Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΒΒ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Τη Δευτέρα το ζευγάρι πήγε από τη Χαλκίδα κατευθείαν στην εφημερίδα. Εκείνος είχε σκοπό να μην ανακοινώσουν τίποτε σε κανέναν. Θα το κρατούσαν όσο πιο προσωπικό γινόταν. Το είπε η Βασιλεία στον τζούνιορ, όταν τον συνάντησε στο κυλικείο. Εισέβαλε εκείνος στο γραφείο της αδελφής του και συνεχάρη θερμά τον κατά φαντασίαν γαμβρό του. Ακολούθησαν ο πατέρας του και ο Πετράκος τζούνιορ. Ο αρχισυντάκτης του τηλεφώνησε, να τον συγχαρεί και αυτός. Του τηλεφώνησε και η μητέρα της Ευδοξίας.
– Είναι το τυχερό σου, του είπε. Η κόρη μου ήταν άτυχη. Να έχεις την ευχή μου, έχεις και τη δική της.
– Σίγουρα, μητέρα; τη ρώτησε.
– Σίγουρα.
Άρχισε να σιγουρεύεται εκείνος πως βρισκόταν σε καλό δρόμο.
Το απόγευμα κάλεσαν στη Δαφνομήλη τους υπόλοιπους της ομάδας και τον Παπαναστασίου τζούνιορ. Ο τελευταίος πέταξε από συνήθεια την ατάκα της βραδιάς:
– Καλά... παιδιά... έχουμε τρελαθεί εντελώς...
Η Αναστασία είχε βρει άλλη δουλειά σαν μοντέλο, μέσα από αγγελία, αυτή τη φορά σε φωτογράφο που δούλευε ασπρόμαυρες φωτογραφίες με σκληρά κοντράστ. Άναβε εκείνος πέντ’-έξι προβολείς που η άλλη τους έβλεπε σαν φούρνους για μπριζόλες και γινόταν η ίδια μπριζόλα. Δεν έβλεπε τίποτε, την έτσουζαν τα μάτια, καιγόταν το σώμα της, δεν καταλάβαινε αν ο φωτογράφος ήταν εκεί ή χοροπηδούσε μόνη της. Η Μυρτώ δεν έπαιξε στην τσόντα ρουτίνας, γιατί παραήταν ρουτίνα, μια ξενέρωτη σαχλαμαρίτσα. Ο Ηλίας ανέλαβε ξανά να φτιάξει τον πίνακα του γερο-Μητσοτάκη, αφού ο γιος του είχε γίνει πρόεδρος της ΝΔ, με ημερομηνία παράδοσης και υπογραφής «Πάσχα του 2016». Ο Άρης ανέλαβε, με πενιχρή αμοιβή τη διαφήμιση, μέσω εφημερίδας, μιας ταραμοσαλάτας. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ ανέλαβε την προπόνηση του Κεραυνού Αμπελοκήπων. Η Ευανθία υιοθέτησε και δεύτερο στρουμπουλό γατάκι που το ονόμασε Μιράντα. Έτσι, δίπλα στη Μαφάλντα, προστέθηκε η Μιράντα και τρώγονταν οι δυο τους σαν κακές πεθερές, για το ποια θα κατακτήσει την καρδιά του τζούνιορ. Η Βασιλεία σκόπευε να φωτογραφίσει την Αναστασία σαν Λουκρητία Βοργία, αλλά με μαλακά κοντράστ και ατμοσφαιρικό φωτισμό. Ο Γραβάνης σκόπευε να πραγματοποιήσει το όνειρό του για διαμονή στο Άγιον Όρος. Η Αναστασία προσφέρθηκε αυτή τη φορά να μην τον αποτρέψει.
Στη συνέχεια η Βασιλεία ανακοίνωσε επίσημα τα ευχάριστα μελλούμενα. Ανεπίσημα τα γνώριζαν όλοι και χειροκρότησαν επίσημα.
Ο τζούνιορ πέταξε μια ακόμη πιο δυνατή ατάκα:
– Καλά... έχουμε γίνει όλοι μικροαστοί...
