Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Η μπαλάντα του κρεμασμένου ή Ρ. Ρ. Δ. Ρ. - Κυριάκος Μαργαρίτης

 
Τέλειωσα τον καφέ μου, τσάκισα το καλαμάκι και έκανα νόημα στο σερβιτόρο για να πληρώσω. Στην καφετέρια Οκτάνα, σε ένα παλιό αποικιακό κτήριο στην Παλιά Λευκωσία, το φραπέ κόστιζε πέντε ευρώ.
Αναρωτήθηκα αν ο ιδιοκτήτης είχε ακούσει για την οικονομική κρίση και άφησα ένα ευρώ φιλοδώρημα, έτσι, για το γούστο.
Έφυγα από την εσωτερική αυλή, ανέβηκα τη μεταλλική σκάλα που οδηγούσε πίσω στον προθάλαμο του κτηρίου, κοντοστάθηκα πάνω από τους πάγκους με τα βιβλία. Ο Μέγας Ανατολικός, Πλους Αεροστάτου, Οκτάνα.
Όσο έπαιρνα τις τελευταίες δόσεις του κλιματισμού, προτού γλιστρήσω στη μέγιστη λάβρα ενός καλοκαιριάτικου μεσημεριού στη Λευκωσία, ξεφύλλισα τα βιβλία, κοίταξα κάτι φωτογραφίες του Εμπειρίκου, έγνεψα ικανοποιημένος.
Ο Αντρέας Εμπειρίκος, ναι. Ο μόνος άνθρωπος που κατάλαβε εγκαίρως ότι το ντιβάνι δεν φτιάχτηκε για να λέμε μαλακίες σε έναν αόρατο τύπο με σημειωματάριο αλλά για να πηδάμε θριαμβευτικά και θαυμάσια τις βασίλισσες του χορού και των χωρών αυτού του κόσμου.
Ωραίος τύπος.
Υποκλίθηκα νοερά και βγήκα στα στενά της Παλιάς Πόλης. Κατευθύνθηκα προς την Τάφρο Ντ’ Αβίλα, κάτω από τα Μεσαιωνικά Τείχη, στο χώρο στάθμευσης με τα ηλεκτρονικά παρκόμετρα.
Ώσπου να μπω στο Fiat είχα την εντύπωση ότι άλλαξα τρεις στρώσεις δέρματος, κάτι που δεν απείχε και πολύ απ’ την πραγματικότητα. Όταν μπήκα στο Fiat, για κάποιο περίεργο λόγο σκέφτηκα τα βραστά κοτόπουλα που έφτιαχνε η γιαγιά μου για να συνοδεύσει τα μακαρόνια α λα κυπριακά κάθε Χριστούγεννα.
Μου κόπηκε η όρεξη.
Άνοιξα τον κλιματισμό, τα παράθυρα, τα μάτια και το στόμα, δεν ούρλιαξα, έβαλα μπροστά τη μηχανή και ανηφόρισα προς την λεωφόρο Μακαρίου. Έφτασα μέχρι το Στρόβολο και την οδό Κένεντι.
Έκλεισα πάλι τα τζάμια αλλά η λάβρα επέμενε, ας είχα στο φουλ τον κλιματισμό. Δεν ήταν και τίποτα καινούριο, βέβαια. Είχα επισκεφτεί τόσες πολλές φορές στη ζωή μου τη Λευκωσία ώστε ήξερα ότι οι δικοί της νόμοι αψηφούσαν και την τεχνολογία και τη φύση.
Εξαιρετική πόλη, η πιο καυτή πρωτεύουσα της Ευρώπης. Η πιο εξωτική. Η πιο μπασταρδεμένη. Η πιο μοιρασμένη.
Ναι.
Η Λευκωσία είχε ένα σωρό ιδιαιτερότητες. Ήταν όλη μια ιδιαιτερότητα. Λίγο ακόμα και θα ένιωθα τυχερός.
Αλλά δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι, ως συνήθως, είχα χαθεί. Α, η Λευκωσία. Η πρωτεύουσα με τη χειρότερη ρυμοτομία της Ευρώπης. Γαμημένοι μονόδρομοι.
Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, μπροστά στο πρώτο ψιλικατζίδικο που βρήκα, άφησα αναμμένη τη μηχανή, κατέβηκα, ρώτησα πώς στο διάολο μπορούσα να φτάσω στις Κεντρικές Φυλακές.
Ο περιπτεράς γέλασε περιφρονητικά, όπως ακριβώς το περίμενα. Ήξερα ότι ήμουν πολύ κοντά στον προορισμό μου. Ήξερα, επίσης, ότι με όλους εκείνους τους μονόδρομους και τις αναγκαστικές αλλαγές πορείας, ήταν σχεδόν αδύνατο να φτάσω στον προορισμό μου.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι όποιος σχεδίασε τους δρόμους αυτής της πόλης ήθελε να κάνει μια διδακτική φάρσα στους κατοίκους. Ήθελε να τους υπενθυμίζει ότι η ρυμοτομία της πόλης σχεδόν συμβόλιζε την Πράσινη Γραμμή.
