Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Υ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Σάββατο απόγευμα βρέθηκαν στην πόλη που έβρεχε ο Εύριπος, με τους γονείς της Βασιλείας να τους περιμένουν μες στην καλή χαρά. Η καλόγουστη μονοκατοικία στη Χαλκίδα είχε γράψει στα μάτια του Γραβάνη. Ο κύριος Γεράσιμος, με κεφαλονίτικη καταγωγή, είχε αποδεχθεί τον Παναγιώτη σαν παιδί του. Ήταν ο αγαπημένος της κόρης του και σε αυτό δεν του έπεφτε παρά ο καλός ο λόγος:

– Μπορώ να σε λέω παιδί μου; τον ρώτησε.

– Και Μέγα Αλέξανδρο...

– Εντάξει, Μέγα Ναπολέοντα.

Όλο το απόγευμα τον αποκαλούσε Ναπολέοντα, όπως τον αγαπημένο τους σκύλο, και φρόντισε με τη Νικολίνα του να είναι το δωμάτιο των παιδιών τους ζεστό και να μοσχομυρίζει λεβάντα από τον κήπο τους.

Το πρωί κατέφθασαν η Αναστασία με τον Ηλία και την Ευανθία. Ο Γεράσιμος και η Νικολίνα καταλάβαιναν τα μισά από αυτά που συνέβαιναν στην ευρύτερη οικογένειά τους, αλλά το χιούμορ και η καλαισθησία τους βοήθησαν να εισπράξουν και τα υπόλοιπα. Με χιούμορ δέχθηκαν και την ανακοίνωση του Ηλία για την ακύρωση από τον γερο-Μητσοτάκη της παραγγελίας με το πορτρέτο του.

– Έχει χρόνια αυτός, είπε ο κυρ-Γεράσιμος.

– Πόσο θα πάει ακόμη; σχολίασε η γυναίκα του.

– Δεν θα πεθάνει ποτέ, έριξε το συνηθισμένο του ανέκδοτο ο άνδρας της. Ευχήθηκε να δει την Ντόρα πρωθυπουργό πριν πεθάνει, και δεν έπιασε ακόμα η ευχή του. Η ελπίδα μας είναι ο Κυριάκος, διαφορετικά θα μας θάψει όλους.

 

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, στην πόλη, στην εφημερίδα, στο Πανεπιστήμιο. Ο Γραβάνης ζήτησε να δει τον αρχισυντάκτη, που τον υποδέχτηκε στο γραφείο του.

– Θέλω μια πληροφορία, του είπε.

– Στη διάθεσή σας.

– Πώς σας έπεισε η Ευδοξία να με προσλάβετε, και αργότερα τη Βασιλεία;

– Αυτή μπορούσε να πείσει τους πάντες για τα πάντα.

– Ήμουν συγκεκριμένος.

– Κι εγώ αφηρημένος. Κύριε Γραβάνη, δεν καταλάβατε πως ήταν ερωτευμένη με το σύνολο της προσωπικότητάς σας;

– Και γιατί δίσταζε να μπει σε ανοιχτές πόρτες;

– Ίσως γιατί ήταν ολάνοιχτες. Αλλά εσείς περιμένετε κάτι άλλο, ακούστε το: Μου μίλησε για τον ιδανικό έρωτα που, αν μετατραπεί σε καθημερινότητα, θα ευτελιστεί. Οι ανοιχτές πόρτες που αναφέρατε την τρόμαζαν, γιατί όχι σπάνια συναντάς ένα έρημο σπίτι, όταν τις περάσεις.

– Αυτό ρίχνει κάποιο φως στις εικασίες μας, αλλά δεν μου αρκεί. Μπορεί να τα είπε για να σας παραπλανήσει.

– Πώς μπορεί να συνεχίσετε μια έρευνα με συνεχείς και εύκολες ακυρώσεις της κάθε πληροφορίας, από όπου κι αν σας εμφανίζεται; Δεν είστε ο κριτής των πάντων.

– Φυσικά, και συγγνώμη. Μπορεί τα πράγματα να είναι πιο απλά από όσο εγώ νομίζω.

– Ή πιο σύνθετα...

