Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΑΑ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Την επομένη ο Γραβάνης δεν πήγε στην εφημερίδα. Συμφώνησαν με τη Βασιλεία να μείνει σπίτι, για να προχωρήσει το βιβλίο του. Θα περνούσε εκείνος από τη δουλειά τους αργά το απόγευμα ή θα βρίσκονταν στη Δαφνομήλη.
Δεν συνέβη ούτε το ένα ούτε το άλλο. Κουρασμένος της έστειλε ένα μήνυμα πως την περιμένει στο σπίτι. Δεν του απάντησε, δεν ήρθε στο σπίτι, δεν απαντούσε στις κλήσεις του. Τηλεφώνησε στον τζούνιορ και τον βρήκε στο σπίτι του Αναπλιώτη να παίζει με τη γάτα της Ευανθίας. Δεν τηλεφώνησε στη Χαλκίδα, για να μην τους ανησυχήσει, περίμενε και ανησυχούσε αυτός. Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα και κόντευε να τρελαθεί. Ήταν σίγουρος πως είχε ανοίξει για τα καλά ο νέος κύκλος του τρόμου. Άρχιζε να σκέφτεται για τη μετά Βασιλεία εποχή και την έβλεπε ζοφερή. Αυτή τον συγκράτησε στη μετά Ευδοξία εποχή. Για τη μετά Βασιλεία δεν υπήρχε καμία γυναίκα και ο ίδιος δεν επεδίωξε να υπάρξει. Στην Αναστασία δεν θα ξαναγύριζε, ήταν ωραία εκεί που είχαν φθάσει, κι εκείνη είχε ανακαλύψει τον πραγματικό της εαυτό. Του παραχωρούσε την ψυχή και το σώμα της με τις ευλογίες όλων και στα μέτρα της απόλυτης ισορροπίας. Τα λεπτά κυλούσαν αργά, βασανιστικά. Έκανε κάτι που ενόχλησε την αγαπημένη του; Δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Είχε περιπέσει κι εκείνη στη μονομανία, την ώρα που αυτός προσπαθούσε να απαλλαχθεί από τη μονομανία του με την Ευδοξία ή έμπαινε σε νέα φάση μονομανίας, αυτή τη φορά με επίκεντρο τη Βασιλεία; Δεν τον χωρούσε το σπίτι. Τηλεφώνησε στη Μυρτώ και την πέτυχε ακόμη στη δουλειά της, πάνω σε ώρα αιχμής.
– Έλα, πού είσαι; του είπε και το έκλεισε.
Πήγε και βρήκε τη Βασιλεία στην μπάρα και τη Μυρτώ από πίσω να τα λένε, όταν η σερβιτόρα έβρισκε χρόνο. Ζήτησε εξηγήσεις, ενοχλημένος για το σκηνικό, και αυτές ήταν απλές και αφοπλιστικές. Η Βασιλεία του έστειλε μήνυμα να βρεθούν στο cafe Julia, το μήνυμα δεν το πήρε εκείνος, έψαξαν το κινητό της Βασιλείας και βρήκαν πως το μήνυμα είχε πάει κατά λάθος στο κινητό της μητέρας της, που προφανώς δεν το πήρε στα σοβαρά, και ξεχάστηκε η Βασιλεία να τα λέει με τη Μυρτώ και να περιμένουν τον Παναγιώτη, ενώ το κινητό με τις κλήσεις του καλού της ήταν παραπεταμένο στην τσάντα της. Αν ήθελε τα πίστευε αυτά ο Γραβάνης, όσο αληθοφανή και αν έμοιαζαν. Μπορεί να είχε σχεδιάσει όλο αυτό το σκηνικό για να του λείψει και να τον φέρει πιο κοντά της. Πόσο πιο κοντά της και γιατί να του λείψει; Μπορεί να μην είχε αρχίσει ακόμη η μετά Βασιλεία εποχή, αλλά η ισορροπία είχε διαταραχθεί και ήταν συνυπεύθυνοι και οι δύο. Εκείνος που το παρατράβηξε με την Ευδοξία και η άλλη που προσποιήθηκε πως αποδέχθηκε το κόλλημά του, και τον άφησε να της κάνει κακό.
