Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Χ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Στο γραφείο του Γραβάνη και της Βασιλείας εισέβαλαν το μεσημέρι, μέσα στην καλή χαρά, ο τζούνιορ και η Αναστασία. Είχε αρχίσει η επόμενη φάση του αισθηματικού δράματος.

– Καλά στέφανα, ειρωνεύτηκε η Βασιλεία.

– Σιγά μην καθόμουν με σένα, της πέταξε το δηλητήριο ο τζούνιορ.

Θέλησε να διασκεδάσει την κατάσταση ο Γραβάνης, με χιούμορ δανεισμένο από τον Ηλία:

Με μια αγάπη καινούργια θα χαράξω πορεία

εσύ ήσουνα για μένα μια παλιά ιστορία...

Συνέχισε:

– Πόσο γρήγορα γίνεται σήμερα το καινούργιο παλιό και το παλιό καινούργιο...

Ο αρχισυντάκτης φώναξε τον Γραβάνη στο γραφείο του. Τον πληροφόρησε πως το κείμενό του για τη Μεγάλη Αικατερίνη είναι σπουδαίο και να γράψει ακόμη μερικά παρόμοια.

– Ιστορικός που κάνει ακαδημαϊκή καριέρα είμαι, δεν είμαι ο Ψαθάς ή ο Τσιφόρος.

– Μακάρι να είχαμε δυο-τρεις σαν αυτούς, θα ανεβάζαμε κι άλλο την κυκλοφορία της εφημερίδας μας.

Γύρισε στο γραφείο του, όπου τον περίμενε μόνη της η Βασιλεία.

– Το ζευγαράκι έφυγε, του είπε. Τζίφος. Νόμιζα πως εκείνος θα έτρεχε μερικές βδομάδες από πίσω μου. Ούτε μερικές ώρες δεν συμπληρώθηκαν. Βρήκα αυτή την καρφίτσα στα πράγματα της Ευδοξίας.

Η καρφίτσα είχε πάνω τα αρχικά Ε. Π. και από κάτω Π. Γ. Η παραπομπή ήταν άμεση: Ευδοξία Παπαναστασίου και Παναγιώτης Γραβάνης.

– Δικό σου δώρο είναι; τον ρώτησε.

– Ίσως, από μια άλλη ζωή. Αν ήταν από αυτή, θα το θυμόμουν.

Όλοι έπαιζαν το παιχνίδι τους, και η Ευδοξία το δικό της, εκ τους ασφαλούς αυτή. Κανένας δεν μπορούσε πια να την πείσει στο να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού της. Η Βασιλεία ήταν εκεί, με ανατροπές στο παιχνίδι τους, αλλά και μέσα στα όρια που εκείνος άντεχε. Η Ευδοξία ξεπέρασε τα όρια της αντοχής του και του άφησε σαν κληρονομιά ένα παιχνίδι που του δημιουργούσε άσχημες παρενέργειες. Τον είχε τοποθετήσει στο κέντρο του σύμπαντος ή νόμιζε εκείνη πως ο ίδιος είχε τοποθετήσει εκεί τον εαυτό του; Η Ευδοξία αντιπροσώπευε τον απόλυτο εγωισμό. Επιστράτευσε ακόμα και τον θάνατό της, για να γίνει το κέντρο του σύμπαντος και των δυο τους. Του άφησε επίσης τα περιουσιακά της στοιχεία, και αυτό δεν το αμφισβήτησε κανένας από την οικογένειά της, αν και δεν υπήρχε κάποιο χαρτί μεταβίβασης. Θέλησε, και το πέτυχε, να ασχολούνται όλοι μαζί της. Τώρα ήταν αργά να την προδώσει, θα συνέχιζε να τη φροντίζει και να υφίσταται τα καμώματα της αλλόκοτης οικογένειάς της. Ο τζούνιορ είχε εισβάλει στη ζωή του, σαν τράγος, και ο Γραβάνης ήταν σίγουρος πως η διακριτική εισβολή του πατέρα σύντομα θα γινόταν δυναμική.

Δεν είχε υπολογίσει τη μητέρα της οικογένειας που καραδοκούσε. Η Βασιλεία έδειξε ένα μήνυμα που του είχε σημειώσει στο μπλοκ με τα ραντεβού του. Την επομένη θα περνούσε από την εφημερίδα η κυρία Παπαναστασίου και πολύ θα ήθελε να τον συναντήσει.  