– Τώρα προχωρήσατε εσείς σε εύκολη ακύρωση και αοριστία.

– Πιθανόν... Θα έχουμε τον χρόνο να τα λέμε.

 Ο Γραβάνης γύρισε στο γραφείο του, και η Βασιλεία του παρουσίασε ένα ενδιαφέρον εύρημα που βρήκε στο κάτω μέρος ενός συρταριού της Ευδοξίας, φωτογραφία που εκείνη δεν πρόλαβε να απομακρύνει από το γραφείο της ή την είχε τοποθετήσει εκεί σκόπιμα. Η ημερομηνία στην πίσω πλευρά έγραφε: «Ερεσός, καλοκαίρι του 2015, με τον Σπύρο». Η Ευδοξία βρισκόταν στην αμμουδιά, με τον συνοδό της, που έδειχνε γύρω στα σαράντα. Εκείνος αθλητικός, γοητευτικός, με το χαμόγελο του θριαμβευτή, καθώς κρατούσε στην αγκαλιά του, αυτή την υπέροχη γυναίκα που τον κοίταζε με λατρεία. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και ξανθά, που σήμαινε πως τα έφερνε στο φυσικό τους χρώμα, όταν απομακρυνόταν από τις επαγγελματικές και κοσμικές της υποχρεώσεις. Δεν φορούσε το επάνω μέρος από το μαγιό και σχεδόν του είχε παραδώσει το σώμα της. Ποιος είναι ο Σπύρος; Ο Παπαναστασίου τζούνιορ του μίλησε για κάποιον, από τη Φιλοθέη, που είχαν περάσει με την αδερφή του τις τελευταίες καλοκαιρινές διακοπές στη Λέσβο. Κατά την άποψη του μικρού δεν ήταν σοβαρός δεσμός. Όμως ο Γραβάνης ήταν καχύποπτος απέναντι σε κάθε πληροφορία που του μετέφεραν, είτε γιατί κάτι έκρυβαν, είτε γιατί εκείνη φρόντιζε να κρύβει πράγματα. Βρέθηκε στο καρνέ της Ευδοξίας το τηλέφωνο κάποιου Σπύρου Φώτη, με διεύθυνση κατοικίας στη Φιλοθέη.

Πολύ εύκολα τον εντόπισε ο Γραβάνης και ο άλλος υπήρξε λαλίστατος. Είχε παρευρεθεί στην κηδεία της, συντετριμμένος, γιατί βίωσαν το καλοκαίρι έναν δυνατό έρωτα που κανένας από τους δύο δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Τους χώρισε ο θάνατος.

– Τόσο απλά, λοιπόν, είναι όλα; ρώτησε ο Γραβάνης τη Βασιλεία.

– Πιστεύεις αυτά που είπε κάποιος Σπύρος;

– Όχι. Όμως το βλέμμα της στη φωτογραφία μαρτυρά κάτι δυνατό γι’ αυτόν.

– Μήπως δεν είχε άλλο βλέμμα να βλέπει τον κόσμο;

Του ξανατηλεφώνησε:

– Τι έκανε τον τελευταίο καιρό;

– Είχε πολλή δουλειά στην εφημερίδα. Μου ζήτησε να απομακρυνθούμε για ένα διάστημα. Είχε ερωτευθεί κι εσάς και βρέθηκε σε σχιζοφρενική κατάσταση.

Ήταν όλα αυτά τόσο αληθοφανή που οδηγούσαν τον ερευνητή σε μια ακόμη πεζή ιστορία που δεν είχε σκοπό να αποδεχτεί. Ο άλλος συνέχισε στο τηλέφωνο:

– Αυτή ήταν η Ευδοξία. Έμπαινε σε μια ιστορία και ξαφνικά ερχόταν κάποιος που της αναστάτωνε τη ζωή, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο Γραβάνης κράτησε τις πληροφορίες του Σπύρου, αλλά αρνήθηκε να δεχθεί την ερμηνεία που έδινε εκείνος.

Η Βασιλεία το απόγευμα θα συναντούσε την Ευανθία, θα την έφερνε η μητέρα της στη Δαφνομήλη, για να πάνε σινεμά. Ήταν μια ευκαιρία να τα πει και ο ίδιος με την πρώην σύζυγό του.