Τα οδοφράγματα. Τα τέρματα. Τα τείχη.
Μονόδρομος.
Σκατά.
Οι κοντινοί προορισμοί της Λευκωσίας. Οι απρόσιτοι προορισμοί.
Και πάει λέγοντας.
Φρόντισα να απομνημονεύσω τις οδηγίες του περιπτερά, γύρισα στο αυτοκίνητο, άνοιξα το ντουλαπάκι και διάλεξα μια κασέτα με τραγούδια από τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. κατά των Εγγλέζων, το 1955.
Ναι.
Τα κάνω κάτι τέτοια όταν θέλω να δημιουργήσω ατμόσφαιρα, να μπω στο κλίμα. Στη δική μου περίπτωση, το μελόδραμα δεν είναι ταμπού, κάθε άλλο. Στην εποχή μας, αν μπορείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, το μελόδραμα μπορεί να είναι το τελευταίο καταφύγιο ευαισθησίας.
Αν δεν είσαι ψύχραιμος, γίνεται συναισθηματισμός, γλυκανάλατη μπούρδα και ψέματα. Ντιβάνι για μαλακίες αντί για έρωτες.
Με τα μελοδραματικά μελοποιημένα ποιήματα νεκρών αγωνιστών, έφτασα ως το προαύλιο των φυλακών και πάρκαρα σε μιαν αλάνα έξω από την εξωτερική πύλη. Ήξερα ότι είχα κάμποσο περπάτημα αλλά δεν μ’ ένοιαζε.
Αγνόησα τον σκοπό στο κουβούκλιό του και βάδισα ως το παράπηγμα όπου μερικοί φρουροί έπιναν καφέδες και κάπνιζαν.
Μου έκαναν έναν πρόχειρο έλεγχο, έβαλαν σε μια θυρίδα την τσάντα μου και επεσήμαναν ότι ο αξιωματικός που έκανε την ξενάγηση είχε σχολάσει. Απάντησα ότι δεν χρειαζόμουν ξενάγηση και άρχισα να περπατώ ως τον παράδοξο και στοιχειωμένο προορισμό μου.
Τα Φυλακισμένα Μνήματα.
Ήταν τα κρατητήρια όπου έριχναν οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες τους μελλοθάνατους αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. Σήμερα, τα κρατητήρια έχουν μεγαλώσει και έχουν γίνει οι Κεντρικές Φυλακές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αλλά ο συγκεκριμένος χώρος, τα κελιά των μελλοθανάτων, η εσωτερική αυλή, η κάμαρα της αγχόνης και τα μνήματα έχουν διατηρηθεί και έχουν μετατραπεί σε ένα είδος μουσείου.
Η ρυμοτομία, εδώ, είναι πιο ορθολογική. Πιο λειτουργική. Ο επισκέπτης ακολουθεί τη διαδρομή των αγωνιστών. Πρώτα, μπαίνεις στο χώρο των κελιών. Οι βαριές ατσάλινες πόρτες, τα σιδερόφρακτα παράθυρα, ο πάγκος, οι τοίχοι, η ασφυξία.
Ήταν παράξενο που ήμουν μόνος, δεν είχα έρθει ποτέ μόνος σ’ εκείνο το μέρος. Εκτός από τις σχολικές εκδρομές, όλες τις άλλες φορές που είχα επισκεφθεί τα Φυλακισμένα Μνήματα ήταν για να ξεναγήσω κάποιο φίλο από την Αθήνα που ερχόταν στο νησί για διακοπές.
Τώρα ήταν αλλιώς.
Όταν έχεις συντροφιά σε ένα τέτοιο μέρος, αραιώνει η ασφυξία, η λάβρα, η θύελλα. Αραιώνει η αγωνία.
Περπάτησα κατά μήκος των κελιών, κοίταξα μέσα από τα παράθυρα, μπήκα σε ένα από αυτά, κράτησα την ανάσα μου, άκουσα μελοποιημένα στιχάκια, αποσπάσματα από επιστολές, αφηγήσεις που είχαν σημαδέψει τη ζωή μας για πάντα.
Να μεγαλώνεις στην Κύπρο του 1980 και του 1990 σήμαινε να ακούς αφηγήσεις για μάχες, πολέμους, αντάρτικα, εισβολές, πρόσφυγες, αγνοούμενους, φυλακισμένους, προδότες, φυγάδες, ήρωες, κρεμασμένους, θαμμένους, χαμένους.