 

Η κυρία Παπαναστασίου έδωσε την εντύπωση της ήρεμης νοικοκυράς και της χαροκαμένης μητέρας, εξαιτίας του κακού που τους βρήκε τελευταία. Αναπόλησε ωραίες στιγμές με την κόρη της, μίλησε για τη σχέση εκείνης με τον καθηγητή της, χωρίς να προσθέσει τίποτε σε αυτά που ο συνομιλητής της είχε ακούσει από τους άλλους. Όταν η Βασιλεία έφυγε από το γραφείο, για εξωτερική εργασία, η επισκέπτρια του ζήτησε να παραλάβει μερικά προσωπικά αντικείμενα της κόρης της που εκείνη παρήγγειλε να περάσουν στα χέρια του.

– Τι εννοείται, κυρία Παπαναστασίου, όταν λέτε πως η κόρη σας παρήγγειλε να περάσουν στα χέρια μου; Γνώριζε πως θα πεθάνει;

– Το γνωρίζαμε όλοι. Ήταν θέμα χρόνου. Είχε φροντίσει να τα τακτοποιήσει όλα. Προσπάθησα με κάθε τρόπο να την εμποδίσω να φτάσει εκεί που έφτασε, αλλά δεν τα κατάφερα. Μόνο εσείς μπορούσατε να αποτρέψετε αυτή την εξέλιξη.

– Δεν σας καταλαβαίνω. Τι έπρεπε να κάνω;

Η κυρία είχε αλλάξει ύφος και περνούσε σε ρόλο κατήγορου. Όμως κανένας από την οικογένεια, ούτε η ίδια η Ευδοξία δεν εξήγησαν σ’ αυτόν τι μπορούσε να κάνει για να σώσει την «προβληματική» κόρη και τον εαυτό του. Ήθελε να είναι μαζί της, αποκλειστικά δικός της, την έψαχνε, την περίμενε, έκανε ό,τι του ζήτησε. Τι ήταν αυτό που δεν ζήτησε και γιατί δεν το ζήτησε;

– Δεν ξέρω τι έπρεπε να κάνετε, εσείς ξέρετε. Η κόρη μου τόνιζε συχνά πως μόνο εσείς μπορείτε να τη σώσετε.

– Κι εγώ πού βρισκόμουν; Δεν έπρεπε να μου έρθει κάποιο μήνυμα; Παιζόταν η ζωή του παιδιού σας, γνωρίζατε πως είμαι ο άνθρωπος κλειδί κι εγώ δεν γνώριζα τίποτε;

– Μας απαγόρευσε να έχουμε την οποιαδήποτε επαφή μαζί σας, όσο βρισκόταν εν ζωή.

– Γιατί; Εμφανιστήκατε όλοι τώρα, για να κάνουμε μνημόσυνα; Αν εκείνη μου το ζητούσε, θα γινόμουν μέλος της οικογένειάς σας.

– Είσαι μέλος της οικογένειάς μας. Κι εσύ και η Βασιλεία, και συγγνώμη που σου μιλάω στον ενικό, αλλά σε θεωρώ παιδί μου.