Η Βασιλεία διέκοψε τις σκέψεις του, κάποια στιγμή που η Μυρτώ πέρασε από ένα τραπέζι για να εισπράξει τον λογαριασμό:
– Μήπως κάνεις την τρίχα τριχιά και μας πνίγει;
– Μήπως κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας η τριχιά κι εσύ τη βλέπεις σαν τρίχα;
– Τι έγινε, παιδάκια, με τρίχες ασχολείσθε; μπήκε μπροστά τους η Μυρτώ.
– Έμπλεξαν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους, της απάντησε εκείνος.
– Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, αποφάνθηκε η Μυρτώ.
– Αυτό λέω κι εγώ, είπε ο Γραβάνης.
– Ζωντανοί οι νεκροί κάτω από τους τάφους, τους διόρθωσε η Βασιλεία.
Έφυγε η Μυρτώ για να σερβίρει δύο ποτά στο νέο ζευγάρι που κάθισε δίπλα στην εξώπορτα, κοίταξε με περίσσεια αγάπη και τρυφερότητα η Βασιλεία τον Παναγιώτη και του είπε:
– Άσε το παιχνίδι να εξελιχθεί μόνο του. Είχες και έχεις στο μυαλό σου την Ευδοξία. Με παρέσυρες και μπήκε και στο δικό μου μυαλό. Τη σκέφτομαι και δεν με ενοχλεί, αρχίζω να ταυτίζομαι μαζί της και μου αρέσει.
– Αυτό φοβάμαι.
– Μη σου την πάρω ή μη χάσεις εμένα.
– Μην κάνεις κάτι...
– Μην το πεις, μικρέ και ανόητε, κύριε καθηγητά, χαζούλι μου.
Τον άρπαξε και τον φίλησε στο στόμα έντονα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θαμώνων του cafe. Όταν τελείωσε το φιλί, ακολούθησε ένα εξίσου έντονο χειροκρότημα από τους θεατές τους. Ο Γραβάνης ήταν κατακόκκινος και η αγαπημένη του έλαμπε από χαρά. Άνοιξε σαμπάνια η Μυρτώ και κέρασε όλους τους πελάτες. Έσκυψε το κεφάλι ο Παναγιώτης, πλησίασε στο αυτί της Βασιλείας και της ψιθύρισε:
– Σε παντρεύομαι.
– Εμένα ή την Ευδοξία;
– Και τις δύο.
– Επιτέλους συντονιστήκαμε. Ανταποκρινόμαστε και οι δύο.
Ο Γραβάνης ένιωσε να πετάει σε κενό αέρος, καθώς οι θαμώνες τους εύχονταν τα καλύτερα, πίνοντας τη σαμπάνια. Νόμιζαν πως είχαν γενέθλια. Στις 9 Ιανουαρίου είχε γενέθλια η Ευδοξία και είχε από ώρα τελειώσει η 8η Ιανουαρίου.
– Με ποια θα κοιμηθώ απόψε; ρώτησε όταν έφτασαν στο κρεβάτι τους.
– Με εμένα, δεν σου αρέσω; Η άλλη είναι ο φύλακας άγγελος. Μόνο αν φτάσουμε στα άκρα, θα τα ξεπεράσουμε όλα.
Κοιμήθηκε ήρεμος ο Παναγιώτης, στην αγκαλιά της Βασιλείας και με τον φύλακα άγγελο να τον προσέχει από ψηλά. Είδε όνειρο ευχάριστο:
Συμφώνησε με την καλή του να πάνε στη Χαλκίδα να αναγγείλουν το ευχάριστο γεγονός.
– Πότε θα τελεστεί το μυστήριο, αν δεν μετάνιωσες; ρώτησε η Βασιλεία.
– Δεν θα μετανιώσω ποτέ. Την άλλη Κυριακή 17 Ιανουαρίου.
