Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΞΞ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Ξενύχτηδες και οι τρεις, πέρασαν το πρωί από την Κυψέλη, άλλαξε η Αναστασία τα ροζ ρούχα με φούξια, πήραν την Ευανθία και τα γατιά της και πήγαν στη Χαλκίδα. Εκεί από σεβασμό κανένας δεν έκανε λόγο για το περιστατικό που συνέβη στον Παναγιώτη. Προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, να περάσουν ήρεμα την ημέρα τους.

Κάποια στιγμή η Νικολίνα πήρε τη Βασιλεία δίπλα και διακριτικά ζήτησε κάποιες εξηγήσεις για το περιστατικό. Η κόρη της ήταν κάθετη:

– Τον αγαπάω και με αγαπάει, μητέρα... Τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται να σου τριβελίζουν το μυαλό. Σου ετοιμάζουμε και το εγγονάκι που περιμένεις.

Οι δύο γυναίκες έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης.

Στο αμάξι για την επιστροφή στην Αθήνα, η Αναστασία, σαν μητέρα του λόχου, κάθισε μπροστά και άφησαν στο πίσω κάθισμα τα δύο κορίτσια και τα δύο γατάκια. Μετά από αρκετή σιωπή, ο Παναγιώτης ψιθύρισε:

– Τρία-δύο.

– Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε η συνοδηγός.

– Από τις πέντε γυναίκες που με χάραξαν τον τελευταίο καιρό μού έμειναν οι τρεις.

– Πέντε, πετάχτηκε η μικρή. Σε αγαπάνε και οι γατούλες μου.

– Όπως και να το πάρεις, η ζωή υπερισχύει, συμπλήρωσε η Βασιλεία.

– Στο δύο-ένα, όμως ισχύει το αντίστροφο.   

– Τι σημαίνει δύο-ένα; ρώτησε ξανά η Αναστασία.

– Από τις τρεις γυναίκες που μπήκαν στη ζωή μου τους τελευταίους μήνες μού έμεινε μία.

– Η καλύτερη, σχολίασε η Ευανθία.

Δεν το σχολίασε κανένας, το άφησαν να περάσει σαν αυτονόητο, άφησε εκείνος τα τέσσερα θηλυκά στην Κυψέλη και γύρισε με τη Βασιλεία στη Δαφνομήλη. Άναψαν δύο καντήλια για τις χαμένες ψυχές, ηρέμησαν εκείνες, ηρέμησε και το ζευγάρι, για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί την επόμενη δύσκολη μέρα.

 

Η κηδεία της Νέας Ευδοξίας έγινε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου, το απόγευμα της Δευτέρας, τέσσερις μήνες παρά μία εβδομάδα, μετά την κηδεία της εξαδέλφης της.

Ήταν εκεί, βουβός πρωταγωνιστής, ο Παναγιώτης Γραβάνης, με τη Βασιλεία, την Αναστασία, τη Μυρτώ και τον Άρη να του συμπαραστέκονται. Η Ευανθία έβλεπε για δεύτερη φορά το ίδιο σκηνικό: Μια γυναίκα που βρισκόταν πανέμορφη στο φέρετρο, το στολισμένο με χιλιάδες λουλούδια, που υπήρξε και αυτή μοιραία σχέση του πατέρα της. Δίπλα στο φέρετρό της, ο Mister Papanastasis και η μητέρα της νεκρής, μια ψυχρή Αμερικανίδα, ο θείος της κάπτεν Παπαναστάσης και η σύζυγός του, ένας νεαρός που τον συγκρατούσε ο τζούνιορ, για να μην καταρρεύσει, ο πρωτότοκος Παπαναστασίου που ήρθε με την Ελένη από την Αγγλία και λίγο πίσω ο Γραβάνης. Δεύτερο αίνιγμα προστέθηκε στο πρώτο. Και αυτή η γυναίκα έφευγε χωρίς να αποκαλύψει το μυστικό της ή να φωτίσει το πρώτο αίνιγμα. Ο ιστορικός και καθηγητής έπρεπε να απαντήσει σε νέα ερωτηματικά, ενώ περίμεναν απάντηση και τα παλαιά. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο κάπτεν δεν απαντήθηκε κανένα. Ο Γραβάνης δεν δέχτηκε να μιλήσει, είχε χάσει την επαφή με τα τεκταινόμενα. Την ώρα των συλλυπητηρίων πέρασε μπροστά από την οικογένεια. Συλλυπήθηκε τον πατέρα εκείνης και πρόφερε το όνομά του. Ένιωσε το χέρι του Mister στον ώμο του.