Ο Γραβάνης αισθανόταν πρωταγωνιστής σε θέατρο του παραλόγου, που ήθελε να τον παντρέψει μετά τον θάνατο της νύφης. Θα αναγνώριζαν και την καινούργια ερωμένη του, που είχε προλάβει να την αναγνωρίσει και η Ευδοξία, την αναγνώρισε δεόντως και στο κρεβάτι του σπιτιού τους, ο μικρός γιος της οικογένειας. Προφανώς και το γνώριζε η μητέρα του οίκου. Απόμενε ο μεγάλος γιος. Έδωσε το στίγμα του και αυτός. Ο Γραβάνης έμαθε από τη μητέρα του πως ήρθε την προηγούμενη από το Λονδίνο με τη σύζυγό του, για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά με την οικογένεια Παπαναστασίου. Η σύζυγός του υπήρξε στενή φίλη και συμφοιτήτρια της εκλιπούσης και η τελευταία έφτιαξε το συνοικέσιο με τον αδελφό της. Ελένη Ραγκούση, είναι το πατρικό της όνομα. Τη θυμήθηκε ο Γραβάνης που καθόταν στο ίδιο θρανίο με την Ευδοξία. Προφανώς και αυτή τα γνώριζε όλα, αλλά δεν έστειλε κάποιο μήνυμα στον πρώην καθηγητή της. Τι ήθελε τώρα από αυτόν η αγία οικογένεια; Η λαλίστατη μητέρα, αφού έδωσε όλες τις πληροφορίες στον κατά φαντασίαν γαμπρό της, τον κάλεσε στο τραπέζι που θα έκαναν για την αλλαγή του νέου χρόνου και για τη μνήμη εκείνης, που ο χρόνος της είχε σταματήσει να μετράει. Ο Γραβάνης προέβλεψε νύχτα γεμάτη θαύματα και σπαρμένη μάγια. Ο τζούνιορ ήταν ικανός να κουβαλήσει την Αναστασία, εκείνη ήταν ικανή να κουβαλήσει τον Ηλία, που με τη σειρά του ήταν ικανός να προσφέρει σε όλους από έναν πίνακα με τη γυμνή Αναστασία. Η Βασιλεία ήταν ικανή να κουβαλήσει την Ευανθία και η τελευταία τη Μαφάλντα, τη γάτα της. Ποιος θα κουβαλούσε τον Αναπλιώτη; Φυσικά η μεγάλη πρωταγωνίστρια της βραδιάς θα ήταν η Ευδοξία που άφησε τον γάμο και πήγε στα θυμαράκια. Όσες απόπειρες και αν έκανε ο Γραβάνης να ξεφύγει από το παιχνίδι της, είχε φροντίσει εκείνη να του βγαίνουν άκυρες. 

 

Ο τζούνιορ έφερε στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή τον Αναπλιώτη, ασπροντυμένο σαν τσολιά. Την Αναστασία την έφερε ο Ηλίας και ο τζούνιορ δεν της έδωσε σημασία. Μαζί τους είχαν την Ευανθία και τη γάτα της. Ο Γραβάνης με τη Βασιλεία έφθασαν πρώτοι και η οικογένεια τους υποδέχτηκε σαν οικεία πρόσωπα. Μετά έφτασαν ο τζούνιορ με τον Αναπλιώτη και ο δεύτερος βάλθηκε να λέει στον πρώτο ιστορίες από τη Χούντα. Ο Γραβάνης εγκαταστάθηκε στην άλλη άκρη του τεράστιου σαλονιού και έμεινε ο τζούνιορ να ακούει με κατάνυξη τον Αναπλιώτη, που από τα λεγόμενά του καταλάβαινε μόνο τα ποδοσφαιρικά και του μιλούσε για τον Παναθηναϊκό, τον Άγιαξ και το Γουέμπλεϊ. Ο πατέρας Παπαναστασίου τριγυρνούσε με ύφος στρατηγού και ιπποκόμου, για να επιλύσει όποιο πρόβλημα εμφανιζόταν. Δεν εμφανίστηκε κανένα, γιατί τα είχε φροντίσει όλα η κυρία του σπιτιού, οπότε μίλησε για τους Ντουφτ και Μπασενάουερ, τους δύο Γερμανούς κακοποιούς, που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα γιατί βαρύνονταν για τη δολοφονία έξι Ελλήνων, το 1969. Συνελήφθησαν τυχαία, χάρη στην παρατηρητικότητα μιας γυναίκας και καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. 

Η όλη βραδιά δεν έμοιαζε με συνάντηση στη μνήμη της Ευδοξίας, αλλά με παιδική χαρά. Στην καλή χαρά εμφανίστηκε και ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, δημοσιογράφος στο BBC. Συνοδευόταν από τη συμβία του, την Ελένη Ραγκούση, φοιτήτρια στο τμήμα του Γραβάνη, προς δεκαετίας, που έκανε καριέρα σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η Ελένη χαιρέτησε εγκάρδια τον πρώην καθηγητή της και άνοιξαν ένα πηγαδάκι οι δυο τους. Από το βάθος του πηγαδιού τούς παρακολουθούσε η Ευδοξία. Δεν μπήκαν σε κρίσιμα σημεία γύρω από την τελευταία φάση της ζωής εκείνης, αλλά μίλησαν για τα ωραία φοιτητικά χρόνια που έφεραν κοντά τα δύο κορίτσια και ακόμη πιο κοντά τις έφερε ο γάμος της Ελένης με τον πρωτότοκο αδελφό της φίλης της. 