Ζήτησαν από την Ευανθία να γίνει κουμπάρος και δέχτηκε με την προϋπόθεση να ντύσει παρανυφάκια τη γάτα της και τον Παπαναστασίου τζούνιορ. Αν και η υπόθεση έμοιαζε λίγο φολκλόρ το αποδέχτηκε ο Γραβάνης, για χάρη της Βασιλείας και της κόρης του που επέμεναν.
Στις 17 Ιανουαρίου το απόγευμα, ημέρα Κυριακή, βρέθηκαν όλοι στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στον δεύτερο γάμο του Παναγιώτη Γραβάνη με νύφη τη Βασιλεία Γεωργακάτου. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο το κλειστό κύκλωμα γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, η ποδοσφαιρική τους ομάδα, αλλά πλήθος κόσμου. Ο Γεράσιμος Γεωργακάτος κινητοποίησε όλη τη Χαλκίδα, ακόμα και από την Κεφαλλονιά έφερε κόσμο. Ο πρύτανις του Καποδιστριακού ξεσήκωσε το Πανεπιστήμιο. Ο κάπτεν Παπαναστάσης, την εφημερίδα. Και οι υπόλοιποι μάζεψαν όποιον έβρισκε ο καθένας στον χώρο του. Ήταν ακόμη εκεί ο Ιωαννίδης και η Ευδοξία, οι υπαίτιοι αυτού του σόου, αλλά και η κυρία Φεβρωνία.
Οι καλεσμένοι φορούσαν ό,τι πιο αλλόκοτο βρέθηκε, σαν να ήταν η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων. Δέσποζε η κυρία Φεβρωνία, στολισμένη σαν λατέρνα, αγκαζέ με τον στρατηγό πατέρα της, και δίπλα τους καμάρωνε ο «σκύλος της ΕΣΑ», που έβαζε χέρι και στη νεαρά Φεβρωνία. Ο Αναπλιώτης έκανε κωλοτούμπες, για ανεξήγητους λόγους. Ο Άρης ήταν πασαλειμμένος με μουστάρδα χρώματος μπλε. Η Μυρτώ έπαιζε τσίτσιδη τον ρόλο της από την τσόντα, με παρτενέρ τον ιερέα του μυστηρίου. Ο Ηλίας ζωγράφιζε την Παναγία, όλως περιέργως ντυμένη. Η Αναστασία παρίστανε την Παναγία, κι αυτή ντυμένη και δεν πόζαρε στον Ηλία, αλλά στον ξενέρωτο ζωγράφο. Ο Παπαναστάσης φορούσε στολή στρατάρχη, μπήκε στην εκκλησία καβάλα στο άλογο και ποδοπατούσε τα γυναικόπαιδα. Ο τζούνιορ σούταρε ότι έβρισκε μπροστά του, καντήλια, κεριά, Χριστούς, Παναγίες και ο μεγάλος του αδελφός κατέγραφε τις ζημιές που τις σκούπιζε η Ελένη. Η πεθερά της έραβε το σάβανο της κόρης της και το δοκίμαζε στην Ευδοξία. Ο αρχισυντάκτης και ο γιος του έψαλλαν: «Αλληλούια, Χαλελουγιάχ, Αινείτε τον Γιαχ, Αινείτε τον Κύριο», από τον «Μεσσία» του Χέντελ. Τα οπίσθια της Αναστασίας είχαν γίνει μαύρα από τις κλωτσιές του τζούνιορ. Η γάτα της Ευανθίας φορούσε άσπρο παπιγιόν και έδειχνε τα νύχια της στον Ιωαννίδη. Πετιόταν ο Αναπλιώτης και φώναζε «Φόλα στον σκύλο της ΕΣΑ». Κορυφώθηκαν όλα την ώρα του «Ησαΐα χόρευε» και χόρεψε η Χαλκίδα στο ταψί. Ακούστηκε από τα μεγάφωνα πως ο Σκαρίμπας κήρυξε τον πόλεμο κατά της Χαλκίδας. Έβγαλε μια τεράστια τσαμπούνα και άρχισε να τσαμπουνάει ο «σκύλος της ΕΣΑ» και όρμησαν στην εκκλησία τα ΜΑΤ, Εσατζήδες, Λοκατζήδες, αλεξιπτωτιστές και στη θέση της Αγίας Παρασκευής έμεινε μια μαύρη τρύπα και οι Χαλκιδαίοι έφευγαν έντρομοι προς τη Δίρφυ. Τη Βασιλεία και τον Παναγιώτη ανέλαβε να τους φιλοξενήσει η Ευδοξία στα δώματα των Χερουβείμ.