– Δεν έχω αντίρρηση, είπε στη Βασιλεία... Αλλά μόνος μου με την Αναστασία... Μου την πέφτει...

– Το εκμεταλλεύεσαι δεόντως...

Ευθύμησαν όλοι και τα δύο κορίτσια έφυγαν για το σινεμά. Η Αναστασία, δίπλα στο πορτρέτο, της διηγήθηκε για την πρωινή της εμπειρεία με τον ζωγράφο που της σύστησε η Πελαγία. Ήταν στρυφνός και την έβαλε να στέκεται επί τρεις ώρες γυμνή, καθώς προσπαθούσε να χαράξει γραμμές στο τελάρο του. Κάποια στιγμή της είπε πως τελείωσε η πρώτη συνάντηση, την πλήρωσε και έδωσαν ραντεβού για την επομένη το πρωί. Η πόζα θα κρατούσε μια εβδομάδα, που η Αναστασία την προέβλεπε σαν ξενέρωμα. Ο ζωγράφος δεν ήθελε να μιλάνε, ούτε να ξεκουράζονται. Ρώτησε τον Παναγιώτη:

– Πώς πάει η έρευνά σου με τα αινιγματικά πρόσωπα;

– Το βιβλίο για τον Ιωαννίδη έχει μετατραπεί σε υπόθεση ρουτίνας. Όσο για την Ευδοξία, φοβάμαι πως επιχειρώ τυμβωρυχία. Οι σκόρπιες πληροφορίες με οδηγούν σε συμπεράσματα που δεν τιμούν αυτό που και οι δύο βιώσαμε. Λέω να σταματήσω και να παραμείνει το αίνιγμα άλυτο. Πιθανόν η λύση του να με οδηγήσει σε πληροφορίες που προσπάθησε να αποκρύψει εκείνη, για να με προστατεύσει.

Η Αναστασία επικρότησε την απόφασή του και η συζήτηση περιστράφηκε σε θέματα καθημερινά που είχαν παραμεριστεί, μέσα στα πάθη που βίωσαν. Για το σχολείο της μικρής, για την οικονομική τους ανάσα, για τους δύο συντρόφους τους, που τους πρόσφεραν μια ήρεμη ζωή, για ευχάριστες στιγμές του παρελθόντος. Ήπιαν ένα ποτό, είδαν ειδήσεις, σχολίασαν ό,τι έφερε η κουβέντα, έκαναν έρωτα σαν ευχάριστο διάλειμμα και για τους δύο, ώσπου ήρθαν τα κορίτσια. Όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε.

 

Στην εφημερίδα δούλευαν πυρετωδώς για τα εορταστικά φύλλα και το κλείσιμο του χρόνου. Όλοι είχαν ξαναβρεί τον ρυθμό που είχε αναστατώσει ο χαμός της Ευδοξίας. Ο Γραβάνης με τη Βασιλεία συμφώνησαν να μην ασχοληθούν τις γιορτές με το αρχείο της, που ήταν στοιβαγμένο στην ντουλάπα. Εκείνος έγραψε ένα μικρό κείμενο για την ιστορικότητα του Χριστού και το έδωσε στη Βασιλεία να το διανθίσει με φιλολογικές υποσημειώσεις.

Στο τέλος της βάρδιας πέρασε ο Παπαναστασίου τζούνιορ και από την πόρτα πέταξε τη φράση του, με στόχο τη Βασιλεία:

– Είμαι ο δισκοβόλος αστραπή.

– Σε δύο ώρες στη Δαφνομήλη, του ανταπάντησε με ετοιμότητα.

– Σε τέσσερις, θα προπονήσω την Αστραπή Ελληνορώσων, παίζει αύριο. Να γυμναστώ κι εγώ λίγο, να είμαι ωραίος. 

Στη Δαφνομήλη είχε πέσει το φως, όταν μπήκε ο τζούνιορ, και η Βασιλεία επιστράτευσε τρία φώτα από τη μικρή αποθήκη. Ο οικοδεσπότης, στο μεταξύ, έγραφε το κείμενο που του ζήτησε η εφημερίδα. Ήταν μια ανάλαφρη ιστορική στιγμή, κάτι σαν ευθυμογράφημα και πικάντικο παραμύθι για τις γιορτές των μεγάλων. Του έδωσε τίτλο: «Αικατερίνη η Α-B».