– Πού κολλάει αυτό παλικάρι; τον ρώτησε ο Άρης.
– Πουθενά, γι’ αυτό το είπα...
H Eυανθία προσφέρθηκε, όταν γεννηθεί το αδελφάκι της, να εγκατασταθεί με τη Μαφάλντα και τη Μιράντα στο δωμάτιό της στη Δαφνομήλη, για να προσέχουν το μωρό.
Όλα αυτά τα καθημερινά και ασήμαντα ήταν που ηρέμησαν εντελώς τον Γραβάνη. Όταν μάλιστα τη νύχτα στο όνειρό του εμφανίστηκε η Ευδοξία και του έδωσε χαρούμενη την ευχή της, η ηρεμία του ολοκληρώθηκε. Κοίταξε δίπλα του τη Βασιλεία που κοιμόταν σαν άγγελος, την κράτησε ευτυχισμένος στην αγκαλιά του και βυθίστηκε ξανά. Την ένιωσε να σπαρταρά και τον ξύπνησαν οι φωνές και το παραμιλητό της στον εφιάλτη:
«Όχι... Όχι, το παιδί... Δεν σου πήρα τον άνδρα... Δικό σου είναι... Όχι, το παιδί...»
Ο Γραβάνης τα κατάλαβε όλα. Ξύπνησε και ηρέμησε τη Βασιλεία. Δεν της είπε τίποτε, αλλά η ευτυχία των τελευταίων ωρών είχε χαθεί και πάλι. Η μέλλουσα γυναίκα του και μητέρα του παιδιού του ήταν και αυτή δέσμια του εφιάλτη που τον βασάνιζε. Αυτό το υπέροχο πλάσμα, η Ευδοξία, είχε μεταλλαχθεί σε ύπουλο εφιάλτη. Ήταν σίγουρος πως θα κυνηγούσε τη νέα του οικογένεια, μέχρι να τους πάρει όλους κοντά της.

Το πρωί της επόμενης μέρας πήγαν στην εφημερίδα κι εκεί τους περίμενε μια απίστευτα δυσάρεστη έκπληξη:
Το προηγούμενο βράδυ πέθανε ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος.
– Δεν είναι δυνατόν, είπε ο Παναγιώτης στη Βασιλεία. Αυτός ο τόσο ζωντανός άνθρωπος, ο φίλος μας, από χρόνια. Τον χάσαμε όταν τον συναντήσαμε.
Ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα η Βασιλεία και η μέρα πέρασε με τον Γραβάνη χαμένο σε αντιφατικές σκέψεις. Προσπάθησε να ξεφύγει πολεμώντας το κακό με το κακό και έψαξε στοιχεία για τους βασανισμούς στο άνδρο του Ιωαννίδη, και ειδικά το ΕΑΤ ΕΣΑ. Βρήκε ένα κείμενο του Κώστα Χρήστου, δημοσιευμένο στο Νou-Ρou, με ημερομηνία 26 Σεπτεμβρίου του 2015:
Ο ανθρωποφύλακας Θεοφιλογιαννάκος άγγιζε τα όρια της τρέλας. [...] Το μενού των βασανιστηρίων είχε μεγάλη ποικιλία. Από φάλαγγα μέχρι ξερίζωμα μαλλιών, ξύλο με γκλοπ μέχρι λιποθυμίας, μαστίγωμα με καλώδια ή αλυσίδες, ενώ πολλά ήταν και τα σεξουαλικά βασανιστήρια κυρίως εις βάρος των γυναικών. [...] «Θα σου πω ό,τι έχω πει και στους άλλους» του είπε στην πρώτη τους γνωριμία. «Από δω μέσα βγαίνεις φίλος ή σακάτης». [...] Κάνει την εμφάνιση του σαν πεινασμένος Κέρβερος, με ύφος που στάζει αίμα και είναι έτοιμο να καταστρέψει ό,τι βρεθεί στο διάβα του. [...] Μετά από γρονθοκοπήματα και «γκλοπιές» που κράτησαν μία ολόκληρη ώρα –συνοδευόμενα από ατάκες του Θεοφιλογιαννάκου ότι θα του βιάσουν τη γυναίκα μπροστά του– ο πατέρας μου έπεφτε λιπόθυμος από τους βασανιστές του.
