Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 9

Η πρώτη δοκιμασία του Νικόλαου Κάλας

του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

Ένας υπερρεαλιστής, κομμουνιστής και ελευθεριάζων
στην Αθήνα της δεκαετίας του 1930
 
«Νικήτα Ράντο, δεν μ’ ακούς;
Το Τριάντα τρία η πρώτη σου ποιητική δοκιμασία.»

Ο Νικόλαος Κάλας εμφανίστηκε στη δημόσια σκηνή της Ελλάδας ως αρθρογράφος, κριτικός και ποιητής την εποχή ακριβώς που η Αθήνα (για λίγο) έπαυε, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ελύτη, να είναι πνευματική επαρχία – σε κάποιον βαθμό χάρη και στην ενεργό δίκη του παρουσία. Η «κριτική» υποδοχή, ωστόσο, που επιφυλάχθηκε από τους συγχρόνους του κατά την πρώτη κιόλας ανάγνωση του ποιητικού του έργου του Κάλας θα ήταν ικανή να απελπίσει ακόμα και τον πιο βέβαιο για τις ικανότητες και τις δυνάμεις του νέο δημιουργό. Και μόνο οι αριθμοί των αντιτύπων που τύπωσε τα ποιητικά του βιβλία είναι δηλωτικοί της αντιμετώπισης που βρήκε στα πρώτα βήματά του, πόσο μάλλον οι κριτικές που γράφτηκαν γι’ αυτά.

Είναι γνωστοί οι βιτριολικοί χαρακτηρισμοί του Ανδρέα Καραντώνη αλλά και του Θεόδωρου Ξύδη που ακολούθησαν την έκδοση των πρώτων ποιημάτων του, σε 200 αντίτυπα, τον Οκτώβριο του 1932: υπερμοντέρνος λόγιος, άκριτος θιασώτης και κακός εφαρμοστής κάθε μοντερνισμού, πλάστης φιλολογικών παραλογισμών ανεύθυνος και κάποτε διασκεδαστικός, άμορφος σωρός από κακογραμμένες φράσεις, πλούσιος, κεφαλαιοκράτης, τα βάρβαρα, τα κακογραμμένα, τα παρδαλά, τ' ασυνάρτητα ποιήματα που ξεφουρνίζει είναι τα συμβολικά λουλούδια της γενικής του κακομοιριάς, σερβίρει ρωσική σαλάτα, αμάθεια, έλλειψη γούστου, ανικανότητα, ουροπότιστη αισθητική,  ο πιο αχαλίνωτος εκπρόσωπος της νεοελληνικής ποίησης. Δεν ήταν «μη ευνοϊκή υποδοχή», θα πει ο ίδιος ο Κάλας σε συνέντευξή του τον Ιούνιο του 1981, ήταν γέλια και καγχασμοί και δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής στα λόγια του. Το πιο ορατό αποτέλεσμα αυτής της κατακραυγής ήταν ότι οι επόμενες τέσσερις ποιητικές πλακέτες που τύπωσε ο Κάλας από τον Μάιο του 1933 ως τον Νοέμβριο του 1936 βγήκαν σε εξήντα (το Τετράδιο Α΄), σε πενήντα (το Τετράδιο Β΄ και το Τετράδιο Γ΄) και η τελευταία (το Τετράδιο Δ΄) σε τριάντα μόλις αντίτυπα, όλα εκτός εμπορίου.

Παρόμοιες αντιδράσεις βέβαια προκάλεσαν, όπως είναι γνωστό, τα πρώτα βιβλία και των άλλων ελλήνων υπερρεαλιστών – πλην του Ελύτη – που εμφανίστηκαν μερικά χρόνια αργότερα από τον Κάλας. Διηγείται ο Ανδρέας Εμπειρίκος για το πρώτο δικό του βιβλίο: «Η Υψικάμινος, που κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα, εξαντλήθηκε όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από έναν παράφρονα. […] Ανεφέροντο φράσεις από ανθρώπους οι οποίοι ήθελαν να εμπαίξουν ή να χλευάσουν τον γράψαντα». Και ο Νίκος Εγγονόπουλος για τη συλλογή του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν: «Με την εμφάνιση του βιβλίου, το σκάνδαλο το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. […] Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη». Τέτοια, άδικη, σκληρή και εμπαικτική, ήταν η υποδοχή που επιφύλαξε η ελληνική κριτική και σ’ του Νικόλα Κάλας το ποιητικό έργο, στις λίγες βέβαια περιπτώσεις που δεν επέδειξε τη συνήθη για τα δεδομένα της σιωπή και αδιαφορία.

