Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΝΝ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Την Παρασκευή, πρώτη μέρα του Απρίλη, η οικογένεια Παπαναστασίου φρόντιζε για την κηδεία της ανιψιάς τους. Επιθυμία της ήταν να ταφεί δίπλα στην εξαδέλφη της.

– Πρωταπριλιά σήμερα, είπε ο Γραβάνης στη Βασιλεία. Πολύ κακόγουστο το ψέμα που μας λένε.

Τον άφησε εκείνη να συνέλθει από μόνος του. Δεν είχε ακόμη ανοίξει την τηλεόραση, εκεί που τα πρωϊνάδικα μιλούσαν για τον περίεργο θάνατο της Ελληνοαμερικανίδας Ευδοξίας Παπαναστασίου, κάτω από το σπίτι του γνωστού καθηγητή και συντάκτη εφημερίδας, Παναγιώτη Γραβάνη, την ώρα που η γυναίκα του βρισκόταν σε κοντινή καφετέρια με τον εξάδελφο και σύντροφο της νεκρής. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, κατά τις δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου της αστυνομίας.

Μετά από μία ώρα ο Γραβάνης έδινε κατάθεση στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Η νεκροτομή έδειξε σπέρμα στη μήτρα της κυρίας που θα εξεταζόταν σε ποιον ανήκει. Ο ίδιος αποδέχτηκε πως ήταν δικό του. Η κυρία τελούσε τη σεξουαλική πράξη για πρώτη φορά, αυτό το υποπτεύθηκε και ο ίδιος την επίμαχη στιγμή.

Όταν τελείωσε η κατάθεση, πήγε στο γραφείο του και περίμενε τη Νέα Ευδοξία να του διαβάσει τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της. Είδε τη φωτογραφία του και τη  φωτογραφία εκείνης να ετοιμάζονται για το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας με εκτενές ρεπορτάζ. Οι συνάδελφοί του τον κάλυπταν απόλυτα, ενώ ο κάπτεν μιλούσε ανοιχτά για κατάθλιψη και μονομανία της ανιψιάς του που την οδήγησε στον θάνατο, ενώ εμφάνιζε την εμπλοκή του Γραβάνη στο περιστατικό σαν τυχαία. 

Τον έπιασε πανικός. Η Βασιλεία τον περίμενε, μητέρα, σύζυγος, φίλη και ερωμένη, για ό,τι του ζητούσε και όποια στήριξη του χρειαζόταν.

– Εγώ σε άφησα, σε ώθησα καλύτερα, να προχωρήσεις σε αυτά που έγιναν χθες. Φυσικά και έχεις την κάλυψή μου και δήλωσα πως είμαστε ελεύθερο ζευγάρι, γιατί μας ενώνει μια πολύ δυνατή σχέση.

– Σε ποιον το δήλωσες;

– Στον δημοσιογράφο που όρισε ο κάπτεν για να καλύψει την υπόθεση.

– Δεν θα το σχολιάσω, γιατί άλλο είναι το θέμα μου.

– Ποιο;

– Με απασχολεί που δεν ήρθε ακόμη εκείνη να μου διαβάσει αυτά που έγραψε μετά τη χθεσινή εμπειρία της.

– Ηρέμησε, αγάπη μου. Δεν θα έρθει.

– Γιατί;

– Έτσι όρισε τη ζωή της, όπως και η εξαδέλφη της. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.

– Μα δεν είναι δυνατόν να πέθανε...

– Θα ζει κι αυτή μαζί μας για πάντα. Πέρασε δίπλα μας και άφησε τα ίχνη της.