Να μεγαλώνεις στην Κύπρο, τότε, σήμαινε να ακούς μαρτυρίες, να γνωρίζεις επιζώντες, να επισκέπτεται τοπία τραγικά, μνημεία, ερείπια, σύνορα, φράγματα, φυλάκια, κρησφύγετα, μνήματα.
Φυλακισμένα Μνήματα.
Προχώρησα ως την έξοδο από το χώρο των κελιών, βγήκα στην άδεια αυλή, άκουσα λαϊκά τραγούδια, την Ωδή στη Χαρά, βήματα, ζητωκραυγές, τον Ύμνο εις την Ελευθερία τραγουδισμένο από αμέτρητα φυλακισμένα στόματα.
Κατάπια με δυσκολία, ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, το μελόδραμα σκόρπισε, αυτό ήταν αλήθεια, αληθινή ζωή, αληθινός θάνατος.
Αγχόνη.
    Αν με εκτελέσουν, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που θα κρεμαστώ.
Σταμάτησα στην είσοδο της αγχόνης, γεύτηκα αλμύρα στην άκρη των χειλιών, γονάτισα στο κίτρινο χώμα, έγραψα με το δάχτυλο τέσσερα γράμματα.
Ρ. Ρ. Δ. Ρ.
Χαμογέλασα στο πουθενά, στάθηκα πάλι όρθιος, μπήκα στο χώρο της αγχόνης. Στους τοίχους δεξιά κι αριστερά από το φρικτό εργαλείο και την ανοιγμένη ξύλινη καταπακτή, κρέμονταν οι γνώριμες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των κρεμασμένων. Εννιά νεαροί, ο μικρότερος 18 χρονών. Ο τελευταίος.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, συντοπίτης μου, από την Πάφο. Σκέφτηκα ένα φιλαράκι μου απ’ το στρατό, τον έλεγαν επίσης Ευαγόρα, η μάνα του ήταν ξαδέρφη του κρεμασμένου.
Ναι.
Όταν είσαι Κύπριος, η Ιστορία δεν είναι κάτι που μαθαίνεις στο σχολείο. Όταν είσαι Κύπριος, η Ιστορία είναι το φιλαράκι σου απ’ το στρατό, η σχολική αίθουσα πού στην ίδια ακριβώς πήγαινε και ένας κρεμασμένος ήρωας, το σπίτι της γιαγιάς σου που στο υπνοδωμάτιο έκρυβαν όπλα οι αγωνιστές, η ακτή του χωριού σου όπου έφτασε το καΐκι με το Διγενή.
Τέτοια πράγματα.
Όταν είσαι Κύπριος, το ντιβάνι δεν είναι για να λες μαλακίες, είναι για να γαμάς, να ξεψυχάς και να πεθαίνεις.
Είναι για να σαλπάρεις με έναν άνεμο μεγάλο, ανατολικό.
Κοίταξα τον Ευαγόρα. Ο ήρωας-μαθητής. Ο ήρωας-ποιητής. Τέτοια πράγματα. Όταν η υπόθεσή του έφτασε στα Ηνωμένα Έθνη, η βασίλισσα Ελισάβετ καταδέχτηκε να του δώσει χάρη. Οι Εγγλέζοι τον εκτέλεσαν έτσι κι αλλιώς. Τον είχαν σακατέψει στα βασανιστήρια, τον είχαν τυφλώσει, δεν μπορούσαν πια να τον αφήσουν ελεύθερο.
  Θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω… Έβαλα τα γέλια. Κάπου στον κόσμο, κάποιοι μιλούσαν ακόμα ειρωνικά για το μελόδραμα, άραζαν σε ένα ντιβάνι, έλεγαν μαλακίες που κάποιοι τις κατέγραφαν σε τεφτέρια.
Μπακαλόγατοι, ψυχοβγάλτες, κάλπηδες.
Άπλωσα το χέρι, άγγιξα με τις άκρες των δαχτύλων το μεταλλικό βρόγχο, άκουσα έναν αυχένα να σπάει, είδα σπασμό ποδιών, ένα σώμα στον αέρα, μια μπαλάντα ή μια σονάτα, ο Μπετόβεν, η Ωδή στη Χαρά, ο ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας που δεν πρόλαβε να ακουστεί και πολλές φορές.
Ένα πένθιμο εμβατήριο. Μετά, το Εμβατήριο Ραντέτσκυ.
Άφησα την αγχόνη, προχώρησα, βγήκα στον τελευταίο σταθμό. Η ρυμοτομία λειτουργούσε στο θάνατο. Στον τοίχο απέναντι, η αρχαία γραφή. Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται.
Μαλακίες.