Κι αν σε κάτι διαφέρει, με οδυνηρό χωρίς αμφιβολία τρόπο, η περίπτωση του Κάλας απ’ αυτές των υπολοίπων πρωτοποριακών ποιητών της γενιάς του ’30 (αλλά και άλλων εποχών), δεν είναι τόσο στο ίδιο το γεγονός ή στο μέγεθος της απόρριψής του ως ποιητή από τους έλληνες συντηρητικούς κριτικούς και τους άλλους σύγχρονούς του δημιουργούς• κι ας ήταν η ιδιότητα του ποιητή αυτή ακριβώς που θεωρούσε ως το τέλος της ζωής του ως την πιο πολύτιμη απ’ όσες κατά καιρούς είχε. Αυτό που κυρίως πίκρανε, απογοήτευσε και εξόργισε τον νεαρό ποιητή ήταν η άρνηση και των πιο στενών ακόμη φίλων του να υπερασπίσουν ή έστω να αναγνωρίσουν τη γνησιότητα της προσφοράς του. Αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος, ή ίσως ένας από τους κυριότερους, που τον οδήγησε λίγο αργότερα στην αμετάκλητη απόφασή του να εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα. Είκοσι πέντε χρόνια σχεδόν μετά το γεγονός έγραφε στον Νάνο Βαλαωρίτη: Όταν άφησα την Ελλάδα με την πρόθεση να μην ξαναζήσω πια εκεί ήμουν πολύ πικραμένος από την ψυχρή υποδοχή που δέχτηκαν τα πρώτα ποιήματά μου. Και στα τέλη πια της ζωής του, το 1981, με συγκινητική επιμονή επιβεβαίωνε την ίδια αλήθεια: Ήθελα να φύγω από την Ελλάδα επειδή ήμουν δυσαρεστημένος και απογοητευμένος από την αποτυχία που είχαν τα ποιήματά μου. Ακόμη και οι πιο στενοί μου φίλοι με είχαν απαρνηθεί.

Ένας από αυτούς τους φίλους, ο Ελύτης, με τον οποίο ωστόσο ποτέ δεν ανέπτυξαν στενή φιλία, όπως με τους σιωπώντες Θεοτοκά, Δημαρά, Τσιριμώκο και Καπετανάκη, αλλά διατηρούσαν πάντα αμοιβαία εκτίμηση, δίνει στο Χρονικό μιας δεκαετίας ένα ωραίο πορτραίτο του Νικόλα Κάλας εκείνων των χρόνων «λησμονώντας» όμως κι αυτός τους λόγους που τον κράτησαν σε απόσταση από τους υπόλοιπους δυνητικούς συνοδοιπόρους. Υπήρχε ακόμη και ο Νικήτας Ράντος, θυμάται ο Ελύτης. Αλλά εκείνος δε μας πλησίασε ποτέ, ή εμείς δεν τον πλησιάσαμε, ή και τα δύο, δε θυμάμαι πια. Τα ποιήματα που τύπωνε σε μικρά χρωματιστά τετράδια έξω από το εμπόριο μού έκαναν πάντοτε μεγάλη εντύπωση, και μερικά απ’ αυτά, όπως το «Δίχως τη Ρουθ και τη Βάλια», τ' αγαπούσα, τα ‘λεγα και τα ξανάλεγα. […] Αλλά ήταν εριστικός και πολυτάραχος, η συμβίωσή του με τους συντηρητικούς του περιοδικού αργά-γρήγορα θα οδηγούσε σε καβγάδες. Με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος γέμιζε τα περιοδικά με λιβέλους πύρινους και κριτικές ανελέητες. Και μήτε που μπορούσες να τον πιάσεις σε τίποτε. Ήταν ο πιο πληροφορημένος, ο πιο δεινός βιβλιοφάγος της διεθνούς αγοράς. Πολύ προτού τον γνωρίσω προσωπικά τον παρακολουθούσα παντού, στους δρόμους, στο προαύλιο του Πανεπιστημίου, στις αίθουσες των διαλέξεων, να κυκλοφορεί με άνεση και κάποια προκλητικότητα στο ύφος και στο ντύσιμο, πανύψηλος καθώς ήτανε, με άταχτο μαλλί, χτυπητά χρωματιστά πουκάμισα και ρολογάκι στην κομβιοδόχη.