– Εσείς είσθε, κύριε Γραβάνη;... ο μοιραίος άνθρωπος... Θα ήθελα να τα πούμε. Θα μείνουμε μια εβδομάδα στην Ελλάδα.

Ο νεαρός, που τον υποβάσταζε πάντα ο τζούνιορ, ήταν αδελφός της Νέας Ευδοξίας. Λεγόταν Έντγκαρ και ψιθύρισε στον Γραβάνη:

– Μου μιλούσαν πολύ συχνά για σας, οι δύο αγαπημένες μας.

Το ίδιο σκηνικό, μόνο που δίπλα στον πληθωρικό κάπτεν προστέθηκε ο εξίσου πληθωρικός εξάδελφός του, ο Mister, και δίπλα στον τζούνιορ ο αινιγματικός Έντγκαρ, που ο καθηγητής δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τον Έντγκαρ του παραμυθιού της Νέας Ευδοξίας. Το τρίγωνο με τις δύο εξαδέλφες και τον τζούνιορ έγινε ενδοοικογενειακό τετράγωνο.

 

Την Τρίτη εμφανίστηκε στο γραφείο του Γραβάνη, ο κάπτεν συνοδεύοντας τον Mister. Ο κάπτεν έφυγε, αποχώρησε διακριτικά και η Βασιλεία, και έμεινε ο ιστορικός με το στέλεχος της Ford. Ο Mister κοίταξε στα μάτια τον Γραβάνη και του είπε:

– Κύριε καθηγητά, υπήρξατε ο μεγάλος έρωτας της κόρης μου, κάτι που αφορούσε μόνο εκείνη κι εσάς. Κανένας δεν ξέρει και δεν θα μάθει τίποτε πάνω σ’ αυτό που ψάχνεις, αγαπητέ μου Παναγιώτη. Η Ευδοξία μου διέπραξε το τέλειο έγκλημα, με θύμα τον εαυτό της.

Δεν πίστευε στ’ αυτιά του ο καθηγητής. Ο Mister επαναλάμβανε αυτά που του είχε πει πριν τέσσερις μήνες ο κάπτεν για τη δική του κόρη. Προσπάθησε να κάνει κι αυτός τις ίδιες ερωτήσεις:

– Δικαιούμαι να ερευνήσω την υπόθεση;

– Φυσικά, αγαπητέ μου. Αν όμως εκείνη θέλησε να μείνει στη μνήμη μας σαν διαρκές αίνιγμα και έκλεισε ερμητικά πόρτες και παράθυρα, από πού θα μπεις να ψάξεις; Στο σόι μας είμαστε μια οικογένεια που μιλάμε μεταξύ μας για όλα.

Είπε και πάλι τα ίδια, μόνο που αντί «στο σπίτι», είπε «στο σόι μας». Απλά διεύρυνε τον κύκλο του αινίγματος.

Εκείνη την στιγμή μπήκε η Βασιλεία, σαν κάποιος σκηνοθέτης να την καθοδήγησε στο πότε έπρεπε να μπει. Την είχε στείλει ο κάπτεν. Συνέχισε ο Mister, μετά τη διακοπή, κοιτάζοντας και το τρίτο πρόσωπο της παρέας:

– Για να καταλάβεις: Όταν λέω μιλούσαμε, εννοώ πως μου μετέφερε το κλίμα της φωτογράφισής της από την κυρία, μου μίλησε για τις γυμνές φωτογραφίες της, που σας ανήκουν, και για όλες σας τις συναντήσεις. Ξέρω όσα ξέρεις και δυστυχώς δεν ξέρω τίποτε παραπάνω για να σε βοηθήσω, αν θελήσεις να ψάξεις παραπέρα. Αυτό το κράτησε για τον εαυτό της. Είμαι σίγουρος πως αυτοκτόνησε γιατί φοβήθηκε μήπως προδώσει το μυστικό που έκρυβε... Τώρα πρέπει να φύγω, με περιμένουν στην αμερικανική πρεσβεία. Θα είμαι στη διάθεσή σου, αν κάτι χρειαστείς...

