Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Η μικρή Μπιζού του Πατρίκ Μοντιανό

μοντιανό

Η μικρή Μπιζού, μυθιστόρημα, Πατρίκ Μοντιανό, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις 2014

Αν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι δεν ξέρεις και που πας. Αν δεν ξέρεις ποιοι είναι οι γονείς σου. Κι αν δεν έχεις κάποιον να ακούσει το αφήγημα που έχει περισωθεί σε διάσπαρτες αναμνήσεις, ακόμα κι αν τα «ληξιαρχικά» στοιχεία βρεθούν, το συναίσθημα θα παραμένει άρρητο, θολό και σκοτεινό, να ερμηνεύει κατά το δοκούν πότε έτσι και πότε αλλιώς. Το μέλλον θα παραπατάει.

Αλλά ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή του μυθιστορήματος «Η Μικρή Μπιζού», όπου η αφηγήτρια Τερέζ είναι «σχεδόν» αγνώστου πατρός. Και φαντάζεται τις χειρότερες συνθήκες γύρω από τη σύλληψή της στη κοιλιά μιας μάνας από την οποία διατηρεί μόνον αμυδρές αναμνήσεις, παραποιημένα ονόματα, απροσδιόριστες, περίεργες επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις. Από τη παιδική της ηλικία μένουν ελάχιστες εικόνες από μισοάδεια διαμερίσματα, έναν «θείο» -μπορεί και πατέρα- που συνοδεύει τη μικρή όταν η μητέρα περνάει κρίσεις απομόνωσης και σιωπής, ένα παλιό κουτί από μπισκότα με ξεθωριασμένες πληροφορίες, αμφιβολίες εν τέλει για το τί υπήρξε και τί υπήρξε αυθεντικό.

Η ενήλικη Τερέζ προσπαθεί να βρει ένα ελάχιστο «σταθερό σημείο» απ΄ το παρελθόν καθώς ακόμα και η πληροφορία για το θάνατο της μητέρας -κάποτε στο Μαρόκο- μοιάζει να έχει αναιρεθεί με «ανάσταση» και επανεμφάνισή της στο Παρίσι. Πριν να χαθούν τα ίχνη της, είχε ξαποστείλει με τρένο την κόρη εσωτερική σε σχολείο. Χρόνια αργότερα, στο μετρό, στο Παρίσι ξανά, η Τερέζ θα εντοπίσει μία γυναίκα με κίτρινο παλτό και θα υποθέσει ότι αυτή είναι η χαμένη μητέρα. Με φόντο τη μισοσκότεινη πλευρά της πόλης, τις μεγάλες τούβλινες πολυκατοικίες των προαστίων, τους πολύβουους σταθμούς, τα καφέ, τα μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια και τις αναλαμπές των διαφημιστικών πινακίδων, η έρευνα θα την οδηγήσει σταδιακά στις αόρατες –ή απωθημένες στη μνήμη της - πτυχές απ΄τα παλιά.

Γιατί αυτό που ψάχνει η Τερέζ, να «δει καθαρά» τη ταυτότητα και το σύγχρονο –ή αληθινό - πρόσωπο της μητέρας γίνεται αφορμή για να καταληφθεί από μιαν αίσθηση déjà vu, ξαναβλέποντας με άλλα μάτια, ξαναζώντας, το παρελθόν της τραύμα. Καταλυτικό ρόλο θα παίξουν οι άγνωστοι που συναντά και σχετίζεται. Ένας ιδιότυπος και πολύγλωσσος μεταφραστής εκπομπών ραδιοφώνου, ένα παιδί που δείχνει να τη χρειάζεται, μια φαρμακοποιός που τη φροντίζει, την συνοδεύουν καταλυτικά καθώς αναζητά τη «γενέτειρα», μια «άγνωστή της λέξη»…