Ακόμα λοιπόν και από τους υπόλοιπους ντόπιους υπερρεαλιστές (ή απλώς συμπαθούντες) ποιητές διέφερε τόσο, για να γίνει θα ‘λεγες ακόμη πιο μοναχική και τελικά αφόρητη η πορεία του, ώστε να μη σταθεί δυνατή οποιαδήποτε ουσιαστική συνεργασία μαζί τους παρά μόνο αφού είχε ήδη αναχωρήσει για το Παρίσι. Τότε πια  έδωσε κάποιες μεταφράσεις του ποιημάτων τού Μπενζαμέν Περέ για τον συλλογικό τόμο που έβγαλε η άτυπη ελληνική υπερρεαλιστική ομάδα στις εκδόσεις Γκοβόστη με τον τίτλο Υπερεαλισμός και υπήρξε για λίγο ένα είδος συνδέσμου ανάμεσα στους έλληνες και τους γάλλους ομοϊδεάτες δημιουργούς. Ήταν η εποχή που ετοίμαζε το γραμμένο στα γαλλικά μεγάλο θεωρητικό έργο του Εστίες πυρκαγιάς, η έκδοση του οποίου λίγο αργότερα, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, αγνοήθηκε παντελώς από τους έλληνες φίλους – με την εξαίρεση για άλλη μια φορά του Οδυσσέα Ελύτη.

Από τη μία μεριά ήταν η δυσπιστία του προς τις αρχές του πρώτου μανιφέστου όσον αφορά την αυτόματη γραφή, που οι Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Γκάτσος αλλά και ο Ελύτης συνέχιζαν σε μεγάλο βαθμό να εμπιστεύονται και να εφαρμόζουν που τον απομάκρυναν από την ελληνική ομάδα (εγώ μπήκα στον υπερρεαλισμό την εποχή του ’30 και ήμουν επηρεασμένος από το δεύτερο μανιφέστο, που μπορούμε να πούμε ότι διακήρυσσε έναν «αντικειμενικό» υπερρεαλισμό, σ’ αντίθεση με τον «υποκειμενικό». Όλοι οι άλλοι Έλληνες υπερρεαλιστές ήταν με την άλλη ομάδα, των «υποκειμενικών», το μοντέλο τους ήταν ο δήθεν αυτοματισμός). Και από την άλλη η ολοκληρωτική εκ μέρους του υιοθέτηση της υπερρεαλιστικής γραμμής όσον αφορά την καθολική επανάσταση στη ζωή και την τέχνη, τις πολιτικές αντιλήψεις και τη διεθνιστική οπτική, όταν οι υπόλοιποι άφηναν σιωπηρώς στην άκρη κατά το μάλλον ή ήττον την επαναστατική πολιτική και προσανατολίζονταν προς μια στενά εθνική και καλλιτεχνική ερμηνεία και χρήση του υπερρεαλισμού, τον απομόνωσαν ακόμη περισσότερο από τους φυσικούς του συμμάχους.

«Δε χρειάζεται βαθιά φιλοσοφική γνώση για ν’ αντιληφθεί κανένας
πως σ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι ο άνθρωπος που ενδιαφέρει.»

Ίδια, και ενδεχομένως ακόμη χειρότερη λόγω του επικρατούντος πολιτικού φανατισμού, ήταν η αντιμετώπιση που βρήκε ο Κάλας και από τους άλλους φυσικούς του επίσης συμμάχους, τους κομμουνιστές και γενικότερα τους αριστερούς διανοούμενους της εποχής. Η πολιτική του συνειδητοποίηση συνέβη κατά τα φαινόμενα αρκετά νωρίς στη ζωή του και πολύ νέος ακόμα τοποθετήθηκε ανεπιφύλακτα στις γραμμές των κομμουνιστών, γεγονός που του δημιούργησε και κάποια προβλήματα κατά τα χρόνια των σπουδών του. Σ’ αυτήν την ψευτοκοινοβουλευτική εποχή οι δάσκαλοι φοβούνται να εγγραφούν στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και οι φοιτηταί τρέμουν μη τυχόν η πρυτανεία μάθει ότι είναι μέλη της Φοιτητικής Συντροφιάς, όπως σχολίαζε το 1930 την επικρατούσα τότε κατάσταση. Ο ίδιος ωστόσο δεν φοβήθηκε ούτε το ένα ούτε το άλλο, όπως δεν φοβήθηκε και τη χρήση της δημοτικής στα φοιτητικά του γραπτά, κι ας ήταν βέβαιη ένδειξη κομμουνιστικής επιρροής για τους τότε κρατούντες, ή τη μαχητική αρθρογραφία σε αριστερά έντυπα των καιρών εκείνων.