Θα μπορούσε και ο Γραβάνης να είχε βρεθεί στη θέση των θυμάτων, αν είχε την ηλικία τους. Θα άντεχε το ξύλο, την ορθοστασία, το ξενύχτι, όσο απάνθρωπο και αν ήταν. Είναι φυσικοί τρόμοι και κάποια στιγμή το σκηνικό αλλάζει με την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης. Αναγνωρίζεται η προσφορά τού μάρτυρα και οι βασανιστές οδηγούνται στο εδώλιο του κατηγορούμενου και σε δημόσια διαπόμπευση. Με τον μεταφυσικό τρόμο, τον εφιάλτη που δεν έχει πρόσωπο και που εδρεύει στο μυαλό σου και όχι εκεί που στήθηκε αργότερα το Πάρκο της Ελευθερίας, τι κάνεις; Η γλώσσα πρόσφερε τότε την κάθαρση, οι δεσμώτες έγιναν ελεύθεροι πολίτες. Ο καθηγητής της Ιστορίας αδυνατούσε να κατασκευάσει πειστικά γλωσσικά παιχνίδια που θα απελευθέρωναν αυτόν και τη σύντροφό του από τον μεταφυσικό τρόμο που τους είχε κυριεύσει.
Η Βασιλεία φαινόταν ήρεμη και χαρούμενη, αλλά ο άλλος ήταν μάρτυρας του νυχτερινού της εφιάλτη και γνώριζε τι κρύβεται πίσω από το προσωπείο που ζουζούνιζε στο διαμέρισμά του, φωτογραφίζοντας την πρώην γυναίκα του σαν Λουκρητία Βοργία.
– Λοιπόν, είπε η Αναστασία, η Λουκρητία είναι πασίγνωστη για την ομορφιά της, τους σκανδαλώδεις έρωτες και για τα εγκλήματα που λένε πως είχε αναμειχθεί. Μέχρι εδώ καλά πάμε, παρακάτω τι κάνω; Πετάω και κανένα βυζί έξω, άλλοι πίνακες δείχνουν το ένα, άλλοι τα δύο. Τι κάνω, κύριε ιστορικέ;
Προσπάθησε να συμμετάσχει εκείνος στην εύθυμη ατμόσφαιρα που είχαν φτιάξει οι δύο γυναίκες. Έδωσε τη Λουκρητία Βοργία στη Google και διάβασε:
– ...Ξέσπασε το σκάνδαλο για αιμομικτικές σχέσεις με τον πατέρα της και τον αδελφό της. [...] Στη μία βούλα ο Πάπας αναγνώριζε το βρέφος ως τέκνο του Καίσαρα Βοργία και στην άλλη ως τέκνο δικό του. Σ’ αυτό το σημείο έδωσε λαβή και η ενεργή συμμετοχή της Λουκρητίας στις οργιώδεις εορτές που συνήθιζε ο Πάπας στα ποντιφικά ανάκτορα.
– Τώρα νομίζεις πως με φώτισες; σχολίασε η Αναστασία.
– Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Αιμομικτικές σχέσεις της κόρης με τον πατέρα και τον αδελφό της.
– Ούτε αδελφό έχω ούτε με τον πατέρα μου έκανα τίποτε, όπως αυτό που καταλογίζουν στη Λουκρητία.
– Η Αναστασία-Λουκρητία έχει μία κόρη με τον Γραβάνη, ας τον πούμε Μπιντέλια, νόθο γιο του Βασιλέως της Νάπολης Αλφόνσου Β΄ της Αραγωνίας.
– Ωραίο, σχολίασε η Βασιλεία.
– Η Αναστασία-Λουκρητία τα έφτιαξε με τον Παπαναστασίου τζούνιορ.
– Δώσε του ένα όνομα από τον κύκλο των Βοργίων, ζήτησε η Αναστασία.