Η διαδρομή μιας γυναίκα που αναζητά, αποπροσανατολισμένη μες τη μεγαλούπολη, τα βήματα μιας άλλης δεν είναι παρά ένα ταξίδι στο πόνο, στο χρόνο και στη μοναξιά. Για να σκιαγραφήσει επί τη ευκαιρία, με όλες τις πιθανές και πιο λεπτές αποχρώσεις, το (δια)χρονικό της εγκατάλειψης, μια αίσθηση ανεξίτηλη, μία σκιά που καταδιώκει την Τερέζ. Ούτε μία λέξη δεν περισσεύει από κείνες που γράφει ο Πατρίκ Μοντιανό και που μεταφράζει ευλαβικά κι ευφάνταστα ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Ο τρόπος της Τερέζ - ή ψευδωνύμως «Μικρής Μπιζού» - να αφηγείται και να ενδοσκοπεί ξεδιπλώνεται στον αναγνώστη πότε σαν προσδοκία και πότε σαν διάψευση. Η ηρωίδα μπαίνει και βγαίνει στα διαμερίσματα της ζωής αλλά και της μνήμης αφ΄ενός, σχετίζεται με ανθρώπους αφ΄ετέρου, και όπως ονειρεύεται δειλά το μέλλον, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον παλιό εφιάλτη∙ φοβάται.

Ίσως το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των έργων -και της ίδιας της ζωής- του συγγραφέα Μοντιανό, είναι μια ιστορία εξερεύνησης του παρελθόντος και των σκοτεινών σημείων του, μια ιστορία παλιάς απειλής και εγκατάλειψης ή «φόβου του φόβου» καθώς επισημαίνει και ο μεταφραστής Α.Κ. στο επίμετρο της έκδοσης που καθιστά το οποιοδήποτε σημείωμα σαν και το παρόν, πλεονασμό.

Ως αναγνώστρια ωστόσο επεσήμανα την οικονομία λόγου του Π.Μ. καθώς συνθέτει αυτή τη περίτεχνη –και συνεπή- μινιατούρα, χωρίς να παραλείπεται τίποτα από τον τρόπο που το βίωμα διαμορφώνει τα εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα. Η επιτυχία έγκειται στη χρήση –και επανάληψη- των εννοιών, καταστάσεων και αντικειμένων (φως και χρώμα, χώροι και έπιπλα, σταθμοί και κόμβοι της ζωής, μετάφραση και επικοινωνία με άλλες γλώσσες, ονόματα, παρατσούκλια, ρόλοι στη σκηνή και στη ζωή, χορός και αναπηρία, εποχές του χρόνου και εποχές της ζωής, αλκοόλ και τροφή, αλληλογραφία και τηλεφωνήματα αναπάντητα κ.α) που κάνουν να ρέει, όσο ασαφής κι αν είναι η αφήγηση, ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το υπερβατικό , το σύγχρονο και το παλιό. Και να διατηρεί την ισορροπία ενώ επανέρχεται, γύρω από το σταθερό κέντρο βάρους σε όλες τις αναδρομές και/ή τα διαδραματιζόμενα γεγονότα: Η εγκατάλειψη, η άγνοια, η «απορία» σαν ερωτηματικό αλλά και σαν ένδεια, η αίσθηση ενός παιδιού χαμένου.

Ένα παιδί χαμένο, απορημένο, μία γυναίκα που κουβαλάει τα ανοιχτά της ερωτηματικά, βρίσκει ανθρώπους, φοβάται μην χαθούν, ελπίζει και θυμάται καθώς επισκέπτεται το παρελθόν της. «Βλέπει καθαρά», ξαναβλέπει. «… κι αν μπορούσα να ξαναδώ την πρόσοψη τους, τότε ήμουν σίγουρη ότι θα γίνονταν ακίνδυνοι» δηλώνει, ενδεικτικά. Αναδεικνύοντας ίσως πως η πιο μεγάλη, η πιο περίπλοκη αλλά και η πιο αναπόφευκτη διαδρομή μες τη ζωή δεν είναι άλλη από κείνην που κάνουμε για να συναντήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν είναι ο συντομότερος ο δρόμος αυτός και σίγουρα δεν είναι και ευθύς.

Μαρία Ιωαννίδου