Η συνεργασία του με τον αριστερό περιοδικό τύπο της εποχής ξεκίνησε πράγματι αρκετά νωρίς τόσο με ποιήματα όσο και με θεωρητικά δοκίμια και κριτικά άρθρα. Κι αν τα δεύτερα δεν προκαλούσαν τον πρώτο καιρό καμία ρωγμή ή ανησυχία στην ορθόδοξη κομμουνιστική γραμμή, δεν ισχύει το ίδιο και για τα ποιήματά του εκείνης της εποχής. Σε άρθρο του στον Νουμά θα υπερασπιστεί ως Μ. Σπιέρος την επίσημη «προλεταριακή τέχνη» της ορθόδοξης αριστεράς έναντι της μοντέρνας τέχνης με χαρακτηριστική μαχητική διάθεση: τη Μοντέρνα τέχνη πρέπει να πολεμήσουμε με την Προλεταριακή τέχνη, που με τα μαστίγιά της θα γκρεμίσει τα πολυέλαια πίσω από τα οποία αεροβατώντας κιόλας αρχίζουν να κρύβουνται οι αντίπαλοί μας! Την ίδια όμως χρονιά, το 1931, που ως Σπιέρος υπεράσπιζε τον αφελή ρεαλισμό της προλεταριακής τέχνης η Συντακτική Επιτροπή των Πρωτοπόρων βρέθηκε σε αμηχανία σχετικά με ένα ποίημα που έλαβε για δημοσίευση από τον συνεργάτη του περιοδικού Νικήτα Ράντο, για να αρνηθεί τελικά τη δημοσίευσή του: Οι γνώμες της Συνταχτικής Επιτροπής για τη «Διαδήλωση» ήταν αλληλοσυγκρουόμενες. Θα μελετηθεί όμως λεπτομερειακά και θα σας πούμε στο επόμενο φύλλο. Κείνο πούναι βέβαιο είναι πως πρόκειται για μια γερή προσπάθεια, η πρώτη ίσως, στο είδος αυτό στην Ελλάδα. Τολμηρή, πολύ τολμηρή, τόσο στη σύλληψη όσο και στη γραφή. Ασφαλώς κανένας εργάτης δε μπορεί να το νιώσει, κι αυτό μας κάνει πιότερο διστακτικούς.

Πολύ γρήγορα πάντως, όσον αφορά τουλάχιστον τις καλλιτεχνικές προτιμήσεις, ο ορθόδοξος κομμουνιστής Μ. Σπιέρος ευθυγραμμίστηκε με τον πρωτοποριακό αιρετικό μαρξιστή Νικήτα Ράντο, για να μην αργήσει μάλιστα και να τον ξεπεράσει. Ενώ δηλαδή στα αισθητικά και κριτικά του μελετήματα ενδιαφέρεται και υποστηρίζει τον υπερρεαλισμό (όπως και τον φροϋδισμό) ήδη από το 1932, και την αυτονομία της τέχνης από νωρίτερα, στα ποιήματά του ο υπερρεαλισμός δεν θα εμφανιστεί πριν τη δημοσίευση του Συμβολαίου με δαίμονες το 1936. Ιδού πως ο ίδιος εξηγεί το παράδοξο του πράγματος λίγο καιρό αργότερα: Ξέρω πως από τη μέρα που πίστεψα πως ο υπερεαλισμός είναι η μόνη λύση, ως τη μέρα που έγινα υπερεαλιστής, πέρασε αρκετός καιρός. Οι προλήψεις, οι προκαταλήψεις, συνήθειες διανοητικές βαθύτατα ριζωμένες, είναι επιστρώματα πνευματικών καθαρσιών, που για να τα τινάξουμε από πάνω μας πρέπει να συγκλονισθούμε ολόκληροι. Και ο συγκλονισμός δεν πρέπει να γίνει μια φορά, αλλά να συνεχίζεται αδιάκοπα.