Άρχισε κάτι να παγώνει και να πονάει το σώμα του. Όπως στο χτύπημα που δεν πονάει όσο είναι ζεστό και το αισθάνεσαι μετά. Κι αν ακόμη είχε πεθάνει, θα ζούσε μαζί τους για πάντα. Η τραγωδία απέκτησε ταίρι. Aν είχε πεθάνει και η Νέα Ευδοξία, μετά από την υπερβολική δόση φωτός και σκοταδιού που έριξε στην υπόθεση της εξαδέλφης της, τότε θα άφηνε πίσω της το χάος. Η αστυνομία θα τον ενοχλούσε συχνά και θα σκάλιζε ξανά την υπόθεση θανάτου της πρώτης Ευδοξίας, ο κάπτεν θα ξεκινούσε δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα, ο τζούνιορ θα το έπαιζε Πυθία, η Βασιλεία θα τον συμπονούσε, όπως και η Αναστασία, ενώ οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν να σφυρίζουν αδιάφορα. Θα σφύριζε και αυτός αδιάφορα για όλα, όμως δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τη δική του μονομανία για δύο νεκρές ερωμένες. Αν δεν μάθαινε την αληθινή αλήθεια, δεν θα έβρισκε ησυχία, θα τριγυρνούσε σαν τον κολασμένο και θα ρωτούσε τους περαστικούς μήπως είδαν τις δύο Ευδοξίες. Κόλλησε η βελόνα του μυαλού του στις νεκρές του ερωμένες και αυτός ήταν ερωτευμένος με το απόλυτο πλάσμα, τη Βασιλεία. Για πρώτη φορά καθάρισε η εικόνα της στο εικονοσκόπιο του μυαλού του: Ψηλή, λεπτή, καστανόξανθη, με υπέροχο στήθος και πόδια και δυο σπάνια πράσινα μάτια που τα πλαισίωναν μπλε βλεφαρίδες. Η Βασιλεία ήταν η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου, γιατί το ήθελε αυτός, και ο θεός που την έπλασε. Οι άλλες δύο έρχονταν από πλάγια, σαν σειρήνες, μάγισσες, ερινύες, να αναστατώσουν τη ζωή σε ένα καθώς πρέπει δημόσιο πρόσωπο. Αυτός ήταν μαζί τους, προσκολλημένος στο άρμα τους, και όχι με τη Βασιλεία, τον φύλακα άγγελό του και την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Του τηλεφώνησε ο Παπαναστάσης:

– Να πεις δυο λόγια στην κηδεία της, να φύγουν και οι υποψίες από πάνω σου, αν και δεν ευθύνεσαι για τίποτα. Η κηδεία θα γίνει τη Δευτέρα το απόγευμα. Θα έρθουν οι δικοί της από την Αμερική.

– Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

– Κάνε πως καταλαβαίνεις...

– Βασιλεία, βοήθεια...

– Πάμε σπίτι.

Χώθηκε στο κρεβάτι και η άλλη τον πήρε στην αγκαλιά της ως το πρωί του Σαββάτου. Δεν είχαν βγάλει ούτε τα ρούχα τους. Στον εφιαλτικό ύπνο τους περνοδιάβαιναν οι δύο Ευδοξίες αμήχανες, όπως αμήχανα τις υποδέχτηκαν και οι ονειρευόμενοι.

 

– Σήμερα δεν είναι Πρωταπριλιά, είπε στη Βασιλεία ο Παναγιώτης. Το κακόγουστο ψέμα που μας είπαν χθες το λένε και σήμερα τα κανάλια, άρα η Νέα Ευδοξία πέθανε.

– Πάμε στη Χαλκίδα;

– Όχι, δεν θέλω να βγω από το σπίτι. Δεν θέλω να συναντήσουμε κόσμο που θα ρωτάει το πώς και το γιατί. Χθες πήγα στην εφημερίδα υπνωτισμένος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι έγινε.

Του τηλεφώνησαν από το αστυνομικό τμήμα να περάσει για συμπληρωματική κατάθεση. Δεν είχε διάθεση να πάει ξανά. Τηλεφώνησαν και στη Βασιλεία. Πήγαν μαζί και κατέθεσαν όσα γνώριζαν για τις κινήσεις της Νέας Ευδοξίας την τελευταία ημέρα της ζωής της. Κατέθεσε ξεχωριστά ο καθένας, αλλά είπαν τα ίδια, ενώ τα ίδια είχε καταθέσει και την προηγούμενη μέρα ο τζούνιορ. Για τις τελευταίες στιγμές εκείνης, που τις γνώριζε μόνο ο Γραβάνης, είπε την αλήθεια, και κατέθεσε όσες λεπτομέρειες του ζήτησαν. Ήταν διατεθειμένος να μιλήσει ακόμη και γι’ αυτά που αισθανόταν το μοιραίο βράδυ, όμως η δικαιοσύνη δεν κρίνει τα αισθήματα, αλλά τις πράξεις των εμπλεκομένων στην υπόθεση.