Μέτρησα τους σταυρούς, τα δεκατρία ονόματα, εννιά κρεμασμένοι και τέσσερις που έπεσαν στη μάχη, μα τους έθαψαν εκεί για να μην γίνει η κηδεία τους αφορμή για συλλαλητήρια, πορείες, διαδηλώσεις. Μέτρησα τους τάφους.
Οι Εγγλέζοι έκαναν οικονομία χώρου, έκαιγαν τους νεκρούς με οξύ, τους έβαζαν σε μικρά κουτιά, κάποιους τους έθαβαν στον ίδιο τάφο.
Ο Ευαγόρας συγκατοικούσε με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Χαμογέλασα, χάιδεψα τα γένια μου, θυμήθηκα ένα δάσκαλό μου στο δημοτικό, ήθελε να παίξω τον Αυξεντίου σε σχολική παράσταση.
Του μοιάζεις. Αστείο πράγμα.
Το πιο ωραίο πράγμα που μου έχουν πει ποτέ. Πλησίασα τον τάφο, κοίταξα τη φωτογραφία του έφεδρου ανθυπολοχαγού που οι Εγγλέζοι τον έκαψαν ζωντανό στο κρησφύγετό του, στο βουνό, έξω από το Μοναστήρι του Μαχαιρά.
Όταν είσαι Κύπριος, Ιστορία είναι μια φάτσα που της μοιάζεις πολύ.
    Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου - το σώμα και το αίμα / του Γρηγόρη Αυξεντίου / ενός φτωχόπαιδού 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, / οδηγού ταξί το επάγγελμα.
Μπαλάντα, σονάτα, συμφωνία, ωδή, ύμνος, τροπάρι, ψαλμός, μοιρολόι. Ποίημα, μελοποιημένα στιχάκια.
Μελοποιημένο μελόδραμα. Τα Φυλακισμένα Μνήματα. Το γαμημένο καταφύγιο της ευαισθησίας μας.
Έμεινα για λίγο ακόμα εκεί, βγήκα από μια διπλανή, χαμηλή πόρτα, βάδισα ως το παράπηγμα με τους αστυνομικούς. Πήρα τα πράγματά μου, ένας από αυτούς με αναγνώρισε, με σταμάτησε.
«Είσαι ο Αρσένιος Θησέας, έτσι δεν είναι;».
«Ναι».
«Ο υπαρξιακός ντετέκτιβ. Έχω ακούσει για σένα. Πώς και ήρθες εδώ; Μην μου πεις ότι ήθελες να βρεις την αιτία για το θάνατο των παιδιών;».
«Ναι».
«Και; Την βρήκες;».
Έριξα την τσάντα μου στον ώμο, άναψα ένα τσιγάρο, κοίταξα τον αστυνομικό με το γνωστό κινηματογραφικό μου ύφος.    Είπα: «Φυσικά». Και έφυγα χωρίς να προσθέσω τίποτα άλλο.
Κουβαλούσα το εντάφιο κτέρισμα της πιο ανοξείδωτης ευαισθησίας, μερικά παλιά τραγούδια, ένα ντιβάνι όλο καύλα και πάθος αμέτρητο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ημερομηνίες, ένα λυτρωμένο δικαιωμένο μελόδραμα, την ιστορία του κόσμου σε δεκατρία ονόματα φίλων και συγγενών.
Δεν μίλησα σε κανέναν για όλη την υπόλοιπη μέρα.
Δεν με άφηνε η γραφή της άμμου, του χώματος.
Ρ. Ρ. Δ. Ρ.
Γραμμένο ραμμένο σε μαύρο ράσο αγιορείτη μοναχού με μια κλωστή κατακόκκινη.
Ρητωρικοτέρα Ρημάτων Δακρύων Ροή.

Σημείωση: Η φράση «Αν με εκτελέσουν…» είναι τα τελευταία λόγια του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στην αδερφή του. Οι στίχοι είναι από το ποίημα Αποχαιρετισμός που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για τον Γρηγόρη Αυξεντίου.

Ο Κυριάκος Μαργαρίτης έχει εκδώσει τα βιβλία Μικροί ερωτικοί θρήνοι (διηγήματα, Αιγαίον 2002), Το τσίρκο (μυθιστόρημα, Νεφέλη 2006), Ρέκβιεμ για τους απόντες (μυθιστόρημα, Ψυχογιός 2009), Η ερωμένη και η σκιά της (μυθιστόρημα, Ψυχογιός 2011), Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών (μυθιστόρημα, Ψυχογιός 2012), Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με (μυθιστόρημα, Ψυχογιός 2013). Ακόμη έχει εκδώσει εννιά βιβλία για παιδιά και εφήβους στην Κύπρο και την Ελλάδα (Ψυχογιός), έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες διηγημάτων και έχει κάνει μεταφράσεις. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.