Top menu

Η μεγάλη επιτυχία του Γιάννη Μαρή στα ελληνικά γράμματα

marhs

Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία ενός άγνωστου μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή, που είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη το 1957, ξαναθυμόμαστε τη μεγάλη επιτυχία που έχει αφήσει η πένα του Γιάννη Μαρή στα ελληνικά γράμματα.

*

Γράφει ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον από κριτικούς και αναγνώστες για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το βλέπουμε στα συχνά άρθρα και στις μελέτες που δημοσιεύονται σχετικά με συγγραφείς ή έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Μαρής είναι ένα από αυτά τα πρόσωπα γύρω από τα οποία στρέφεται η έρευνα, καθώς θεωρείται ο «εισηγητής του αστυνομικού μυθιστορήματος»(1) στην Ελλάδα.

Με το Έγκλημα στο Koλωνάκι το 1953, θέτει τα θεμέλια του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο Μαρής έχει την ευχέρεια του γραπτού λόγου καθώς δουλεύει ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά. Ως άριστος γνώστης της τεχνικής της γραφής, πλάθει τις ιστορίες του με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρεί «πάντα τη φρεσκάδα και το αναγνωστικό ενδιαφέρον».(2) Κατορθώνει έτσι να δημιουργήσει ένα δικό του κοινό που περιμένει αγωνιωδώς τη συνέχεια των αστυνομικών ιστοριών του ή την έκδοση ενός νέου βιβλίου του. Αν ο Γ. Μαρής ζούσε σήμερα θα ήταν αναμφίβολα ένας συγγραφέας μπεστ σέλερ.
 
Ας δούμε όμως τις πτυχές του έργου του που το έκαναν αγαπητό και διαχρονικό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Η κατά κανόνα λειτουργία του αστυνομικού μυθιστορήματος συνδυάζεται με ένα διανοητικό παιχνίδι όπου κυριαρχεί ο γρίφος μέχρι να δοθεί η τελική λύση. Σε αυτό το κρυφτό ο συγγραφέας αφήνει από την αρχή να διαφανούν κάποια ίχνη.
 
«Το άλλο μυστικό ενός μυθιστορήματος αγωνίας και δράσης», επισημαίνει ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Τζ. Κ. Τσέστερτον, «συνίσταται ακριβώς στην ίδια απλότητα αυτού του μυστικού. Ολόκληρη η ιστορία υπάρχει μόνο για τη στιγμή της έκπληξης και πρέπει να μην είναι παρά μια στιγμή».(3)

Από την πλευρά του ο ίδιος ο Μαρής θα πει: «Για μένα ή αστυνομική πλοκή είναι το πρόσχημα για να κερδίσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη και από εκεί και πέρα αυτό που με ενδιαφέρει είναι η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον και οι ανθρώπινες σχέσεις».(4) 

Ο Μαρής ξεκινάει τη συγγραφική του καριέρα με τους ήρωές του να περιπλανώνται στους δρόμους της Αθήνας, στον Πειραιά και τις εργατικές συνοικίες και να συναναστρέφονται με ζιγκολό, πλούσιες κυρίες και Αμερικανούς στρατιώτες. Φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά την εποχή του γι’ αυτό και στο έργο του είναι εμφανή τα νεορεαλιστικά στοιχεία. Η αναπόφευκτη κοινωνική κριτική του έχει όμως ηθικολογική και όχι ταξική διάσταση.

Ακολουθεί  κάποιες τακτικές που δείχνουν ότι ξέρει να φορτίζει τις καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε το παιχνίδι μεταξύ ζωής και θανάτου να ανεβάζει το σασπένς. Ο Μαρής αποφεύγει το ξάφνιασμα, μας εμφανίζει πάντα πολλούς υπόπτους, ενώ η ανακάλυψη των στοιχείων της υπόθεσης γίνεται ταυτόχρονα από τον βασικό ήρωα και τον αναγνώστη.  

Η γλώσσα του είναι άμεση, ρέουσα, δημοτική, με ακρίβεια και λιτότητα, και το ύφος του νευρώδες.

Η επιτυχία όμως του Μαρή οφείλεται και σε ένα άλλο μυστικό, στη μορφή του αστυνόμο Μπέκα, ο οποίος «παραμένει μια εμβληματική λογοτεχνική φιγούρα».(5) Είναι ένας μεσόκοπος, κοντόχοντρος αστυνόμος κοντά στη σύνταξη.(6) Στην αρχή σου δίνει την εντύπωση ενός αργόστροφου ντετέκτιβ, στην πορεία όμως ανακαλύπτουμε πως είναι πανέξυπνος, αλλά και λίγο «πρωτόγονος»(7) και παλιομοδίτης, που μοιάζει περισσότερο με απροσάρμοστο επαρχιώτη.