Οι πράξεις του δεν εμφάνιζαν τίποτε το ενοχοποιητικό. Αν όμως αυτός είχε αισθανθεί διαφορετικά για εκείνη, ίσως δεν θα έφτανε στο απονενοημένο διάβημα. Τι σημαίνει «ἀπονοοῦμαι»; Βρίσκομαι σε απόγνωση. Οι δύο Ευδοξίες ήταν πολύ απελπισμένες, απεγνωσμένες, όταν προχώρησαν στο διάβημα και μπήκαν στον Αχέροντα. Ήταν ο καθηγητής μοιραίος άνδρας στη ζωή τους; Ήταν η μία μοιραία για την άλλη ή η μοίρα της κάθε μιας επεφύλασσε τη συμφορά; Τι θα επακολουθούσε; Τι σκόπευαν να πράξουν οι Ερινύες, ο Άρειος Πάγος, η Αθηνά και ο Παπαναστάσης; Θα ερχόταν και ο εξάδελφός από την Αμερική, ο Mister Papanastasis. Γιατί ο τζούνιορ το έπαιζε άνετος, όπως και όλη η οικογένεια, που εύκολα ξεπέρασε ακόμη και τον θάνατο της κόρης τους; Μπαινόβγαιναν όλοι εύκολα την πόρτα που οδηγεί από τη ζωή στον θάνατο και πάλι πίσω. Έπαιζαν με τα όρια, σκάρωναν φάρσες, μιλούσαν για αυτοκτονίες, δολοφονίες, βαριές καταθλίψεις και μονομανίες, όπως μιλούσαν για το μεσημεριανό ή το βραδυνό δείπνο. Οργάνωναν νεκρόδειπνα για το παιδί τους, όπως τα πικ-νικ. Ο κάπτεν τα μετέτρεπε όλα σε αστυνομικά ρεπορτάζ. Στο ίδιο κλίμα μεγάλωσαν και συνέχιζαν να δρουν και οι δύο εξαδέλφες. Μπαινόβγαιναν από την ίδια πόρτα και δεν κατάλαβαν πως πέθαναν στ’ αλήθεια. Δεν άφηναν τους ζωντανούς να φροντίσουν για τη μνήμη τους, να τις κλάψουν και να βιώσουν την απώλειά τους. Φρόντιζαν αυτές για τη μετά θάνατον ζωή τους, «ωσεί παρούσες», έκλαιγαν για τον εαυτό τους και βίωναν την απώλειά τους.

– Τα ίδια με την άλλη θα κάνει κι αυτή, σχολίασε η Βασιλεία, που είχε μπει στη σκέψη του συντρόφου της.

Είχαν γυρίσει στο σπίτι των φαντασμάτων. Οι δύο Ευδοξίες τους παρακολουθούσαν από τον τοίχο, ολόγυμνες και ολοζώντανες, στα κάδρα που τις είχε κλείσει η Βασιλεία. Κατέφθασε, το μεσημέρι και η τρίτη από τον θίασο του τοίχου, η Αναστασία, αυτοπροσώπως και απρόσκλητη, για να τους παρηγορήσει.

– Βγάλτε με από εκεί, είπε και έδειξε τον πίνακα του Ηλία, κι εμένα και τη Βασιλεία. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.

– Ποιοι είναι οι ζωντανοί και ποιοι οι πεθαμένοι; τη ρώτησε ο πρώην σύζυγός της.

– Με βλέπεις για πεθαμένη; αντιρώτησε.

– Εσύ ζωντανή μού φαίνεσαι...

– Για μένα μιλούσαμε, και κόψτε την κηδεία, δεν πέθανε και κανένας...

– Η Νέα Ευδοξία...

– Αυτή είναι σαν τη Νέα Φιλαδέλφεια, θα μπαινοβγαίνει όπως η ΑΕΚ, σε όποια κατηγορία τη βολεύει.

– Την ψώνισες κι εσύ, σχολίασε η Βασιλεία.

– Προσπαθώ να αλλάξω το κλίμα... Σαν τι θα με φωτογραφίσεις σήμερα; την ρώτησε.

– Σαν μαύρη χήρα, τσετσενικού αντάρτικου.

– Δεν μου πάνε τα μαύρα. Αυτές είναι μοβόρες, εγώ είμαι πανηγύρι. Ντύθηκα σήμερα ροζ, σαν κουφέτο.

Η Βασιλεία είχε ήδη στήσει τη φωτογραφική της μηχανή. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεκολλήσει και ο Παναγώτης από την κατάθλιψη που τον πολιορκούσε. Ο ίδιος αφέθηκε στο παιχνίδι των δύο αγαπημένων του γυναικών. Ταξίδεψε με το μυαλό του ιστορικού στις ορεινές περιοχές του Βόρειου Καυκάσου και συνάντησε τη μαύρη χήρα που την υποδυόταν απέναντί του το κουφέτο. Κουφέτο την αποκαλούσε τότε που πρωτογνωρίστηκαν, στις αρχές του αιώνα, γιατί της άρεσαν τα ροζ ρούχα και ήταν ροδοκόκκινη, όλο υγεία και καμπύλες.