Το πρώτο θαυμαστό της βραδιάς, για τον Γραβάνη, ήρθε από τον πρωτότοκο. Τον άκουσε πάνω από το κεφάλι του, καθώς είχε μεταφερθεί σε άλλο πηγαδάκι η Ελένη, και ο καθηγητής είχε βυθιστεί μόνος στην πολυθρόνα του:

– Σε κατηγορούν για τον θάνατο της αδελφής μου.

– Υπερβάλλεις. Απλά πιστεύουν πως θα μπορούσα να κάνω κάτι για να αποφευχθεί το μοιραίο.

– Σωστά το αποκάλεσες, μοιραίο. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε.

– Το πιστεύω κι εγώ, αλλά εσύ γιατί το λες;

– Η αδελφή μου σκότωσε τον κακό της εαυτό, για να σου προσφέρει τον καλό.

– Καλά, εσύ νομίζεις πως τώρα μου προσφέρεις υπηρεσία στην έρευνα για τα αίτια του θανάτου της;

– Κινείσαι σε λάθος δρόμο. Αναζητάς λογικές αποδείξεις, όταν τα αίτια έχουν μεταφυσικές διαστάσεις.

– Είσαι με τα καλά σου; Βάλαμε έναν άνθρωπο στο φέρετρο κι αυτό είναι μεταφυσικό φαινόμενο; Βλέπεις εδώ γύρω ζωντανή την αδελφή σου;

– Παντού.

– Άνθρωπέ μου, δεν μπορεί ένας ζωντανός άνθρωπος να είναι ταυτόχρονα στην τουαλέτα και στην κουζίνα. Είσαι και δημοσιογράφος.

– Θρύλε...

– Χέσε με κι εσύ με τον θρύλο σας. Ολυμπιακός είμαι, αλλά δεν μπορώ να μιλάω με ποδοσφαιρικούς όρους...

Η κυρία Παπαναστασίου έφερε τον δίσκο με τα εδέσματα και προσφώνησε:

– Για τον γιο μου, και για τον γαμπρό μου...

Ευτυχώς που ξεφύτρωσαν ανάμεσά τους η Ευανθία και η γάτα της, για να εισπράξουν από έναν μεζέ η κάθε μία... Τα νεύρα του Γραβάνη είχαν αρχίσει να παίζουν μαντολίνο. Η οικογένεια Παπαναστασίου ήταν ενορχηστρωμένη σε αλλόκοτο μήκος κύματος.

Απομακρύνθηκε από τον Γραβάνη ο πρωτότοκος, ήρθε ο πατέρας του, και ξεκίνησε να σχολιάζει τη δουλειά στην εφημερίδα:

– Δεν πρόλαβα να ξαναπεράσω από το γραφείο σου, γιατί έτυχαν δύσκολα περιστατικά τις τελευταίες μέρες. Έχω πέντε βοηθούς, άχρηστοι όλοι τους. Έστειλα προχθές έναν για ρεπορτάζ στη Νίκαια, εκεί που ένας φούρναρης έσφαξε τη γυναίκα του, και ο δικός μου έγραψε πως η αστυνομία έψαχνε τη φουρνάρισσα που εξαφανίστηκε μετά το έγκλημα, εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό και έπιασε τον φούρναρη, που αναστήθηκε και έσφαξε τη φόνισσα. Βγάλε εσύ συμπέρασμα... Τρέχω και δεν φτάνω. Σε μία ληστεία τράπεζας τις προάλλες, άλλο από τα τσακάλια μου, έγραψε πως ο ληστής συνέλαβε τρεις αστυνομικούς...

– Μήπως εννοούσε πως τους κρατούσε αιχμάλωτους;

– Τον κακό του τον καιρό εννοούσε... Κι εσείς οι ιστορικοί σαν εμάς δουλεύετε. Αστυνομικό ρεπορτάζ κάνετε. Οι Τούρκοι έσφαξαν τους Έλληνες, με κάποια κίνητρα, και τέτοια...