Όπως και να ‘χει πάντως, το γεγονός είναι ότι η προσπάθεια του Κάλας να εξηγήσει την καλλιτεχνική δημιουργία συνδυάζοντας σε ένα ενιαίο και λειτουργικό θεωρητικό σχήμα τον μαρξισμό, τον φροϋδισμό και την ανθρωπολογία του Μαλινόφσκι δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτή ως νόμιμη από καμία πολιτική ορθοδοξία της εποχής. Και ακόμη περισσότερο ίσως από την κομμουνιστική ορθοδοξία του ’30 που αναγνώριζε ως πρωτοποριακή τέχνη αποκλειστικά και μόνο την προλεταριακή τέχνη, δηλαδή τον αφελή ρεαλισμό, ο οποίος πριν περάσει καν μια πενταετία θα περιοριζόταν ακόμη περισσότερο με τη διατύπωση του δόγματος περί σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Σε ένα τέτοιο λοιπόν ασφυκτικό πλαίσιο, αιρετικές απόψεις και ακόμη περισσότερο αποφασιστικές απόπειρες αυτόνομου στοχασμού σαν του Κάλας είναι αναμενόμενο ότι δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτες. Πόσο μάλλον που ο ίδιος ο Κάλας δεν περιοριζότανε στην ανώδυνη ερμηνεία καλλιτεχνικών ή θεωρητικών ζητημάτων, αλλά εννοούσε, όπως και οι υπερρεαλιστές εξάλλου, να εφαρμόζει την επαναστατική του μέθοδο τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Όπως θα το δηλώσει απερίφραστα στον Κύκλο το 1933: Είμαι κομμουνιστής στις πολιτικές μου πεποιθήσεις, ο υπερρεαλισμός με ενδιαφέρει στην τέχνη, και στη ζωή περιφρονώ πολλούς ηθικούς κανόνες. Θεωρητικά προσπαθώ να συνδυάσω όλα αυτά με μιαν ενιαία εξήγηση.

Το 1933 ήταν ακριβώς η χρονιά στα τέλη της οποίας διακόπηκε οριστικά η συνεργασία του Νικόλαου Κάλας με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, που ήταν το επίσημο λογοτεχνικό όργανο της αριστεράς και του οποίου τόσο η συντακτική επιτροπή όσο και οι αναγνώστες ήδη από την προηγούμενη χρονιά ενοχλούνταν από τις ριζοσπαστικές ερμηνείες, τις φροϋδομαρξιστικές αναλύσεις και τις υπερρεαλιστικές αντιλήψεις του Μ. Σπιέρου, τις οποίες ερμήνευσαν κατά πάγια τακτική ως αστικές εκδηλώσεις. Ο Κάλας θα στραφεί για λίγο προς την τροτσκιστικών κατευθύνσεων Νέα Επιθεώρηση, ακολουθώντας ενδεχομένως την ανάλογη στροφή τού Μπρετόν προς τον Τρότσκι, και κατόπιν σε διάφορα άλλα περιοδικά, συναντώντας όμως, κατά τα φαινόμενα, όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθειά του να δημοσιεύσει τα άρθρα και τις κριτικές του. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης το γεγονός ότι σε περισσότερες από σαράντα δημοσιεύσεις ποιημάτων, πεζών και μεταφράσεών του από το 1929 έως το 1933 αντιστοιχούν λιγότερες από δεκαπέντε κατά την επόμενη τετραετία, για να φτάσει να παραδεχτεί τελικά ο Κάλας σε επιστολή του προς τον Γιώργο Θεοτοκά το 1938: ξέρεις πόσο λίγη πέραση έχουν οι κριτικές μου που δεν μπορώ να δημοσιεύσω πουθενά. Λίγους μήνες αργότερα θα φύγει για τη Γαλλία.