Ξύπνησε τον Γραβάνη η Βασιλεία την ώρα που, εκεί ψηλά, έφερε έναν δίσκο με μπανάνες η κυρία Φεβρωνία.
– Πότε θα τελεστεί το μυστήριο, αν δεν μετάνιωσες; τον ρώτησε η Βασιλεία.
– Δεν θα μετανιώσω ποτέ. Την άλλη Κυριακή 17 Ιανουαρίου.
– Ονειρεύομαι;
– Όχι, εγώ.
– Να σου κάνω έκπληξη;
– Είμαι όλος αυτιά.
– Χτες δεν πήγα από νωρίς στη Μυρτώ και σκόπιμα έστειλα το SMS στη μητέρα μου και δεν σε περίμενα. Ήθελα να με περιμένεις και να έρθω αργά να σου κάνω την έκπληξη. Μου την έκανες εσύ.
– Ποια θα ήταν η δική σου;
– Στις 28 Νοεμβρίου κάναμε πρώτη φορά έρωτα. Από τότε δεν αδιαθέτησα ξανά. Πήγα στον γυναικολόγο χθες το βράδυ. Είμαι έγκυος μαζί σου. Η Ευδοξία, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στο μάθημά σου, λίγες μέρες μετά, μου είπε: «Κάνατε έρωτα και σε άφησε έγκυο. Θα γεννήσεις κορίτσι και θα το βαφτίσετε Ευδοξία».
– Πρέπει να κλάψω ή να γελάσω;
– Εκείνη ήθελε να γελάσεις.
– Εσύ τι θέλεις;
– Να είσαι ευτυχισμένος.
– Εσύ είσαι;
– Αν είσαι εσύ.
– Ας ελπίσουμε πως η τόση ευτυχία θα μας βγει σε καλό.
– Η Ευδοξία είναι ευτυχισμένη με αυτά που ακούει από εκεί που βρίσκεται.
– Με ανησυχεί αυτό το μπλέξιμο ζωντανών και πεθαμένων.
Το κοράκι του Πόε χτύπησε πάλι το τζάμι του καθηγητή. Αν η Βασιλεία ήταν έγκυος από τον τζούνιορ; Αν η Ευδοξία είχε δώσει αυτή την οδηγία στον αδελφό της; Ο Γραβάνης πρόσεχε όταν έκαναν έρωτα, αλλά ο άλλος πρόσεχε ή σκόπιμα έβαλε μια ωρολογιακή βόμβα στα σπλάχνα της Βασιλείας; Το παιδί θα ήταν αίμα του ή αίμα της Ευδοξίας; Άρχισε να σιχτιρίζει τη μέρα που έβαλαν σε εφαρμογή με την Αναστασία αυτό το κακόγουστο αστείο του χωρισμού τους. Δεν ήθελε να γίνει Πόε και καταραμένος ποιητής. Να παίξει με τη ζωή ήθελε και βρέθηκε νυμφευμένος με τον θάνατο. Συνάντησε μια νέα και ωραία που τον ξεσήκωσε κι εκείνη τον οδήγησε στην καρδιά του ερέβους. Είχαν χαθεί τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και το παιχνίδι γινόταν επικίνδυνο. Αυτό το πλάσμα που έμελλε να έρθει στον κόσμο, γνώριζε σε ποιον κόσμο ερχόταν; Όχι, αλλά και ο έγκριτος, πια ιστορικός Παναγιώτης Γραβάνης, γνώριζε λιγότερα από το αγέννητο νήπιο. Έμοιαζαν όλα σαν δικές του φαντασιώσεις και ψυχονευρώσεις, αλλά αν δεν ήταν; Αν η τρίχα ήταν τριχιά και είχε δεθεί η θηλιά; Η Βασιλεία ήταν πολύ τρυφερή μαζί του, αλλά οι γυναίκες ξέρουν να υποκρίνονται καλύτερα από τους άνδρες.