– Κατά κάποιο τρόπο, ναι...

– Το ίδιο είπε και η Ευδοξία όταν έκανα πριν δυο χρόνια αυτήν τη διαπίστωση. Αλλά μαθήτριά σου ήταν, τι θα έλεγε... Έχεις συλλέξει γι’ αυτήν κάποιο στοιχείο που δεν το γνωρίζω;

– Ο μεγάλος σας γιος μου είπε, πριν λίγο, πως ήταν μοιραίο να συμβεί, και τις προάλλες ο μικρός πως εγώ τη δολοφόνησα.

– Τον κακό τους τον καιρό, σαν τους βοηθούς μου στην εφημερίδα είναι και οι δύο. Ο μικρός έγραψε πέρυσι πως τα Γιάννενα νίκησαν για το πρωτάθλημα 2-0 τον Λεβαδειακό, μια σεζόν που ο Λεβαδειακός ήταν στη Δεύτερη Εθνική.

– Μήπως ήταν εκεί και τα Γιάννενα;

– Το γράφεις με σαφήνεια: Για το πρωτάθλημα της Δεύτερης Εθνικής... Τέλος πάντων, θυμάσαι εκείνη την ιστορία με τον παρκαδόρο Ματθαίο Μονσελά που σκότωσε την οδοντίατρο Γιόλα Βαγενά επειδή του ζήτησε να τη σκοτώσει και εκείνος το έκανε;

– Τη θυμάμαι.

– Είχα κάνει ένα εκπληκτικό ρεπορτάζ. Κατά κάποιο τρόπο σε έπεισε η Ευδοξία να τη βοηθήσεις να πεθάνει. Μίλησα τότε με τον παρκαδόρο, τώρα μιλάω με σένα.

– Και τι πρέπει να πω εγώ;

– Τίποτε, τα γνωρίζω όλα.

– Ποια;

Ήρθε κοντά τους η νύφη του αστυνομικού ρεπόρτερ, η Ελένη και έφυγε εκείνος πριν καταθέσει την άγνοιά του στον Γραβάνη. Ξεκίνησε πάλι με αναμνήσεις από τα φοιτητικά χρόνια η πρώην φοιτήτρια, την έκοψε ο καθηγητής της:

– Γνώριζες πως η Ευδοξία έπασχε από βαριά κατάθλιψη;

– Φυσικά το γνώριζα, από τα φοιτητικά της χρόνια.

Ο καθηγητής μπλοφάρισε και απέσπασε μια πληροφορία. Όμως η Ελένη δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Παρίστανε τον παντογνώστη και ίσως έδωσε την απάντηση για να αποδείξει στον καθηγητή της πως γνώριζε κάτι πριν από αυτόν. Μπλοφάρισε ξανά ο άλλος:

– Όμως η πεθερά σου το αρνείται.

– Γιατί πάσχει κι εκείνη από την ίδια νόσο...

– Είχε κάνει θεραπεία, η Ευδοξία;

– Ερχόταν συχνά στην Αγγλία και πηγαίναμε σε έναν καθηγητή της ψυχιατρικής.

– Τελευταία φορά πότε ήρθε;

– Μια βδομάδα πριν την τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι.

– Ο καθηγητής τι είπε;

– Σύστησε ηρεμία και δύο-τρεις εβδομάδες παραμονή στο Λονδίνο. Όμως εκείνη αρνήθηκε. Είπε πως την περιμένατε εσείς και δεν μπορούσε να είναι μακριά σας.

– Να τα πιστέψω όλα αυτά;

– Όπως νομίζετε, κύριε καθηγητά.

Απομακρύνθηκε, ελαφρά ενοχλημένη η πρώην μαθήτριά του και ξεφύτρωσε μπροστά του ο τζούνιορ. Του έκανε κατευθείαν την ερώτηση ο Γραβάνης:

– Γνώριζες πως η αδελφή σου έπασχε από βαριά κατάθλιψη;

– Αυτές είναι μαλακίες της Ελένης, τα είπε και σε εσένα; Τα ίδια λέει και για τη μητέρα μου, σε λίγο θα το πει και για μένα. Στην οικογένεια είμαστε όλοι υγιέστατοι.

