Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Φ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Την άλλη μέρα, ο τζούνιορ ήρθε στο γραφείο της αδερφής του στην εφημερίδα να ζητήσει συγνώμη από αυτούς που μπροστά τους πρόσβαλε τη μνήμη της και έδωσε το ανεπίτρεπτο σόου. Ο Γραβάνης δεν το σχολίασε. Η Βασιλεία του απάντησε με ζεστή αγκαλιά. Κοιτάχτηκαν στα μάτια οι δύο νέοι, περίπου συνομήλικοι, έμειναν για λίγο ακίνητοι, και μετά εκείνος έφυγε.

– Θα τα ξαναπούμε.

– Σύντομα.

– Πότε; ρώτησε ο Παναγιώτης, όταν αποχωρίστηκαν.

– Όταν μου επιτρέψεις.

– Όποτε θέλεις.

– Απόψε.

Βγήκε εκείνη από το γραφείο, έψαξε στο κτίριο και βρήκε τον τζούνιορ. Έδωσαν ραντεβού για τις οκτώ στο Φίλιον.

Το βράδυ η Βασιλεία δεν γύρισε στη Δαφνομήλη.

 

Συναντήθηκε με τον Παναγιώτη την άλλη μέρα στο γραφείο τους, στην αρχή της βάρδιας. Δεν τη ρώτησε για την απουσία της. Με τη σειρά της δεν δικαιολογήθηκε. Δούλεψαν μαζί και κάποια στιγμή έσπασε τη σιωπή της:

– Σου είχα πει πως αν κάποτε θελήσεις να φύγω, θα το κάνω. Αν θέλω να φύγω μόνη μου, θα με αφήσεις;

– Δεν είσαι κτήμα μου.

– Η Ευδοξία θεωρούσε πως ανήκεις στην Αναστασία, εγώ λέω πως ανήκεις στην Ευδοξία, ίσως η επόμενη αποφανθεί πως ανήκεις σε μένα. Αν δεν θέλεις να δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο, θα πάω στο γραφείο του τζούνιορ.

– Εδώ είναι το γραφείο σου.

– Σε ευχαριστώ και θα είμαι μαζί σου.

– Όλες μαζί μου, εγώ μόνος μου και ο θεός εναντίον όλων.

– Η Ευδοξία έλαβε τις τελευταίες μέρες ένα μπιλιέτο από έναν μεγάλο της έρωτα.

– Η Ευδοξία σάς δουλεύει όλους και το γνώριζα.

– Τι εννοείς;

– Τίποτε. Πηδήχτηκες με τον τζούνιορ;

– Ναι. Δεν ήταν και τόσο ποιητικό, όπως με σένα, αλλά ήταν πολύ δυνατό, έχει ξετρελαθεί μαζί μου.

– Αγάπη μου...

– Αγάπη μου...

Τον κοίταξε και βούρκωσε. Δεν τους χρειαζόταν το μελόδραμα, είχαν εισπράξει μπόλικο τις τελευταίες μέρες. Θα έμεναν τα πράγματα, όπως ήρθαν.

 

Τα Χριστούγεννα η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο σπίτι του Αναπλιώτη, που είχε το γενικό πρόσταγμα της ημέρας, ντυμένος με σκούρα καφέ χρώματα και κόκκινο μαντίλι στο τσεπάκι, που κανένας δεν κατάλαβε τι συμβόλιζε, ούτε και ο ίδιος διευκρίνισε, όταν ρωτήθηκε. Ταίριαζε με το κόκκινο φουστάνι που φορούσε η Αναστασία και έκανε αντίθεση με τα λευκά  της εγγονής του. Ο Ηλίας είχε ντυθεί στα μπλε και άσπρα σαν ναυτάκι, και ο Παναγιώτης αντίστροφα του Ηλία. Ακόμα και το άσπρο φουλάρι που φορούσε ο Ηλίας, στον άλλον είχε γίνει μπλε. Ο Αναπλιώτης τους αποκάλεσε παραπληρωματικούς και ο Ηλίας τον αποκάλεσε συμπληρωματικό της Αναστασίας και κόντρα μπάσο της Ευανθίας. Ό,τι σκεφτόταν ο καθένας το άφηνε στον αέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν χαρούμενη, στον βαθμό που το κατάφερναν οι οικοδεσπότες. Ο Αναπλιώτης αποπειράθηκε να φτιάξει ατμόσφαιρα στον πρώην γαμβρό του με ένα από τα ευτράπελα της επταετίας που το διάβασε από κάποιο βιβλιαράκι:

«Των εριτίμων κυριών και δεσποινίδων, η ατιμέλεια προκαλεί αποστροφήν. Ούτω, έτι πλέον το καπνίζειν υπό των γυναικών, το μινιφουστοφορείν, το οφρυοβλεφαρογράφειν σκορπίζουν αηδίαν, διότι το Εκπαιδευτήριον δεν είναι αίθουσα ντιορικών επιδείξεων αλλά ιερά Κιβωτός θείων λειτουργημάτων», παρατηρούσε αυταρχικός, επιθεωρητής εκπαίδευσης της περιόδου. Το βιβλιαράκι το λέει, δεν είμαι αυτήκοος μάρτυς, διευκρίνισε ο αφηγητής.

Ο Γραβάνης το εισέπραξε σαν παλιομοδίτικο ανέκδοτο, καθώς το παιχνίδι με τον πρώην πεθερό του, γύρω από τη χουντική ατμόσφαιρα, είχε αρχίσει να του γίνεται βαρετό.

Από την παρέα, και κύρια από δύο μέλη της, τους έλειπε κάποιος: Η φίλη της Ευανθίας και μέχρι πριν λίγα εικοσιτετράωρα σύντροφος του πατέρα της. Βρισκόταν από το βράδυ της προηγούμενης στον Παρνασσό με τον τζούνιορ, έτσι τουλάχιστον δήλωσε. Όταν τη ρώτησε η Ευανθία «γιατί στον Παρνασσό», της απάντησε πως εκεί «υπάρχει κάποιο μυστικό». Η Βασιλεία είχε γίνει αγνώριστη μέσα σε τρεις μέρες. Ο Γραβάνης βίωνε ξανά την ισορροπία του τρόμου. Τον τελευταίο καιρό τον πλησίασε δύο φορές η μεγάλη χαρά και στις δύο κόπηκε απότομα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει κάτι στην υπόθεση της Βασιλείας. Την ερωτεύτηκε, ανταποκρίθηκε και μετά εκείνη χάθηκε. Τουλάχιστον αυτή τη φορά ο αντίζηλος ήταν ορατός. Προερχόταν από την οικογένεια της Ευδοξίας. Θυμόταν το βλέμμα του μικρού, όταν αποχωρούσε από τη φωτογράφιση που του είπε: «Δολοφόνησες την αδελφή μου, μείνε με την γκομενίτσα». Δεν σταμάτησε εκεί, το τράβηξε παραπέρα, του άρπαξε και την «γκομενίτσα». Και η άλλη αποδέχτηκε αυτόν τον ρόλο. Τον είδε νέο και αθλητικό, της γυάλισε και το παραμύθι με τον καθηγητή της τελείωσε άδοξα, για να αρχίσει άλλο. Ο τζούνιορ αποδέχτηκε τις επιθυμίες της αδελφής του, όπως δήλωνε, αλλά βάλθηκε να καταστρέψει τον αποδέκτη τους. Εφάρμοζε τους νόμους της εκδίκησης ή απλά ερωτεύθηκε τη Βασιλεία κι εκείνη ανταποκρίθηκε; Πώς ανταποκρίθηκε τόσο εύκολα, χωρίς κάποια ενδιάμεση φάση; Γιατί με τον πρώην της περιορίζεται μόνο στα τυπικά της δουλειάς; Ούτε ένα μήνυμα δεν του έστειλε από χθες, έστω για τα χρόνια πολλά.

– Καταλαβαίνω, σου λείπει, άκουσε την Αναστασία που ήρθε, έκατσε δίπλα του και του έπιασε το χέρι.

– Ναι, αλλά σύντομα θα μάθω να χάνω.

– Εμένα δεν θα με χάσεις ποτέ...

– Γλυκιά μου...

– Μεθαύριο, μετά την πόζα στον ξενέρωτο, βρισκόμαστε;

– Ευχαρίστως.

Απομακρύνθηκε εκείνη για να φέρει τα φαγητά, και ο Παναγιώτης βυθίστηκε και πάλι στις σκέψεις του, προσπαθώντας να εστιάσει γύρω από τη στάση της Βασιλείας. Δεν χρειάστηκε πολλή προσπάθεια, γιατί μετά από δέκα λεπτά εστίασε στην ίδια.