Έγιναν όλα με καρμπόν. Μίλησε για αυτοκτονία, προκειμένου να μην προδώσει το μυστικό που έκρυβε. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε με απορία. Μίλησε εκείνος:

– Εδώ η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά σαν πόλεμος νεύρων, από ένα σόι που είναι όλοι τους πρόσωπα φαρσοκωμωδίας. Θα δεις που σε λίγο θα σκάσουν και περιουσιακά στοιχεία που θα βρεθούν στο όνομά μου εδώ και στην Αμερική.

Μέσα στην ημέρα ο Γραβάνης βρέθηκε να έχει στην κατοχή του το διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ, που ήταν στην κατοχή της Νέας Ευδοξίας, δύο διαμερίσματα στην Αμερική, τρεις μαύρες Ford και αρκετές καταθέσεις. Του μετέφερε την πληροφορία τηλεφωνικά ο τζούνιορ, ενώ το βράδυ θα έφερνε στη Δαφνομήλη τον Έντ-γκαρ. Μετέφερε και η Βασιλεία την πληροφορία τηλεφωνικά στην Αναστασία, για να εισπράξει την απάντηση εκείνης:

– Θα κάνω χρήση του δικαιώματός μου να σε χωρίσω, για να τον παντρευτώ ξανά.

– Προς το παρόν θα σου χαρίσουμε μια μαύρη Ford, της απάντησε χαριτωμένα η νέα κυρίαρχος του πρώην συζύγου της.

– Καλή ιδέα, σε δύο μέρες έχουμε τα εγκαίνια της έκθεσης του Ηλία. Θα κάνω εμφάνιση σαν ροζ κουφέτο σε μαύρη Ford. Δεν έχει καμιά ροζ Ford;

– Έχει, φτάνει να είναι μαύρη. Ο Henry Ford είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του: «Κάθε πελάτης μπορεί να αγοράσει ένα αυτοκίνητο βαμμένο σε οποιοδήποτε χρώμα θέλει, αρκεί αυτό να είναι μαύρο».

– Καλά, τότε να μου στρώσετε φούξια χαλί. Λεφτά υπάρχουν. Οι μαύρες εξαδέλφες μάς έκαναν πλούσιους. Βλέπω τον Παναγιώτη μας και στέλεχος της Ford. Έφτιαξα σχέδιο: Άκου, θα πείσω τον Mister Papanastasi να αγοράσει ένα πορτρέτο μου, γυμνό, και να το βάλει στα κεντρικά γραφεία της Ford. Μετά θα με φωτογραφίσουν για το ημερολόγιό τους, όπως κάνει η Pirelli. Γιατί καλύτερες είναι εκείνες; Εσύ θα με φωτογραφίσεις και με υψηλό κασέ. Δεν είμαστε όποια κι όποια...

– Δεν παίζεσαι με τίποτε.

– Άσ’ το πάνω μου...

Από τη βραδινή επίσκεψη το ζευγάρι περίμενε κάποιες απαντήσεις, οι οποίες και δόθηκαν, για να περιπλέξουν όμως ακόμη περισσότερο την υπόθεση, αφού ο Έντγκαρ ήταν πραγματικά πρόσωπο κλειδί στο τετράγωνο της σχέσης.

