώρος του γραφείου και του μπαλκονιού είναι πρόσθετος», μας λέει. Κάπου-κάπου χαϊδεύει το κεφάλι του. Η κίνηση να χαϊδεύει το κεφάλι του είναι κλασική του τρόπου με τον οποίον ο Κορνήλιος υπάρχει και ζει στον κόσμο.
  Υποδεικνύει ένα κείμενο στο βιβλίο του Χώροι του Ανθρώπου, Aθήνα-1995 (Domaines de l’ homme, Παρίσι-1986), βιβλίου που δεν έχει υπ’ όψιν του ο Πάνος. Φτάνουμε και στην υπέροχη διάλεξη που έδωσε στο ταπεινό βήμα του χωριού Τριπόταμος που ξεσήκωσε αντιδράσεις σ’ όλη την Ελλάδα, μετά τη δημοσίευσή της στην Ελευθεροτυπία. Μας προσφέρει τσιγάρο. Πρώτα στην Έλλη, μετά στον Πάνο, σε μένα, παίρνει ο ίδιος και μετά μας τ’ ανάβει ένα-ένα. Ο φιλόσοφος δίνει από τη φωτιά του, φωτιά στον «κόσμο όλο». Δίνει φωτιά στους φίλους, αλλά και σε μένα. Ο φιλόσοφος δίνει φωτιά σ’ έναν συγγραφέα. (Ο φιλόσοφος βάζει φωτιά στο καμίνι του συγγραφέα). Σκέφτομαι πως έτσι έκανε και ο μεταφορέας Ωνάσης όταν ήτανε πάνω σε πλοίο του. Και συνεχίζει να μιλάει για τη διάλεξη στο χωριό, λέγοντας: «Μετά από λίγο καιρό ο Σύλλογος Τριποταμιανών διαλύθηκε». Ρωτάω, αν έφταιξε η διάλεξη. «Τόσο καταλυτική ήταν λοιπόν;» Και λέει ο Κορνήλιος: «Μπα, δεν θα το έλεγα, αλλά σίγουρα πάνω σ’ αυτά μπόλιασαν πολλά. Και μετά, ακολούθησε αυτός ο «αντίλογος» στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, να στέλνει επιστολή και ο Πρόεδρος των υποδηματοποιών της Καβάλας ή ο Δικηγόρος από το Λιδωρίκι. Ίσως και η Ελευθεροτυπία θα έπρεπε να ξεχωρίσει τι θα δημοσιεύσει και τι όχι!». Προσπαθώ, πολύ γρήγορα να σημειώνω/καταγράφω τον διάλογο στα χαρτιά μου, καθώς ο Κορνήλιος με κοιτάει, και όσο μπορώ να συμμετέχω και να τον κοιτάω ξανά στα μάτια!
  «Έστειλα κι εγώ κύριε Καστοριάδη ένα άρθρο, που το δημοσίευσαν με τίτλο: Ας αφήσουμε τον φιλόσοφο», λέω, καθώς ακούει με έκπληξη και απαντάει: «Εσύ είσαι συγγραφέας, κύριε Ελέα!»
  «Νιώθετε Έλληνας ή Γάλλος;» τον ρωτάμε.
  «Ε ναι, έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εκεί».
  «Εσείς θαυμάζετε τον εαυτό σας;» τον ρωτάει η Έλλη. Γελάει και λέει: «Μα τι περίεργη ερώτηση είναι αυτή!» και με λίγο ντροπαλό ύφος διερωτάται:
  «Πώς μπορώ να θαυμάζω τον εαυτό μου;»
  «Θα μπορούσατε να είστε ναρκισσιστής με τις ιδέες;» συμπληρώνει η ίδια.
  «Οι ιδέες για μένα είναι μία ευχάριστη έκπληξη και όταν γράφω κάτι, εδώ σταματάω και λέω: Εδώ είναι κάτι». Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, θέλει να πει: μπορεί να είμαστε οι άνθρωποι ναρκισσιστές με το φαγητό, αλλά όχι ναρκισσιστές με τις ιδέες.
  Κοιτάω από το παράθυρο τούτου του γραφείου, υπάρχει ένας περιστερώνας από πηλό. Δηλώνει οικειότητα και έχει πολύ γλυκιά φυσιογνωμία. Με ενδιαφέρον ακούει, δείχνει πως αγαπάει πολύ την Ελλάδα, θέλει πάντα να μαθαίνει για τα νέα παιδιά και κάποιος καθηγητής του λέει πως «πετάνε τα νέα παιδιά, πιάνουνε πουλιά στον αέρα και αργότερα ίσως πιάσουν μια δουλειά σε μια σταλινική υπηρεσία ή σε κάποια άλλη δημόσια υπηρεσία».