Πήγε στην τουαλέτα και τηλεφώνησε, μες στη νύχτα, στον τζούνιορ:
– Έρωτα κάνεις με προφυλακτικό ή χωρίς;
– Εξαρτάται. Εγώ είμαι καθαρός, αν είναι και η άλλη, όπως η Αναστασία ή η Βασιλεία...
Τι άλλο να τον ρωτούσε, αν τελείωσε μέσα της; Τον ρώτησε, κι εκείνος του χαμογέλασε:
– Ανησυχείς μήπως το παιδί είναι δικό μου; Μου τηλεφώνησε η Βασιλεία για το ευχάριστο. Με όποιον και αν το συνέλαβε, είναι της αδελφής μου.
Έγινε λιώμα ο Γραβάνης. Αυτός ο γάμος δεν έπρεπε να γίνει κι αυτό το παιδί δεν έπρεπε να γεννηθεί...

Το Σάββατο είχαν προγραμματίσει τη Χαλκίδα, τον παρέσυρε ο ενθουσιασμός και η χαρά της Βασιλείας. Κι ακόμα η δυνατότητα που είχαν πάντα η δυο τους να συζητάνε για όλα και να διασκεδάζει εκείνη τους φόβους του. Όταν της εξέθεσε τις υποψίες του για την πατρότητα του παιδιού, ήταν αποστομωτική:
– Μία εξέταση DNA τα δείχνει όλα. Και επιπλέον ο τζούνιορ δεν καταφέρνει να τελειώσει ούτε μέσα ούτε έξω. Παιδεύεται ώρες και η γυναίκα το ευχαριστιέται.
Νωρίς το πρωί βρέθηκαν και οι δύο να παριστάνουν τους άστεγους, σαν φιλική συμμετοχή στη νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, φίλος του Άρη, στην οποία ο τελευταίος υποδυόταν έναν απελπισμένο άστεγο. Ο Γραβάνης δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Παναγιωτόπουλο, αλλά εκείνες οι ελάχιστες στιγμές που έμειναν μπροστά στην κάμερά του, με τη Βασιλεία και τον Άρη, ήταν μαγικές. Επικοινώνησε μαζί του, και αισθάνθηκε το βλέμμα του άλλου να του μεταδίδει ένα μήνυμα: «Θέλω να γίνουμε φίλοι».
Τελειώνοντας, ο σκηνοθέτης τους είπε:
– Δεν ήταν κάτι σημαντικό, αλλά θα είσαστε το γούρι μου. Θέλω να γίνουμε φίλοι.
– Είμαστε από χρόνια, του είπε ο Παναγιώτης.
Κοιτάχτηκαν οι δύο άντρες στα μάτια και χώρισαν.
Ήρθε πάλι η γαλήνη, μετά την χτεσινή καταιγίδα, για το ζευγάρι. Έφτασαν στο σπίτι και κάθισαν στο μεσημεριανό τραπέζι. Εκεί η Βασιλεία ρώτησε επίσημα τον πατέρα της:
– Σεβαστέ και αγαπημένε μου μπαμπά, θα ήθελες να γίνεις παππούς;
– Αυτό περιμένω, αν έρθει κάποτε το πλήρωμα του χρόνου.