Ο Έντγκαρ ήταν άρρωστος από AIDS σε προχωρημένη μορφή και είχε έρθει στην Ελλάδα λίγο πριν τον θάνατο της αδελφής του. Πήγε αυτή στην Αμερική και τον έφερε. Άρα οι ισχυρισμοί του τζούνιορ για Θεσσαλονίκη και Βουλγαρία ήταν παραμύθια. Ο Έντγκαρ ήθελε να αποχαιρετίσει την Ελλάδα που την προηγούμενη χρονιά τού χάρισε ωραίες στιγμές και να ζήσει κάποιες μέρες με την αδελφή του. Ήταν πολύ δεμένος με τις δύο εξαδέλφες, κάτι σαν τρεις αδελφές ψυχές που θα συναντιόνταν σύντομα στον ουρανό. Δεν έκανε ποτέ έρωτα με καμία από τις δύο. Ο ίδιος δήλωσε ομοφυλόφιλος και η αρρώστια ήρθε από τη σχέση του με ένα αγόρι που είχε πεθάνει. Η αλήθεια ήταν πως οι δύο εξαδέλφες προσπάθησαν να τον στηρίξουν και ήταν διατεθειμένες να κάνουν έρωτα μαζί του, για να του δείξουν πως δεν φοβούνται την αρρώστια του. Εδώ ο τζούνιορ δικαιωνόταν όταν έλεγε πως οι υπόλοιποι ήταν υγιέστατοι. Όμως ο τζούνιορ επέμενε πως έκανε εκπληκτικό έρωτα με τη Νέα Ευδοξία, ενώ ο Γραβάνης και η νεκροψία τη βρήκαν παρθένα, μέχρι την τελευταία της ημέρα. Έτσι κι αλλιώς μοιάζει να μην υπήρξε σεξουαλική πράξη μεταξύ του Έντγκαρ και της αδελφής του. Το βράδυ του χαμού της δεν ήρθε στη Δαφνομήλη γιατί αισθανόταν πολύ άσχημα, έμεινε στο σπίτι της αδελφής του, εκεί που έμενε ακόμη με τη μητέρα και τον πατέρα του. Μετά από μία βδομάδα που θα έφευγαν για την Αμερική, το σπίτι θα περνούσε στον Γραβάνη, ήταν επιθυμία της αδελφής του. Η εξαδέλφη του δεν έπασχε από AIDS, οι πληροφορίες της αδελφής του ήταν μπλόφα για το μυθιστόρημά της. Είχε έρθει και στα τρία προηγούμενα ταξίδια της στην Ελλάδα και όχι στο ένα, όπως ισχυρίστηκε εκείνη. Έμεναν στο Ψυχικό, αλλά και στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Οι φωτογραφίες που έδειξε η αδελφή του στον Παναγιώτη ήταν ένα αθώο παιχνίδι μιας μεθυσμένης βραδιάς.

Με αυτές τις πληροφορίες ο Έντγκαρ έβαζε τα πράγματα σε κάποια αξιόπιστη τάξη, αλλά δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα. Γιατί οι δύο εξαδέλφες έφτασαν εκεί που έφτασαν; Για τον Παναγιώτη; Το επιχείρημα είχε αρχίσει να χωλαίνει σοβαρά. Γιατί στήθηκε όλο αυτό το διηπειρωτικό μπλέξιμο που κατέληξε σε αστρικό; Τι πήγαν να βρουν στον άλλο κόσμο και γιατί εγκατέλειψαν τον επίγειο, πλούσιες, όμορφες, νέες και με λαμπρή καριέρα μπροστά τους; Τα άφησαν όλα σε ένα καθηγητάκο της Ιστορίας και πήγαν στα θυμαράκια για χάρη του; Μα η πρώτη τον είχε άμα τον ήθελε, και η δεύτερη δεν τον έπεισε πως τον θέλει.

Πέρασαν μια ήρεμη βραδυά, με σεβασμό στον άρρωστο Έντγκαρ, που τον μετέφερε νωρίς ο τζούνιορ στην Πατριάρχου Ιωακείμ.

Οι δύο Ευδοξίες ευχαρίστησαν στον ύπνο τους τον Παναγιώτη και τη Βασιλεία, που πέρασαν τη βραδιά τους με τα αδέλφια τους, μιλώντας γι’ αυτές.  

Η συνέχεια τη Δευτέρα