H Aικατερίνη η B΄, αυτoκρατόρισσα πασών των Pωσιών, υπήρξε άνθρωπoς B΄ πoιότητας. Γερμανικής, καταγωγής· Aικατερίνη η Mεγάλη, μεγάλη η χάρη της, έμοιαζε για την υπόδουλη Eλλάδα, η Kατερίνα, η Kάτια, η Kατίνα τoυ κερατά, γκόμενα τoυ Γρηγόρη Oρλόφ, άσημου συνταγματάρχη της αυτοκρατορικής φρουράς, πoυ τoν είδε μια μέρα και τον λιμπίστηκε.

O Oρλόφ γνωριζόταν με τo λoχαγό Γεώργιο Παπάζoλη και μέσω αυτoύ έγινε η συμπεθεριά με τoυς Έλληνες. Kατέβηκαν oι Oρλόφηδες, τ’ αδέρφια τoυ λoχαγoύ, στην Eλλάδα, κατά διαταγήν της Aικατερίνης και ξεσήκωσαν τoυς ραγιάδες σε επανάσταση. Έγινε της Kατίνας τo κάγκελο: τα κάγκελα, τα oρλoφικά. Aυτά τα κέρατα κατασκευάστηκαν τo 1766, όταν o Παπάζoλης κατέβηκε στo Moριά για να ξεσηκώσει τoυς Έλληνες, μoιράζoντας κερί και λιβάνι στις εκκλησίες, κoμπoσκoίνια βενετσιάνικα στα μoναστήρια, μπισκότα στoυς γαβριάδες, καθρεφτάκια και κoμπoλόγια στoυς ιθαγενείς της Πελoπoν-νήσoυ. Kι έλαμπαν όλα στoν ήλιo, μαζί με τα σιρίτια τoυ λoχαγoύ και κάτι κωλόπαιδα Mανιάτες τoυ είπανε:

«Eίσαι κάλπικoς και δίνε τoυ. Nά ’ρθει o Pώσoς κατά ’δώ και βλέπoυμε».

Η Βασιλεία είχε στήσει το φως, ενώ ο τζούνιορ έκανε τροχαδάκι πάνω-κάτω στο σαλόνι.

– Γιατί τρέχεις; τον ρώτησε εκείνη.

– Είμαι ο δισκοβόλος αστραπή, της απάντησε.

– Δεν σου έφτασε η προπόνηση;

– Οι παίχτες τρέχανε, εγώ την άραξα στον πάγκο με φραπεδιά.

– Τα παιδία παίζει, πέταξε ο Γραβάνης.

– Τα παιδιά... Θρύλε, δεν έχεις δει δισκοβόλο; Κάνω ζέσταμα.

Συνέχισε να γράφει ο Γραβάνης:

Ο Παπάζoλης έστησε καρναβάλι με Pώσoυς μασκαράδες όταν κατέβηκε o Θoδωρής Oρλόφ κι έφερε ρώσικες στολές για να ντυθoύν κάτι ψόφιοι από τα περίχωρα της Koρώνης, κoμπάρσoι τoυ δεκάευρoυ και τoυς ξαπόστειλε στην Tριπoλιτσά, δύo λεγεώνες πoυ θα συναγωνίζoνταν στη γαϊδoυρoδρoμία: H «Aνατoλική Λεγεών» και η «Δυτική Λεγεών». Aναγόρευσε και ένα Mυκoνιάτη εμπoρoπλoίαρχo σε αρχιστράτηγο και η γαϊδoυρoδρoμία άρχισε.

Τι κάνω; ρώτησε ο τζούνιορ.

Τον δισκοβόλο αστραπή, του απάντησε η Βασιλεία.