Ο Μπέκας, διαβάζουμε, όπως και «ο ντετέκτιβ του Ν. Χάμετ εκπληρώνει κάτι παραπάνω από μια λειτουργία με κοινωνικό ρόλο. Είναι η υλοποίηση μιας ταυτότητας: μερικά χαρακτηριστικά του βρίσκονται… έτσι ώστε να υπάρξει σ’ αυτόν κάτι το φυσικό».(8)

Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι ο Μαρής δημιούργησε τον Μπέκα επηρεασμένος από τον Ζορζ Σιμενόν και τον ήρωά του τον Μεγκρέ. «Ο Μεγκρέ εμπνέει τον Μπέκα τόσο στις μεθόδους όσο και στην εμφάνιση»,(9) επισημαίνει ο Βάσιας Τσοκόπουλος. Και εμείς από τη μεριά μας μπορούμε να σκεφτούμε ότι ο Γιάννης Μαρής πρέπει να ήταν βαθύς γνώστης της παγκόσμιας αστυνομικής λογοτεχνίας απ’ όπου και άντλησε για να πλάσει τον δικό του ήρωα και να δημιουργήσει το δικό του στυλ.

Αν όμως έτυχε μεγάλης αναγνώρισης από το αναγνωστικό κοινό, δεν συνέβη το ίδιο με την υποδοχή του έργου του από τους κριτικούς και τους διανοούμενους. Κι αυτό δεν οφειλόταν σε μία αντίδραση απέναντι στον ίδιο όσο απέναντι στη δημοφιλία και εμπορικότητα των βιβλίων του. Πολλοί  ήταν εκείνοι που τα θεώρησαν λαϊκά αναγνώσματα και αρκετοί εκείνοι που τα πολέμησαν με κάθε τρόπο.

Όπως σημειώνει και ο Φίλιππος Φιλίππου, «Είναι γνωστό ότι ενόσω ζούσε, το έργο του Γ. Μαρή άφηνε αδιάφορη την κριτική, ενώ η διανόηση, κατά παράδοση αριστερή, στεκόταν περιφρονητικά απέναντί του. Είχε καταπιαστεί με τα ελαφρά αναγνώσματα και αυτό το έγκλημα τον τοποθετούσε αυτόχρημα στην παραλογοτεχνία».(10)

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική διανόηση επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αρνητική στάση που επέδειξε η ευρωπαϊκή αριστερή κριτική απέναντι στο αστυνομικό μυθιστόρημα.  Γι’ αυτό, όπως επισημαίνει ο Ίκαρος Μπαμπασάκης, «επί δεκαετίες, το ελληνικό αστυνομικό αφήγημα ήταν είδος περιθωριοποιημένο, σχεδόν ανύπαρκτο… περιφρονημένο».(11)

Σήμερα ωστόσο η αξία των βιβλίων του Γιάννη Μαρή έχει ευρύτερα αναγνωριστεί και πολύς κόσμος κάθε πνευματικού επιπέδου τα διαβάζει με αποτέλεσμα να γίνονται συνεχείς επανεκδόσεις.

Οι σύγχρονοι συγγραφείς οφείλουν πολλά σε αυτό τον πρωτοπόρο, που τους έχει επηρεάσει τόσο στη θεματολογία όσο και στην ανάπτυξη της πλοκής.

Ο συγγραφέας Γιάννης Μαρής είναι συγγραφέας πρώτης γραμμής, γενάρχης του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, που κατάφερε να προσαρμόσει και να εντάξει το είδος στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας. Παραμένει γι’ αυτό αξεπέραστος.

Σημειώσεις
1 Φ. Φιλίππου, «Λαός και Κολωνάκι», εφ. Το Βήμα, 14 Νοεμβρίου 1999.
2 Β. Τσοκόπουλος,  «Ο κόσμος του Γ. Μαρή», εφ. Η Καθημερινή, 28 Ιουνίου 1998.
3 Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα, 1985, σ. 63.
4 Συνέντευξη στο περ. Αντί, τχ. 137 (1979): 79.
5 Φ. Φιλίππου,  «Λαός και Κολωνάκι», εφ. Το Βήμα 14 Νοεμβρίου 1999.
6 Β.  Σπηλιόπουλος, «Ανιχνεύοντας τον κόσμο του Γ. Μαρή», περ. Διαβάζω, τχ. 86 (1984).
7  Β. Τσοκόπουλος,  ό.π.
8 Σ. Μάρκους «Εισαγωγή στον Κοντινένταλ Οπ»,  περ. Διαβάζω, τχ. 182 (1988): 27.
9 Β. Τσοκόπουλος,  ό.π.
10  Φ. Φιλίππου,  ό.π.
11 Ι. Μπαμπασάκης,  «Ο Μάρλου, ο Σούλης και ο Χαρίτος», εφ. Ελευθεροτυπία», 2 Ιουνίου 2000.