Χτύπησε το κουδούνι και η Ευανθία υποδέχτηκε τη φίλη της, με αγκαλιές και φιλιά. Πρόσφερε η επισκέπτρια από ένα δωράκι και ένα θερμό φιλί σε όλους, και ενσωματώθηκε στην παρέα. Ο καθηγητής της κοίταζε το δικό του δώρο, ένα κομπολόι, και δεν καταλάβαινε τον συμβολισμό του. Το έκανε χιούμορ; Να μετράει τους καημούς; Το πειραχτήρι ο Ηλίας βρέθηκε δίπλα του και του σιγοτραγούδησε:

Θα το δώσω το ρολόι

και θα πάρω κομπολόι

να μετράω τους καημούς

και τους αναστεναγμούς...

– Καταλαβαίνεις τίποτε; τον ρώτησε ο Παναγιώτης.

– Άσ’ τα, αγόρι μου, αν προσπαθήσεις να καταλάβεις τη γυναίκα...

– Τα βλέπεις όλα σαν πλάκα.

– Εσύ που τα βλέπεις στα σοβαρά, καταλαβαίνεις τίποτε;

Η Αναστασία, καθώς μοίραζε μεζέδες, σταμάτησε στη Βασιλεία:

– Τι έγινε; τη ρώτησε.

– Μεγάλη κουβέντα...

– Τον τελευταίο καιρό όλο αινίγματα μας τυχαίνουν στην παρέα.

Η μικρή Ευανθία ήταν μέσα στην καλή χαρά και ο Αναπλιώτης, που είχε πιει τον άμπακο, βάλθηκε να διασκεδάσει κάθε πικραμένο και τα κατάφερε. Περνούσε με άνεση από τη χούντα στον θρύλο, από τους τζιχαντιστές στον Σύριζα, περνούσε σύριζα από το κέντρο του θέματος, αλλά δεν το άγγιζε, γιατί δεν είχε καταλάβει και ο ίδιος ποιο είναι το θέμα του.

– Δεν μπορώ να εστιάσω, σχολίασε.

– Με τόσο που ήπιες, αντισχολίασε η κόρη του.

Έτσι κύλησε η βραδιά και έπαιξαν χαρτιά, με την Ευανθία να ανακηρύσσεται η τυχερή της βραδιάς, και ο Γραβάνης ο χαμένος.

– Πάντα χαμένος ήμουνα, σχολίασε.

– Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, αντισχολίασε και πάλι η Αναστασία.

Δεν απάντησε εκείνος, είδε την έκφραση της Βασιλείας που περίμενε την απάντησή του. Ήταν ώρα να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο Παναγιώτης και η Βασιλεία, δηλαδή, γιατί ο Ηλίας θα κοιμόταν στο δωμάτιο της Αναστασίας.

– Και η Αναστασία; ρώτησε ο Αναπλιώτης.

– Θα τη φιλοξενήσω, γι’ απόψε, του απάντησε ο Ηλίας.

– Θα με πετάξεις παρακάτω; ρώτησε η Βασιλεία τον καθηγητή της.

– Παρακάτω ή παραπάνω; Κυψέλη είμαστε.

– Όπου πηγαίνεις εσύ.

– Στη Δαφνομήλη.

– Αν με θέλεις...

Βρέθηκαν στο διαμέρισμά του, χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Κατέληξαν στο κρεβάτι, χωρίς και πάλι να ανταλλάξουν λέξη. Δεν είχε μεσολαβήσει τίποτε. Έκαναν έρωτα και, όταν τελείωσαν, του είπε:

– Ο φιλαράκος, στην πρώτη μας συνάντηση στο Φίλιον, απείλησε πως θα σε γαμήσει. Κατάλαβα πως ήθελε να το κάνει μ’ εμένα, για να λέει πως σου γάμησε την γκόμενα. Μας θεωρεί υπαίτιους του θανάτου της αδελφής του. Τον άφησα και τον παρότρυνα να κάνει αυτό που επιθυμούσε, τόσες φορές που να ξετρελαθεί μαζί μου, και τώρα γυρνάει και με ψάχνει. Απόψε δεν φαντάζεται πως είμαι εδώ, γιατί θα χτυπούσε από ώρα το κουδούνι.