– Έχεις καιρό να με πεις κουφέτο, είπε γλυκά εκείνη στον Παναγιώτη.

– Μου το θύμισες σήμερα.

– Σαν μαύρη χήρα, σχολίασε η Βασιλεία.

– Καλά, έτσι και εκθέσεις καμιά φορά αυτές τις φωτογραφίες θα εισβάλουν οι αγριογκόμενες και θα κάνουν τη γκαλερί θερινή. Ιστορικέ, μάλλον ιστορικοί είσαστε και οι δύο. Κύριε καθηγητά, λέγε κάτι, να μαθαίνω κι εγώ και να εμπνέομαι στις πόζες μου. 

– Οι μαύρες χήρες είναι μάρτυρες του ισλαμικού ιερού πολέμου, θηλυκοί τζιχαντιστές, δηλαδή.

– Εγώ τώρα πρέπει να βάλω μία μπόμπα εδώ μέσα, ή να πάρω το κουζινομάχαιρο και να σφάξω εσένα, για να μας φωτογραφίσει η Βασιλεία; Αυτές δεν έχασαν τους άντρες τους στον πόλεμο;

– Έτσι πιστεύουν στη Δύση. Έχασαν συγγενείς, στους πολέμους των Ρώσων κατά των ισλαμιστών ανταρτών στην Τσετσενία από το 1994 ως 1996 και από το 2003 ως 2004.

– Είναι πολλές;

– Μιλάνε για εκατοντάδες, αλλά εγώ πιστεύω πως είναι μερικές δεκάδες. Διακρίνονται για το χαμηλό τους μορφωτικό επίπεδο και τον θρησκευτικό τους φανατισμό.

– Δηλαδή είμαι φανατισμένη και αγράμματη, χαζούλα...

– Θεωρούν τους ρώσους κατοχικό εχθρό. Ζώνονται τα εκρηκτικά και ανατινάζονται εκεί που υπάρχει πλήθος.

– Τα κατάλαβα όλα, θα είμαι τέλεια, σαν ροζ ζωντοχήρα.

Η Βασιλεία είχε ήδη τραβήξει κάποιες φωτογραφίες, καθώς η Αναστασία άκουγε τον εκπαιδευτή της, να τη διδάσκει το πώς να ζώνεται τα εκρηκτικά, να τα ενεργοποιεί και να παραμένει ψύχραιμη την ώρα του θανάτου. Το κουφέτο πήγε στην κουζίνα και γύρισε  ζωσμένη με μαχαιροπίρουνα, τον τρίφτη του τυριού, τον λεμονοστύφτη, τον παγοκόφτη, την αλατιέρα και ένα σουρωτήρι για κράνος. Ξεράθηκαν οι άλλοι στα γέλια και άρχισε νέος γύρος φωτογραφιών. Η Αναστασία έβαλε τα δυνατά της και ανταποκρίθηκε στον ρόλο της μαύρης χήρας, σε ροζ εκδοχή, αλλά κύρια ανταποκρίθηκε στον ρόλο που ήρθε να παίξει. Να απαλύνει, δηλαδή, τη μαυρίλα στο διαμέρισμα.

Δεν βγήκαν καθόλου από το σπίτι, δεν σήκωσαν τηλέφωνα, έμεινε μαζί τους το βράδυ η Αναστασία και ξάπλωσε στο δωμάτιο της κόρης της. Προχωρημένα μεσάνυχτα άρχισε το πανηγύρι. Οι δύο Ευδοξίες έκαναν επίθεση, σαν μαύρες χήρες, σαν χάροντες για τον χαλασμό. Χάλασαν πρώτα τον ύπνο του αγαπημένου τους, που τις ξέχασε και πέρασε τη μέρα του με ροζ ιστορίες, επιτέθηκαν στο όνειρο της Βασιλείας και μετά όρμησαν στην Αναστασία. Εκείνη ασυνήθιστη στο φαινόμενο άρχισε να ζητάει βοήθεια, και χωρίς να ξυπνήσει, σηκώθηκε σαν υπνοβάτης και πήγαινε κατά την βεράντα. Μπερδεύτηκε με τα κουζινικά που είχαν παραμείνει στο σαλόνι και έκανε θόρυβο. Ο Παναγιώτης έβλεπε να τον κυνηγούν οι δύο ερινύες, άκουσε τα πυρομαχικά να σκάνε, πετάχτηκε στο σαλόνι, βγήκε στη βεράντα και άρπαξε την Αναστασία, πριν εκείνη αποβεραντωθεί και πεζοδρομηθεί. Είχε βγάλει και τα ρούχα της, έτοιμη να γίνει πρωτοσέλιδο την επομένη. Την ξύπνησε στην αγκαλιά του ο άλλος, τη χάιδεψε, την έφερε στο δωμάτιό του, όπου η Βασιλεία πάλευε ακόμη με τους εφιάλτες.

