Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Η θηλιά (διήγημα) - Έλενα Μαρούτσου

Για ένα μεγάλο διάστημα υπήρξα η αγαπημένη του. Πού το ξέρω; Δεν το ξέρω. Ο ίδιος δεν είχε εκφραστεί επί του θέματος. Άκουσα όμως μια φορά που το έλεγε η γυναίκα του. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκεις» έλεγε καθώς μ’ έδενε. Στη μικρή μας τελετουργία πάντα εκείνη μ’ έδενε. Ποτέ αυτός. Ε, λοιπόν την πιστεύω. Οι γυναίκες ξέρουν από αυτά. Τα μυρίζονται. Η γυναίκα του με το ένα χέρι με απομάκρυνε λίγο από πάνω του και με το άλλο με χάιδευε από πάνω μέχρι κάτω. «Είναι απαλή», έβγαζε την ετυμηγορία της. «Γι αυτό σ’ αρέσει;» Μετά συνέχιζε το δέσιμο. Τα χέρια της ήταν σκληρά κι επιδέξια σαν μικρά ερπετά. Η τελετουργία απαιτούσε μια σειρά επαναλαμβανόμενων κινήσεων, όπως το να με τραβάει λίγο προς το μέρος της, να προσπαθεί να με χαλαρώσει, να με σπρώχνει τέλος προς τον άντρα της, να με σφίγγει ανάμεσα στο κορμί το δικό της και το δικό του. Εκείνες τις στιγμές έμοιαζε να παραδίνεται σε μια αφηρημένη οργή που ερχόταν κι έφευγε σαν κύμα.Μια φορά – λίγο πριν το άδοξο τέλος μου – ήταν οι δυο τους στο νιπτήρα. Εγώ είχα απλωθεί όπως μπορούσα στο κρεβάτι. Μια πόρτα χώριζε την κρεβατοκάμαρα απ’ το μπάνιο κι έτσι είχα πλήρη θέα του ζεύγους. Δίπλα μου κείτονταν τα ρούχα του άντρα, ένα λευκό πουκάμισο κι ένα μαύρο παντελόνι, τέλεια σιδερωμένα. Έτσι μάλιστα όπως ήταν προσεκτικά απλωμένα πλάι μου έμοιαζε να έχω συντροφιά έναν άδειο άντρα. Εγώ κι ο άδειος άντρας – εκείνη κι ο γεμάτος. Γεμάτος από τι; «Δεν πιστεύω σήμερα να διαλέξεις αυτήν», έλεγε η γυναίκα μέσα στο μπάνιο δείχνοντας προς το μέρος μου. «Γιατί, τι έχει;» έλεγε εκείνος κρατώντας με το δεξί το ξυράφι. Είχε ανασηκώσει το πηγούνι ώστε να τεντώνει το δέρμα. Το ξυράφι σάρωνε τον λευκό αφρό πάνω απ’ το μήλο του Αδάμ. «Δεν είναι σωστό να εμφανιστείς με αυτήν, δεν το καταλαβαίνεις;» συνέχιζε εκείνη βγάζοντας με μικρές κοφτές κινήσεις τρίχες από τα φρύδια της.  Κι οι δυο έγερναν τα κορμιά τους προς τον καθρέφτη λες κι η τελική απόφαση θα ήταν δική του. «Σκέψου, τόσος κόσμος θα είναι στην κηδεία», είπε εκείνη και πέρασε με σάλιο τα φρύδια της. Γύρισε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Ως πότε θα με τιμωρείς;» του είπε. Όπως το φανταζόμουνα, εκείνος δεν είπε λέξη. Η σκηνή που ακολούθησε θα μπορούσε να εκληφθεί ως απάντηση.

Με ίχνη ακόμα από σαπούνια στο πρόσωπο την έσπρωξε προς το κρεβάτι, ανάμεσα σε μένα και τον άδειο άντρα. Της είπε να σηκώσει το φόρεμά της – φορούσε ένα μαύρο φόρεμα – μέχρι τη μέση. Μετά με πήρε και με τοποθέτησε έτσι ώστε η μύτη μου να βρίσκεται στο τρίγωνο του αιδοίου της. Βέβαια δεν μπορούμε να μιλάμε πια για τρίγωνο. Έτσι όπως ξυριζόταν, αφήνοντας μόνο ένα μικρό όρθιο παραλληλόγραμμο από τρίχες, θύμιζε πιο πολύ στο σχήμα εισιτήριο. Εισιτήριο για πού; «Πες πως δεν σου αρέσει», έλεγε ο άντρας καθώς μ’ έσπρωχνε όλο και πιο μέσα. «Έτσι δεν έκανες και μ’ αυτόν;» συνέχιζε το σπρώξιμο. Έλεγες πως σκοπός του ήταν να με βάλει όλη μέσα. Θα χωρούσα κουλουριασμένη εκεί; Είχα αυτή την απορία. Χύσανε κι οι δύο πάνω μου. Γέμισα πιτσιλιές.

Η άθλια όψη μου δεν έκανε τον άντρα ν’ αλλάξει γνώμη. Με κοίταζε μάλιστα με καμάρι. «Τώρα είστε ίδιες» είπε στη σύζυγό του και με πήρε από πάνω της. Τυλίχτηκα γύρω από το λαιμό του. Εκείνη ήρθε και κρεμάστηκε πάνω μου. Μόνο οι νυχιές της μου έλειπαν. «Μα κοίτα τη!» φώναζε, «Είναι απαράδεκτο. Τι θα πει ο κόσμος;» άρχισε τις υστερίες λες και το θέμα ήμουν εγώ. Ή ο κόσμος. «Ήταν ο αδελφός σου» συνέχισε. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». «Εσύ όμως μπόρεσες. Κι ας ήταν ο αδελφός μου».

Στην κηδεία ήρθε κι εκείνη αλλά όλοι εμένα κοιτάζανε. Κι αυτός, χαμογελώντας, με χάιδευε επιδεικτικά. Μόνο όταν βάζανε το φέρετρο στο χώμα έδειξε μια κάποια δυσφορία, σαν να μη μπορούσε να καταπιεί, έφερε το χέρι στο λαιμό κι έπεσε στα γόνατα. Μετά, με άδειο βλέμμα και ξεκούρδιστες κινήσεις, με πήρε και με πέταξε στο λάκκο, σαν να έριχνε ένα τριαντάφυλλο ή ένα λούτρινο αρκουδάκι. Πιο πολύ όμως έμοιαζα με μια μικρή θηλιά, έτσι όπως με είχε βγάλει απ’ το λαιμό του, εμένα, την αγαπημένη του κόκκινη γραβάτα, δώρο απ’ το μακαρίτη τον αδελφό του όταν ακόμα ήταν νέα παιδιά.

Η Έλενα Μαρούτσου ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή ιστοριών «Του ύψους και του βάθους» (Αλεξάνδρεια, 1998), τη συλλογή διηγημάτων «Οι προδοσίες των ονομάτων» (Αλεξάνδρεια, 2004), το μυθιστόρημα «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (Καστανιώτης, 2008), και τη νουβέλα "Το Νόημα" (Κέδρος, 2010).