  Δείχνει πως αγαπάει και το μαγευτικό Παρίσι. Μας μεταφέρει πως «ο Πικάσο είπε πως το Παρίσι είναι καζάνι που βράζει και τώρα που κατέβηκε από τη φωτιά συνεχίζει ακόμη. Υπάρχει εκεί ένα ευνοϊκό κλίμα για τη φιλοσοφία». Ρωτάω αν η Γερμανία συνεχίζει επίσης αυτήν την παράδοση, π.χ. ο φιλόσοφος Habermas.
  «Μπα, ούτε και ο Habermas!»
  Μας μιλάει για την Ελλάδα, τον Αριστοτέλη. Τα χέρια του κάνουν διάφορες κινήσεις και νεύματα, σαν να προσπαθεί να ομορφύνει τα νοήματα που συνθέτει και συνεχίζει: «Ο Αριστότελης είναι τρομερός. Ακόμη και στη φιλοσοφία της φυσικής μπορεί να πάρεις κάτι, π.χ. έγραψε: Το Άπειρο μόνο δυνάμει υπάρχει»· σιγά-σιγά ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο γραφείο του, σιγά-σιγά μιλάει αργά και αφήνει χρόνο ανάμεσα στις λέξεις.
  Μετά από λίγη ησυχία, λέω: «παιδιά, να φεύγουμε» και σηκωνόμαστε όλοι πάνω. Βγάζουμε μερικές φωτογραφίες με νέο φίλμ και μας ξεπροβοδίζει λέγοντας: «Φροντίστε να μείνετε εδώ και να με πάρετε τηλέφωνο αύριο να πάμε για μπάνιο μαζί, όπου και θα μπορούμε να συζητήσουμε και άλλα πολλά».
  Είμαστε όλο χαρά! Είμαι όλο χαρά!
  Πηγαίνουμε πάλι στην κυρία Βαγγελιώ, ώστε να βρούμε κάπου να μείνουμε. Κάθε πέτρα της Τήνου είναι ένα καλλιτέχνημα. Κάθε πέτρα της Τήνου είναι όλο χαρά. Η Τήνος έχει επίσης ωραίες παραλίες. Όπως είπε και ο Κορνήλιος: «Παίρνω το αμάξι και πηγαίνω όπου τύχει, όπου έχει παραλία».
  Σκέφτομαι για λίγο ότι μας μίλησε με αγάπη για την κυρία Βαγγελιώ, απ’ όπου τηλεφωνήσαμε. «Είναι πανέξυπνη. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα μπορούσε να είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου». Για να το λέει ο Κορνήλιος κάτι θα ξέρει. Έτσι και έγινε. Η κυρία (καθηγήτρια) Βαγγελιώ μας βρήκε ένα στούντιο για να μείνουμε λίγες ημέρες εδώ, στο ίδιο χωριό με τον Καστοριάδη.
  Μετά από λίγο περπάτημα σε δρομάκια στενά, που μοιάζουν με δρομάκια του Tολέδο, με τον Πάνο και την Έλλη γεμάτους χαρά, φτάνουμε στο υπέροχο στούντιο. Εγώ κάθομαι σε μία γωνιά για λίγη ώρα, ώστε να ξανακοιτάξω τις «Σημειώσεις από τη Συνάντηση» και να προσθέσω τίποτα λέξεις που λείπουν, τώρα που όσα ειπώθηκαν είναι φρέσκα στο μυαλό μου, σαν ψωμί που μόλις βγήκε από τον φούρνο!
  Σκεφτόμαστε όχι μόνο να ξανάρθουμε εδώ, αλλά να αγοράσουμε όλοι μαζί και ένα μικρό σπίτι στον Τριπόταμο. Φάγαμε και ξαπλώσαμε.
  «Ο Κορνήλιος έμοιαζε με τον Αϊνστάιν με το σορτσάκι που φορούσε», υποστηρίζει ο Πάνος. «Ήταν ο τέλειος οικοδεσπότης, χωρίς προειδοποίηση», συμπληρώνει η Έλλη. Μας φρόντισε σαν αρχαίος Έλληνας δάσκαλος, που «έπρεπε να διδάξει τους νεότερους». «Με το σορτσάκι και με το φανελάκι έμοιαζε να είναι πιο έξυπνος από τον Αϊνστάιν», τους λέω. Τι άραγε θα σκέφτηκε για μας; Σίγουρα, φαινόταν η αθωότητά μας συμφωνήσαμε λίγο πολύ όλοι· και ότι ήταν ένας άριστος συζητητής. Ένας άριστος συζητητής από κάποιον διάλογο του Πλάτωνα.