– Μας την πέσανε οι μαύρες χήρες, ψιθύρισε η Αναστασία.

Ξύπνησαν και τη Βασιλεία, αγκαλιάστηκαν και αποφάσισαν να μην κοιμηθούν άλλο, αλλά να αντιμετωπίσουν τον εχθρό ξύπνιοι και ενωμένοι. Ο Γραβάνης είχε την πληρέστερη εικόνα από τους τρεις, πάνω σε αυτό που παραλίγο να συμβεί. Σαράντα οκτώ ώρες μετά το πέταγμα στο πεζοδρόμιο και στον ουρανό της Νέας Ευδοξίας, αποσοβήθηκε η επανάληψη με την Αναστασία. Η πράξη της τελευταίας δεν θα ήταν απονενοημένο διάβημα, αλλά σκέτη φαρσοκωμωδία. Θα πέθαινε το πιο χαρούμενο πλάσμα του κόσμου. Όλοι κουβαλούσαν κάτι από θάνατο, μόνο η Βασιλεία αντιστεκόταν και η Αναστασία την είχε ξεπεράσει. Η παρουσία της κραύγαζε την παρουσία της ζωής. Ο θάνατος των δύο Ευδοξιών προκαλούσε τον Γραβάνη προς πλήθος διανοητικών ακροβατισμών. Ο θάνατος της Αναστασίας θα ήταν μία μαλακία και μισή.

– Καλά στ’ αλήθεια πήγα να πηδήξω; ρώτησε εκείνη.

– Άσ’ το, μη μου το θυμίζεις, αγάπη μου...

– Μη χειρότερα, θα σας άφηνα όλους χήρους.

Κοίταξε το κινητό της και βρήκε δύο μηνύματα που ήρθαν την ώρα του χαλασμού. Ένα από τον Ηλία:

«Είσαι καλά;»

«Είμαι με τη Βασιλεία και τον Παναγιώτη, μην ανησυχείς», του απάντησε.

Και ένα από την Ευανθία:

«Μαμά, είσαι καλά;»

«Ναι, αγάπη μου, είμαι με τον μπαμπά και τη φίλη σου, όνειρα γλυκά», της απάντησε.

Βρήκε και ο Παναγιώτης μήνυμα από την κόρη του:

«Μπαμπά, είσαι καλά;»

«Ναι, αγάπη μου, είμαι με τη μαμά και τη φίλη σου, όνειρα γλυκά», της απάντησε κι αυτός.

– Βρε, τι πήγαμε να πάθουμε, σχολίασε η Αναστασία και έσφιξε κοντά της τους άλλους δύο. Άκου απαίτηση η Νέα Ελβετία: Να χωρίσει ο Παναγιώτης μου το κορίτσι του και να παντρευτεί εκείνη. Αυτό μόνο εγώ μπορώ να το ζητήσω.

– Για σένα θα το δεχτώ, αντισχολίασε η Βασιλεία.

Βρήκε εκείνος ένα ακόμη μήνυμα από τη Νέα Ευδοξία:

«Τέλος ενός παιχνιδιού και αρχή του άλλου...»

Αλαφιάστηκε, του πήρε το κινητό η Αναστασία, διάβασε το μήνυμα, προχώρησε πιο κάτω και είδε την ημερομηνία και την ώρα. Ήταν μερικά δευτερόλεπτα πριν ο αποστολέας πηδήξει στο κενό. Ο Γραβάνης δεν είχε προσέξει αυτό το μήνυμα, που έδειχνε πως η Νέα Ευδοξία είχε πλήρη συνείδηση αυτού που έκανε και αυτών που θα επακολουθούσαν. Τα οργάνωσε όλα, όπως η εξαδέλφη της.

Η συνέχεια αύριο