«Νικήτα Ράντο, γιατί δεν απαντάς;»

Έτσι τελειώνει η πρώτη φάση της ελληνικής περιπέτειας του Ράντου – Σπιέρου – Καλαμάρη, μες στην απόλυτη απογοήτευση και απελπισία και στη σχεδόν ολοκληρωτική άρνηση φίλων, συντρόφων και συνοδοιπόρων να δεχτούν και να αναγνωρίσουν την πνευματική του προσφορά. Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσει πάλι ο Nicolas Calas, εκκεντρική αυθεντία σε θέματα τέχνης πια στην Αμερική, την επιστροφή του στην Ελλάδα, για μια επίσκεψη όμως, όπως σπεύδει να διευκρινίσει σε γράμμα που έστειλε το 1951. Και θα περάσουν ακόμη περισσότερα μέχρι να αποφασίσει να δώσει νέα ποιήματα για δημοσίευση σε ελληνικό περιοδικό – και πιθανότατα δεν θα το έκανε, αν δεν του το ζητούσε ο φίλος του ο Νάνος Βαλαωρίτης το 1960 για το πρωτοποριακό περιοδικό που ετοίμαζε, το Πάλι.

Ο πραγματικός, ωστόσο, συγγραφικός νόστος του στην Ελλάδα δεν επιχειρήθηκε παρά δεκαπέντε-είκοσι χρόνια αργότερα με την εκ νέου παρουσίαση των ποιημάτων του με πρόλογο του Ελύτη και λίγο αργότερα των πρώιμων ελληνικών μελετημάτων του με επιμέλεια του Αλέξανδρου Αργυρίου. Και στις δύο όμως αυτές περιπτώσεις, αν όχι και στις τρεις, οι παρουσιαστές του έργου του παρασιώπησαν ή λησμόνησαν ότι παρουσίαζαν έναν ζωντανό και δραστήριο συγγραφέα, που ως Nicolas Calas ζούσε και δημιουργούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και αρκέστηκαν να δεξιωθούν μια ιστορική φιγούρα των ελληνικών γραμμάτων, τον προδρομικό ποιητή της γενιάς του ‘30 Νικήτα Ράντο και τον αριστερών αντιλήψεων κριτικό Μ. Σπιέρο.

Χρειάστηκε να φτάσουμε αισίως στην τρίτη εν Ελλάδι ανάγνωση του έργου του (στα χρόνια μας) για να αρχίσει να αντιμετωπίζεται επιτέλους ο τρισυπόστατος Ράντος – Σπιέρος – Καλαμάρης ως ένας δημιουργός, Νικόλας Κάλας πια, και το έργο του ως μια ενιαία χειρονομία κι ας μην έχουμε ακόμα το σύνολο των δημοσιευμάτων του μεταφρασμένο στη γλώσσα μας. Κι έτσι όμως μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε αυτήν τουλάχιστον την τρίτη φάση υποδοχής του το έργο του θα μελετηθεί και θα κριθεί, όπως είναι δίκαιο να γίνεται, δηλαδή ολοκληρωμένο. Και μόνο το γεγονός πάντως ότι, εβδομήντα χρόνια μετά την οριστική του αναχώρηση από την Ελλάδα και είκοσι χρόνια ύστερα από τον θάνατό του στη Νέα Υόρκη, συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον δικαιώνει την προσωπική του πεποίθηση στην αξία και στη διάρκεια της δουλειάς του.

Αραχνοΰφαντο λόγο πλέκουν στον ουρανό
τ’ ανεμοδαρμένα κλωνάρια της Πενσυλβανίας
στο σχεδιάγραμμά τους διαβάζω το άγνωστον.
Νησιώτης ποτισμένος στο σεληνόφως λιοδέντρων
επαναστάτης, μετανάστης, επαγγέλλομαι
τον ονειροκρίτη. Μελετώ Μάγους
τον Van Eyck και τον Bosch, τον Breton
και τον Duchamp. Χαιρετώ άθεους Βουδιστές
του Colorado, αναρχικούς κι αιρετικούς.
Γιορτάζω το ηλιοστάσιον και την επέτειο
κάθε Κομμούνας. Σέβομαι τη σκιά του Άθωνα
τις πυραμίδες, την Αφροδίτη.
Χάνομαι στο πλήθος, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
στις αρτηρίες της Βαβυλώνας
στην παλάμη του μέλλοντος.