Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Η Μαύρη πέτρα και ο ιστός της αράχνης (Θέσαρ Βαγιέχο / Φίλιπ Λεβίν)

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου
Μπορεί ένας άνθρωπος να έχει δοκιμάσει στην πορεία του τόσα χτυπήματα ώστε ο φυσικός του θάνατος να έρχεται πια σε αυτόν σα ζωντανή ανάμνηση; Ο σπουδαίος περουβιανός ποιητής Θέσαρ Βαγιέχο (César Vallejo, 1892-1938), η «μαύρη πέτρα» απ’ την οποία σπινθηροβόλησε η ισπανόφωνη ποίηση, λέει πως ναι. Και σ’ ένα ποίημα από την εποχή της τελευταίας του έμπνευσης (Μαύρη πέτρα πάνω σε άσπρη πέτρα / Piedra negra sobre una piedra blanca), αφηγείται αυτήν την ανάμνηση, που για τον ίδιο πέρασε μέσα απ’ τη φυλακή και την πολιτική αυτοεξορία του από τη Λίμα στο Παρίσι, την κατάθλιψη, τις ημέρες που κοιμόταν στους παρισινούς υπογείους και τα ταξίδια του στην κομμουνιστική Ρωσία, αλλά και τον καημό του για τον εμφύλιο που κατέστρεφε την Ισπανία  –  έως την τελευταία του ανάσα, σχεδόν όπως το είχε αυτός προβλέψει, μία Μεγάλη Παρασκευή στο Παρίσι.                 Περισσότερο από μισό αιώνα μετά, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ένας από τους αναγνωρισμένους σήμερα ποιητές των Η.Π.Α., ο Φίλιπ Λεβίν (Philip Levine, 1928), που έζησε στην Ισπανία και μετέφρασε ισπανική ποίηση, θα γράψει, αναζητώντας τα ίχνη του Βαγιέχο, για μία «μαύρη πέτρα πάνω από το τίποτα» (Black stone on top of nothing, 1997): μία παράλληλη αναφορά σε μία παιδική ανάμνηση, πολύ μακριά από τις μελαγχολικές σκεπές του Παρισιού, η οποία όμως παραδόξως μπλέκεται με την ανάμνηση θανάτου του Βαγιέχο. Παιδί ο ίδιος της εργατικής τάξης, κατά πολλούς ο Λεβίν είναι η φωνή των Aμερικανών εργατών, ένας αρνητής του περίφημου αμερικανικού ονείρου, ένας υπέρμαχος των αναρχικών της εμφυλιοπολεμικής Ισπανίας.

Δύο ολότελα ανόμοιοι ποιητές• δύο ποιήματα για μία μαύρη πέτρα πάνω από ό,τι πιθανώς να συμβολίζει τον κόσμο• δύο ποιήματα για έναν ιστό που γίνεται παγίδα για το φως.

Θέσαρ Βαγιέχο


Μαύρη πέτρα πάνω σε άσπρη πέτρα
Θα πεθάνω στο Παρίσι με βροχή,
μία μέρα που στη θύμηση ήδη έχω.
Θα πεθάνω στο Παρίσι – και δεν τρέχω –
ίσως μια Πέμπτη, σαν ετούτη, φθινοπωρινή.

Πέμπτη θα είναι, γιατί σήμερα, Πέμπτη, καθώς γράφω
αυτά τα λόγια, τους ώμους μου έχω καταντήσει
να πονάνε και, ποτέ σαν σήμερα, δεν έχει ξαναγίνει,
σ’ όλο το δρόμο μου, να με θωρώ μονάχο.

Ο Θέσαρ Βαγιέχο έχει πεθάνει, τον χτυπούσαν
όλοι τους, δίχως κακό σ’ αυτούς να προκαλεί•
του ‘δωσαν δυνατά με μία βέργα και δυνατά

ακόμα με σκοινί• κι είναι οι μάρτυρές του
της Πέμπτης οι ημέρες και οι ώμοι,
η μοναξιά, οι στάλες της βροχής, οι δρόμοι...