– Η Βασιλεία δεν κάνει ιστορικές αναπαραστάσεις, υποκινεί ψυχολογικές καταστάσεις και φτιάχνει ατμόσφαιρα στο σήμερα. Το παράνομο ζευγάρι ή μάλλον νόμιμο, αφού σήμερα όλα επιτρέπονται, όπως στις οργιώδεις εορτές που συνήθιζε ο Πάπας στα ποντιφικά ανάκτορα, συνουσιάστηκε αρκετές φορές.
– Τρεις μέρες συνέχεια, συμπλήρωσε η Αναστασία.
– Ο τζούνιορ, πάνω στο πανηγύρι, ξεχνιόταν καμιά φορά και τελείωνε μέσα στη Λουκρητία.
– Συνέχεια, διόρθωσε η Αναστασία. Αλλά παίρνω αντισυλληπτικά.
– Η Βασιλεία όμως δεν παίρνει.
– Τι πας να κάνεις; τσίριξε η Βασιλεία.
Πάγωσε ο Αναστασία. Συνέχισε προσποιητά ήρεμος ο Γραβάνης:
– Ο τζούνιορ συνουσιάστηκε με τη μέλλουσα γυναίκα του πρώην άνδρα της Λουκρητίας.
– Μη συνεχίζεις, τον έκοψε αυστηρά η Αναστασία.
Εκείνος συνέχισε:
– Η μέλλουσα σύζυγος είναι έγκυος. Τι πρέπει να κάνει ο Πάπας και ποιος είναι ο Πάπας; Ας πούμε πως είναι η νεκρή ερωμένη του Μπιντέλια, κατά κόσμον Ευδοξία, κατά τους ουρανούς δεν γνωρίζουμε. Γεννιέται ένα παιδί που θα είναι κορίτσι και θα ονομασθεί Ευδοξία. Ο τζούνιορ είναι αδελφός του Πάπα. Ποιανού είναι το παιδί, μέσα στο μπέρδεμα που προκάλεσαν οι νέοι Βοργίες;
– Το DNA θα δείξει, αν έχεις φάει κόλλημα, συνέχισε η Βασιλεία σε κατάσταση που βρισκόταν στα όρια της νευρικής κρίσης. Έχει καμία σημασία για ανθρώπους του επιπέδου μας; Το παιδί είναι αυτού που θα το μεγαλώσει και θα του προσφέρει αγάπη...
– Ας πούμε πως είναι έτσι. Ο Πάπας το αποδέχεται; Βρίσκεται στους ουρανούς και δεν μπορεί να μας διαφωτίσει. Αν από τον ουρανό ζητήσει το παιδί, το αίμα του, δηλαδή; Δεν με ξεγελάς, μικρή μου.
Πλησίασε εκείνος τη Βασιλεία και την έπιασε από τα μαλλιά. Της μίλησε για το όνειρό της κι εκείνη αποδέχτηκε τους φόβους της, που προσπαθούσε να τους ξεπεράσει και τον ήθελε συμπαραστάτη της. Ας μην το βάφτιζαν Ευδοξία. Ο άλλος επέμενε πως θα είναι χειρότερα. Η Βασιλεία χτυπιόταν, στην περιοχή της νευρικής κρίσης. Προσπάθησε να επαναφέρει τη κατάσταση η Αναστασία, με επίθεση στον πρώην σύζυγό της.
– Παναγιώτη, είσαι απαράδεκτος. Σου έτυχε ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, σου ετοιμάζει δεύτερο παιδί, έχεις την πρώην σου εδώ να σε ακολουθεί σαν σκυλάκι, είσαι ο αρχηγός μιας ωραίας παρέας, κάνεις εύκολα φίλους, ακόμα και τον Ιωαννίδη σου... Τι άλλο θέλεις; Την πεθαμένη; Πέθανε, πάει, εις μνήμην.
– Ύπουλη εφεύρεση η μνήμη.
– Επικαλέσου τη λήθη...
– Η Ευδοξία θυμάται...