– Αν έρθει σε εφτάμιση μήνες;
Τινάχτηκε η μητέρα της:
– Το σκάρωσες κιόλας;
– Όχι εγώ, ο κύριος απέναντι κι εγώ το κουβαλάω. Με αποπλάνησε ένα βράδυ, με κατέστησε έγκυο και μου υποσχέθηκε γάμο για την άλλη Κυριακή.
– Θα την πάρεις; ρώτησε ο Κεφαλονίτης τον Γραβάνη.
– Το σκέφτομαι...
– Σκέψου το καλά...
Έγινε πανηγύρι στο σπίτι και μπήκαν σε ρυθμό προετοιμασίας γάμου. Η μελλόνυμφοι ζήτησαν να είναι απλός και πολιτικός, στο δημαρχείο. Οι γονείς εκείνης δεν αντέδρασαν, το εγγονάκι ήθελαν και την ευτυχία της κόρης τους, και ο άνθρωπος που βρέθηκε δίπλα της, ήταν φανερό πως την εξασφάλιζε. Όλα ήταν υπέροχα, όμως ο γαμπρός φοβόταν τις κινήσεις της Ευδοξίας. «Οι πεθαμένοι σωπαίνουν και υπομένουν», έγραψε ο Σεφέρης, αλλά η Ευδοξία ούτε σώπαινε ούτε υπέμενε. Ήταν ο φύλακας άγγελός τους ή άγγελος εξολοθρευτής;
Ο πατέρας της Βασιλείας, σαν δημοτικός υπάλληλος, απέκλεισε σαν ημερομηνία για τη διεξαγωγή του γάμου την επόμενη Κυριακή και τον προσδιόρισε για την Παρασκευή 22 Ιανουαρίου, και αυτό με το μέσον που διέθετε στο Δημαρχείο. Ο ίδιος θα συμπλήρωνε την αίτηση και θα κανόνιζε την ώρα. Για την κατάθεση των δικαιολογητικών και την παραλαβή της άδειας ήταν απαραίτητη η παρουσία των μελλόνυμφων με την προσκόμιση της ταυτότητάς τους. Θα τα συγκέντρωναν και σε τρεις μέρες θα έκαναν έναν κόπο ως τη Χαλκίδα για να τα καταθέσουν. Θα παραλάμβανε ο ίδιος την άδεια, κανονικά μετά από δέκα ημέρες, αλλά την είχε όποτε ήθελε. Για την τέλεση του γάμου χρειάζονταν δύο μάρτυρες, Έλληνες υπήκοοι με τις ταυτότητές τους. Τους τα εξήγησε όλα απνευστί, όπως και τα δικαιολογητικά που χρειάζονταν, τα σημείωσε η Βασιλεία στο μπλοκάκι της και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ο Γραβάνης άκουγε όλα αυτά και δεν πίστευε πως είναι τόσο απλά, τόσο τακτοποιημένα, όταν την προηγούμενη μέρα είχε πείσει τον εαυτό του πως αυτός ο γάμος δεν έπρεπε να γίνει, κι αυτό το παιδί δεν έπρεπε να γεννηθεί. Ξαφνικά σκόρπισαν τα σύννεφα του θανάτου, και η Βασιλεία του ήταν ένα γλυκό κορίτσι και όχι η μαινάδα που χάθηκε γυμνή στην καταιγίδα, η γυναίκα που ενσωμάτωσε και κουβαλούσε μια νεκρή.
– Το παιδί θα είναι κορίτσι, είπε η Βασιλεία. Και θα το βαφτίσουμε Ευδοξία. Το χρωστάμε σ’ εκείνη.
– Γερό να είναι, είπε η μητέρα της...
Πέρασε η μέρα και η επόμενη, με κύριο θέμα την ευτυχία που ερχόταν και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εκλέγεται ο δέκατος πρόεδρος της ΝΔ, επικρατώντας του Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
Ο Γραβάνης κοιμήθηκε ήρεμα και τις δύο βραδιές στο παιδικό δωμάτιο της Βασιλείας, με εκείνη στην αγκαλιά του και ένα σποράκι ανάμεσά τους.

Η συνέχεια αύριο