Φίλιπ Λεβίν


Μαύρη πέτρα πάνω από το τίποτα
Νηφάλιος ακόμα, ο Θέσαρ Βαγιέχο γυρίζει σπίτι και βρίσκει μια μελανή κορδέλα
γύρω απ’ το κτίριο του διαμερίσματός του να καλύπτει τη μπροστινή είσοδο.
Αφήνει κάτω το μπαστούνι του, βγάζει το κετσεδένιο του καπέλο, και ξεκινά
να ξεμπερδεύει αυτό το χάλι. Οι γείτονές του κάνουν ουρά ξοπίσω του
διερωτώμενοι τι να συμβαίνει. Μία μεσήλικη γυναίκα κουβαλώντας
ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί τού ζητάει να κάνει τόπο ώστε αυτή
να μπει, ν’ ανέβει τα δυο απότομα πατώματα ως το διαμέρισμά της,
και ν’ αρχινίσει το καθημερινό μαγείρεμα του μεσημεριανού για τον Μεσιέ της.
Ο Βαγιέχο προσποιείται τίποτα πως δεν ακούει ή ίσως πράγματι να μην
ακούει τόσο απορροφημένος που ‘ναι με τούτη την παράδοξη ασχολία που τού τρώει
όση ώρα έμεινε από το πρωινό του. Ξέχασα μήπως ν’ αναφέρω ότι κανείς άλλος
δε μπορεί να δει τη μελανή κορδέλα ή να μαντέψει γιατί τα δάχτυλά του
φαίνονται τόσο επίμονα να ξετυλίξουν κάτι που δεν υπάρχει εκεί; Θυμηθείτε
όταν ήσασταν μόλις έξι και στις ιδιαίτερα ζεστές μέρες θα
κατεβαίνατε τα σαθρά σκαλιά του κελαριού ελπίζοντας στην αρχή
πως κάποιος, ίσως η μάνα σας, σταδιακά θα
καταλάβαινε την απουσία σας και θα την έζωνε ένα αιφνίδιο συναίσθημα
αγωνίας ή τρόμου. Φυσικά κανείς δεν πήρε μυρωδιά. Η μάνα
καθόταν περιμένοντας ώρες ολόκληρες δίπλα από το τηλέφωνο, και κάπου κάπου
ατένιζε την καλοκαιρινή λιακάδα που λαμπίριζε μέσα απ’ της σάλας τις κουρτίνες
ενώ από κάτω, ψυχραμένος και μονάχος, καθισμένος στο νοτερό τσιμέντο
παρατηρούσατε τον ίδιο ήλιο να φιλτράρεται μέσα απ’ τη σκόνη που σηκωνόταν
από τα δυο ψηλά παράθυρα. Δίπλα στο φούρνο μια αράχνη
δούλευε έξοχα την πορεία της κατεβαίνοντας απ’ τον καμένο, κρεμαστό λαμπτήρα
μ’ έναν σκοπό που εσείς σε αυτήν την ηλικία μπορούσατε ακόμη να συλλάβετε.
Το 1937 θα κράταγε μόνο άλλους έξι μήνες. Ήταν μια Πέμπτη.
Είχαν υποσχεθεί βροχή αλλά ποτέ δεν ήρθε. Η καφετιά αράχνη εργαζόταν
με ή χωρίς ελπίδα, αν κι όταν το σκονισμένο φως του ήλιου πιάστηκε
στον ιστό εσείς είδατε εμπρός σας ένα σχέδιο τέτοιας τελειότητας που έμεινε
στη θύμησή σας σαν πρότυπο νοήματος. Ο Θέσαρ Βαγιέχο
ξεμπέρδεψε τη μελανή κορδέλα που κανείς άλλος δεν έβλεπε και αναρριχήθηκε
προς τη σοφίτα του και ατένισε έξω τις αγέλαστες σκεπές
που εκτείνονταν νότια κατά την Ισπανία όπου η καρδιά του πέθανε. Ετούτο το γνωρίζω.
Έχω περάσει από το ίδιο κτίριο χρόνο το χρόνο στο αργό απόβραδο
όταν τα χελιδόνια κούρνιαζαν σιωπηρά στα λιγοστά ανάρια δέντρα
δίπλα στο έρημο κανάλι. Έχω έρθει όταν το χιόνι του χειμώνα
τύφλωνε τον μακρινό βαρύθυμο ουρανό. Έχω έρθει ίσα μετά τη χαραυγή,
έχω έρθει σε άνοιξη, φθινόπωρο, βροχή, κι αυτός δεν ήτανε ποτέ εκεί.