– Δεν θυμούνται οι πεθαμένοι...
Η Βασιλεία είχε συρθεί στα πόδια του, τα αγκάλιασε και άρχισε να τα φιλάει. Σήκωσε το κεφάλι, τον κοίταξε και ικέτεψε:
– Δείξε μου πως με αγαπάς λίγο...
– Τι να κάνω;
Έσκυψε την αγκάλιασε, τη σήκωσε, τη φίλησε, την πήρε στην αγκαλιά του, άφησαν και οι δύο να περάσει η καταιγίδα. Προσπάθησε να τους διασκεδάσει η Αναστασία:
– Λοιπόν, γδύνομαι και κάνω την Αναστασία-Λουκρητία...
– Αισθάνομαι πολύ κουρασμένη, ψιθύρισε η Βασιλεία.
– Καλά μια άλλη μέρα θα φέρω κι άλλους να κάνουμε παπικά όργια.
– Κρυώνω, φοβάμαι, ψιθύρισε ο Γραβάνης.
Η Αναστασία προσπάθησε να βάλει το ζευγάρι στο κρεβάτι. Υπάκουσαν τρομαγμένοι κι εξαντλημένοι και οι δύο. Ξάπλωσαν, ξάπλωσε κι εκείνη δίπλα τους, μέχρι να τους πάρει ο ύπνος και να φύγει. Κοιμήθηκαν και οι τρεις σφιχταγκαλιασμένοι. Η Αναστασία ξύπνησε σε λίγο και κατάλαβε πως δεν γινόταν να φύγει. Οι άλλοι δύο βασανίζονταν από εφιάλτες, παραμιλούσαν, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή. Ο άντρας της ζωής της δεν ήταν ευτυχισμένος και δεν θα επέτρεπε να συνεχιστεί αυτό. Αν χρειαζόταν θα τα έβαζε με την πεθαμένη.

Το ανακοίνωσε το πρωί, όταν τους είδε τεθλιμμένους συγγενείς σε κηδεία.
– Θα καθαρίσω εγώ με την πεθαμένη, και το παιδί δεν θα το βαφτίσουμε Ευδοξία, εγώ θα το βαφτίσω όπως θέλω... Αθανασία. Ετοιμαστείτε, με αφήνετε σπίτι μου, πάτε στην δουλειά σας και αν χρειαστείτε το απόγευμα νταντά, εδώ είμαι, για όργια και ό,τι θέλετε, κωλόπαιδα. Σας πάω, κι αν μου πάθετε τίποτε θα πεθάνω σαν την Λουκρητία Βοργία, όχι στο δικό μου τοκετό, αλλά της Βασιλείας.
Πήγαν στις δουλειές τους και πέρασαν το βράδυ στο σπίτι της Αναστασίας, που είχε σημάνει συναγερμός. Με πρωταγωνιστές τον Ηλία, τον Αναπλιώτη και τα δύο γατιά έγινε το σπίτι πανηγύρι, για να χαρούν οι χαροκαμένοι.
Το ζευγάρι κοιμήθηκε στο σπίτι του Αναπλιώτη, που το κράτησαν προληπτικά.

Την Πέμπτη πετάχτηκαν στη Χαλκίδα να καταθέσουν τα δικαιολογητικά που είχαν συγκεντρώσει. Δεν είπαν τίποτε γι’ αυτό που τους βασάνιζε, για την αρρώστια τους, προσπαθούσαν να δείχνουν ήρεμοι, για να βοηθήσει ο ένας τον άλλον και τα κατάφεραν. Το απόγευμα γύρισαν για το μάθημα. Προσπάθησαν κι εκεί να διώξουν τις μαύρες σκέψεις, και πάλι τα κατάφεραν. Έμοιαζε να καταλάγιαζε, για μια ακόμη φορά η καταιγίδα.
Πέρασε το επόμενο τριήμερο, με τη Χαλκίδα σε πρώτο πλάνο κι εκεί τους επισκέφτηκαν η Αναστασία, με τον Ηλία, την Ευανθία και τις γάτες της.