Πήρε διάφορες ανόητες στάσεις εκείνος. Συνέχιζε ο Γραβάνης:

Mεγάλη Δευτέρα χαράματα τoυ 1770, έφτασαν oι γενναίοι στην Tριπoλιτσά κι άρχισαν τo κανονίδι. Σύννεφo oι oβίδες, τόσες πoυ oι πoλιoρκημένoι έκαναν δυo βδoμάδες να καταλάβoυν τι τρέχει. Την Kυριακή τoυ Θωμά ένας πoλιoρκημένoς βγήκε σε μια πλατεία και φώναξε:

«Συμπoλίτες μoυ, απέναντι στo ύψωμα τoυ Aϊ Bασίλη έχoυν μαζευτεί καμιά διακoσαριά και κλάνoυν μέρα νύχτα και δεν αφήνoυν τη γειτoνιά μας να ησυχάσει».

Έκανε αίτηση στην τoπική oργάνωση της γειτoνιάς τoυ o πoλιoρκημένoς πoλίτης, εγκρίθηκε τo αίτημά τoυ και βγήκαν Toύρκoι καβαλαρέoι και σκόρπισαν τoυς πoλιoρκητές στoυς πέντε ανέμoυς. Άρπαξαν και τη σημαία των λεγεωνάριων, χώσανε τo κoντάρι στoν κώλo τoυ Pώσoυ μασκαρά πoυ την κρατούσε, σκίσανε τo πανί της, σκίσανε και τα σώβρακα τoυ σημαιoφόρoυ, και σκισμένα σώβρακα και σημαίες τα ’στειλαν στην Kάτια, στην Aικατερίνη τη B΄.

Αύριο στον αγώνα θα τους πάρουμε και τα σώβρακα, καμάρωσε ο τζούνιορ. Είναι η παρθενική μου σαν προπονητής.

Αισθάνεσαι σαν δισκοβόλος αστραπή; τον ρώτησε η Βασιλεία.

Αισθάνομαι σαν αγγούρι, της απάντησε.

– Χαλάρωσε και συγκεντρώσου.

Άναψε τσιγάρο ο τζούνιορ και βγήκε στη βεράντα. Συνέχιζε ο Γραβάνης:

Οι Έλληνες είχαν κρεμάσει την εικόνα της Κατίνας δίπλα στo εικόνισμα της Παναγίας και τoυ Aϊ Tαξιάρχη και περίμεναν τη Mεγάλη Aγία, ώσπoυ η αυτoκρατόρισσά τoυς ξανάστειλε στόλo κι ήρθε o Mόσκoβoς να φέρει την Άνoιξη στo Moριά, κατέβηκε και o μπαρμπα-Λάμπρoς o Kατσώνης, με στόλo στην Tζιά να διώξει τoυς Toύρκoυς και έγινε της Kατίνας τo κάγκελο, αφoύ η κυρα-Kατίνα τα ’φκιαξε με τoυς Toύρκoυς κι έμεινε o Kατσώνης να θαλασσoδέρνεται. Έφαγε τα μoύτρα τoυ κι απόμεινε στην Iστoρία τo: «Kι αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρo, ξαναπέρνα από την Άνδρo».

Δεν ξαναπέρασε, πήρε τoν κoυμπάρo τoυ, τoν Ανδρoύτσo πατέρα, με oχτακόσιoυς παλικαράδες, την άραξαν στη Mάνη και έγιναν κoυρσάρoι. Και μετά ωραίoι και oι δύo σαν Έλληνες και Δoν Kιχώτες, παράφρoνες και πρoδoμένoι, κατέληξαν στις φυλακές της Πόλης όπoυ τoυς ξέκαναν oι Toύρκoι.

Μπήκε στο σαλόνι ο τζούνιορ, λίγο αλλαγμένος, και είπε στη Βασιλεία:

– Οι αρχαίοι αθλητές κατέβαιναν γυμνοί στον στίβο.

– Βγάλ’ τα, τον προέτρεψε πειραχτικά η άλλη, τραβώντας στα άκρα.

Συνέχιζε να γράφει ο Γραβάνης:

Μετά η ωραία τσαρίνα, ξεδιάντρoπη αμετανόητη, δήλωνε πως τo ξανθό γένoς θα σώσει την Ελλάδα.

Ο τζούνιορ είχε μείνει ολόγυμνος. Είπε κοφτά στη Βασιλεία:

– Όπως βλέπεις είμαι φυσικός ξανθός, όπως η αδελφή μου.