– Είσαι ένας χυδαίος άγγελος.

– Είμαι, και από αύριο θα έχουμε νέο επεισόδιο στην ιστορία. Θα τριγυρνάμε σαν ερωτευμένοι που είμαστε, κι αυτός θα με κυνηγάει παντού.

– Ανόητες σαχλαμαρίτσες.

– Είμαι ανόητη και μου αρέσουν οι σαχλαμαρίτσες, κύριε καθηγητά.

– Γιατί το έκανες αυτό;

– Για να αναρωτιέμαι κι εγώ σε όλη μου τη ζωή. Θέλησα να αποδείξω στον εαυτό μου και σ’ εσένα πως δεν είμαι δεδομένη, δηλαδή δοκίμασα να σου πάω κόντρα και διαπίστωσα πως δεν μπορώ. Μπορείς εσύ με τη σειρά σου να μου πεις «κορίτσι μου, πάρε δρόμο».

– Δεν θα σου το πω.

– Πάμε αύριο στη Χαλκίδα;

– Έχω ραντεβού με την Αναστασία, μεθαύριο το απόγευμα μετά τον ξενέρωτο ζωγράφο που θα ποζάρει.

– Θα γυρίσουμε και θα με αφήσεις στη θεία μου, να μη λέει πως την ξέχασα.

– Στη θεία σου ή...

– Έχει καμιά σημασία; Όταν πατήσεις το κουμπί του κινητού σου, θα είμαι εδώ...

 

Πήγαν στη Χαλκίδα και πέρασαν ωραία, μαζί με τους γονείς της, που έκαναν όνειρα για το ερωτευμένο ζευγάρι. Επέστρεψαν την Κυριακή, την άφησε στο Χαλάνδρι, υποδέχτηκε την Αναστασία, της τα είπε όλα, με κάθε λεπτομέρεια κι εκείνη του είπε:

– Πάτησε το κουμπί.

Το πάτησε με σιγουριά, αλλά η Βασιλεία δεν απάντησε. Το ξαναπάτησε, και πάλι τίποτε και τίποτε. Τον έπιασε η απελπισία του. Η Αναστασία προσπάθησε να αντιστρέψει το κλίμα:

– Γιατί βρεθήκαμε σήμερα εδώ;

– Για να μιλήσουμε.

– Και για κάτι άλλο.

Βρέθηκαν στο κρεβάτι, ωραία όπως κάθε φορά. Στη μέση της διαδικασίας άνοιξε η πόρτα, με τα κλειδιά της Βασιλείας, μπήκαν εκείνη με τον τζούνιορ και αντίκρισαν από την ανοιχτή πόρτα το ερωτικό σύμπλεγμα στο κρεβάτι. Ο νεαρός όρμησε από πάνω τους:

– Θρύλε, είπε στον Γραβάνη, κόβουμε τη Βασιλεία στα δύο; Εσύ θα έχεις μισή Αναστασία και μισή Βασιλεία κι εγώ μόνο μισή Βασιλεία. Συμβιβάζομαι και έτσι...

– Κλείστε την πόρτα, του είπε αυστηρά η Αναστασία, και μετά το παζαρεύουμε.

Έμειναν οι νεαροί απέξω, τελείωσαν οι άλλοι δύο, βγήκαν, και ο Γραβάνης πρότεινε:

– Να τα βρούμε σαν πολιτισμένοι;

– Πρότεινα κάτι, είπε ο τζούνιορ.

– Εγώ δεν άκουσα τίποτε, είπε η Βασιλεία. Και δεν με αφορά, δεν είμαι σαρανταποδαρούσα.

Έγινε ένας χαμός που ο καθένας έλεγε τον μονόλογό του, και κάποια στιγμή ο τζούνιορ προσφέρθηκε να μεταφέρει την Αναστασία από το σπίτι του Γραβάνη στο δικό της.

– Θα την πέσει στην Αναστασία, είπε η Βασιλεία στον Παναγιώτη, όταν έφυγαν οι άλλοι δύο.

– Θα του κάτσει σίγουρα.

– Θα λέει πως σου πήρε και τη γυναίκα.

– Η Αναστασία ξέρει τι θα απαντήσει, αν τη ρωτήσει κανένας.

Η συνέχεια αύριο