– Τότε γιατί αυτοκτόνησε εκείνη;

– Από ερωτική απογοήτευση...

– Δεν βλέπω καμία απογοήτευση.

– Εκείνη έβλεπε περισσότερα από εσένα.

Βρέθηκε ανάμεσά τους η γάτα τής Ευανθίας και ο τζούνιορ την υποδέχτηκε σαν παιχνίδι του για τη συνέχεια. Ερχόταν κοντά τους και η Αναστασία, οπότε βρήκε την ευκαιρία ο μικρός για να την αποφύγει. Η Αναστασία έμεινε με τον Παναγιώτη και τον ρώτησε, μεταξύ σοβαρού και αστείου:

– Είμαι η γυναίκα της ζωής σου;

– Είσαι, της απάντησε, πολύ σοβαρά.

– Και η Ευδοξία;

– Είναι η καταιγίδα της ζωής μου.

– Η Βασιλεία;

– Η χαρά της ζωής μου. Πώς εξελίχθηκε η επιχείρηση τζούνιορ;

– Τριήμερο πανηγύρι και μετά ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Στο κρεβάτι τα δίνει όλα και δεν μπορείς να του αντισταθείς, αλλά μετά από τρεις μέρες δεν του έχει μείνει τίποτε να δώσει και είναι φυσικό η παρτενέρ του, που τα έχει πάρει όλα, να την κάνει. Έτσι είναι με τις γυναίκες και δεν θα με διαψεύσει η Βασιλεία. Έχει πάει με τη  μισή Αθήνα και όλες ψάχνουν την άλλη μισή, τώρα φλερτάρει τη γάτα.

– Με την πόζα σου στον ξενέρωτο, τι έγινε;

– Άλλο πανηγύρι... Τελειώσαμε χθες και μου λέει: «Θέλετε να δείτε τον πίνακα;»  Πήγα και είδα το έκτρωμα. Κοντοπόδαρη, χαμηλοκώλα, καμπούρα, ξεμαλλιασμένη, με χέρια μπασκετμπολίστα και βυζιά πεσμένα. «Μα δεν είναι πεσμένο το στήθος μου», του λέω. «Δεν ζωγράφιζα το δικό σας», μου λέει, «αλλά το δικό μου όραμα». Τα πήρα στο κρανίο. «Καλά», του λέω, «άνθρωπέ μου, έβλεπες το δικό μου στήθος και ζωγράφιζες το δικό σου, για να γίνει αυτό το έκτρωμα; Ποιος θα το αγοράσει;» «Έχει πουληθεί», μου λέει, «πεντακόσια...» «Σιγά μη δώσουν πεντακόσια ευρώ», του λέω. «Χιλιάρικα», μου λέει... Μου έφυγε η μαγκιά, ντύθηκα και εξαφανίστηκα άρον-άρον, με διπλάσια αμοιβή από αυτή που μου είχε υποσχεθεί. Με τα πεσμένα μου βυζιά, ας πούμε, κάποιος έγινε πλούσιος. 

Η κυρία Παπαναστασίου, με τη Βασιλεία που είχε αυτοχριστεί βοηθός της στο σερβίρισμα, έφεραν τη βασιλόπιτα. Ο πάτερ φαμίλιας έκοψε το κομμάτι του καθενός, με πρώτο αυτό της Ευδοξίας. Η Ευανθία επέμενε να κόψουν κι ένα μικρό για τη Μαφάλντα της. Το φλουρί πήγε και τρύπωσε στο μικρό κομμάτι της γάτας, που το κοίταζε μην καταλαβαίνοντας τη χρησιμότητά του, αλλά και οι συνδαιτυμόνες της δεν καταλάβαιναν τι γούρι μπορεί να φέρει σε μια γάτα το φλουρί της βασιλόπιτας. Πάλι καλά που δεν έπεσε στην πεθαμένη. Η γάτα δεν ήταν χριστιανή, και αποφάσισε, κατά το παράδειγμα της Ευδοξίας, να μη φάει το κομμάτι της βασιλόπιτας.

Ο Παναγιώτης συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πως έλειπε ο Πετράκος τζούνιορ, ο άνθρωπος των τελευταίων ημερών εκείνης. 

Η συνέχεια αύριο