Δαγκώθηκε με αυτό που άκουσε ο Γραβάνης, όμως συνέχισε να γράφει:

Έγινε και σήμερα της Kατίνας τo κάγκελο, με τα νέα κάγκελα που ξεφύτρωσαν. Γέμισαν τα κέντρα, τα κλαμπ της παραλίας, τα μπαρ και πρoπάντων oι ναoί τoυ έρωτά μας, με θεσπέσια πλάσματα πoυ πρooρίζoνταν για τα Μπoλσόι. Ξεσηκώθηκαν oι Έλληνες μoιράζoντας αυτoί, κερί και λιβάνι στις κoπέλες, κoμπoσκoίνια, μπισκότα, καθρεφτάκια και κoμπoλόγια, κoντoλoγίς ένα κoμμάτι ψωμί και τo δέκατo τoυ τζίρoυ πoυ τoυς απέφερε η εκμετάλλευση τoυ κoρμιoύ τoυς. Δεν τις λένε πια Κατίνες, μα Νατάσες και Oύλες και Ρoύλιες και τέτoια.

Σκoύριασαν και τα σιρίτια τoυ λoχαγoύ και κάτι κωλόπαιδα απ’ όλες τις γειτoνιές της Αθήνας, το έκαναν με γυναίκες πoυ δεν τις είδαν ούτε στoν ύπνo τoυς. Κυκλoφoρούν με σκαραβαίoυς τoυ '60 και με την γκόμενα την τρία Α για συνoδό... Ας ξανάρθει o Pώσoς κατά ’δώ και βλέπoυμε.

Ο τζούνιορ περιφερόταν με προσποιητή άνεση πάνω κάτω. Προσπαθούσε να προκαλέσει με το καλοφτιαγμένο του σώμα και με την αυστηρότητα που δεν ήταν δική του, μα δανεική. Προσπαθούσε να τρομάξει τη φωτογράφο, που ανατρίχιασε, όπως και ο Γραβάνης, όταν τον άκουσαν να λέει λόγια εκείνης:

– Έβαψα τα μαλλιά μου για να δώσω κύρος στην εικόνα μου, να μην με θεωρούν ξανθιά γλάστρα. Οι κοθόρνοι σε εξυψώνουν. Σε κάνουν να νομίζεις πως βρίσκεσαι στα σαλόνια της τραγωδίας, από τα σημαντικότερα της ανθρώπινης σκέψης...

Πώς αποστήθισε όλα αυτά που δεν τα καταλάβαινε; Έγινε ακόμη πιο προκλητικός στις κινήσεις του, και με το μόριό του σε στύση στάθηκε μπροστά στη φωτογράφο, την έπιασε από τα μαλλιά και της είπε με όσο πειστική σκληρότητα διέθετε:

– Τώρα, Βασιλεία, που τα άκουσες και τα είδες και πάλι όλα, πρέπει να φύγω και να μείνεις με τον καθηγητή σου να τα αποκρυπτογραφήσετε... Αν παραμείνω κι άλλο, θα σε βιάσω.

Άρπαξε τα ρούχα του ο τζούνιορ, ντύθηκε στα γρήγορα, κινήθηκε προς την πόρτα, σταμάτησε και πέταξε δηλητήριο στον αμήχανο Γραβάνη:

– Δολοφόνησες την αδελφή μου, μείνε με την γκομενίτσα σου.

Έμειναν κάγκελο οι άλλοι δύο, με την απρόβλεπτη έκ-βαση της βραδιάς. Τρόμαξε με αυτό που άκουσε εκείνος, τον αγκάλιασε με το ίδιο συναίσθημα η Βασιλεία.

Μετά τα μεσάνυχτα ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής το σύμφωνο συμβίωσης.

«Κλείνει ένας κύκλος οπισθοδρόμησης και ντροπής για το ελληνικό κράτος, ένας κύκλος αρνήσεως και περιθωριοποίησης χιλιάδων συμπολιτών μας και ανοίγει ένας κύκλος ισονομίας και αξιοπρέπειας», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Κανένας δεν περίμενε πως θα άνοιγε ο «νέος κύκλος».

Η συνέχεια αύριο