Top menu

Η αποκαθήλωση του νόμου και της θεϊκής εξουσίας

polykarpou-arthr

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το θεατρικό έργο του Αντρέα Πολυκάρπου, "Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση", στα αγγλικά ως "The Descent according to John", σε μετάφραση Αλέξανδρου Τσαντίλα, από τις εκδόσεις Vakxikon.gr.

*

Γράφει η Χριστίνα Οικονόμου

Στο πλαίσιο μιας αδρομερούς προσέγγισης του δράματος, κύριο στοιχείο καθίσταται η ανάδειξη της ατέρμονης πάλης του καλού και του κακού, που βρίσκει την έκφρασή της στην προσπάθεια αναψηλάφησης των διδαγμάτων του χριστιανικού θρησκειακού σχήματος, με την πρόταξη της έννοιας της θεϊκής διφυίας και της αυτοαποκάλυψης της Γνώσης, ως μέσου κατάκτησης της θέωσης. Η δραματική σύνθεση διχοτομείται νοητά από έναν κάθετο άξονα,(axis mundi), στα δύο ακραία σημεία του οποίου τοποθετούνται, από τη μία πλευρά ο ουράνιος θόλος, ως χώρος του αναδιαμορφωμένου κτιστού κόσμου και της αναγέννησης των διαβρωμένων από την ύλη ψυχών των θνητών, και στον αντίποδα,η αισθητοποίηση της αιώνιας τιμωρίας, της κόλασης, λειτουργώντας συνυποδηλωτικά της μεταιχμιακής χωροταξικής οριοθέτησης των χαρακτήρων σε ένα υπαρξιακό τοπίο, που αλληλεπιδρά με τις ψυχικές διακυμάνσεις των. Ο υπερβατικός χωροχρόνος συνιστά ένα πεδίο δραματοποίησης της διερεύνησης και αμφισβήτησης της ποιότητας της θείας ουσίας, αλλά και της ανθρώπινης φύσης, εκπεφρασμένης με την αποτύπωση διαδοχικών εναλλαγών ενοχικών συναισθημάτων και ηθικής νομιμοποίησής τους, και τελικά αυτοαναίρεσης του Είναι του κεντρικού δραματικού προσώπου, του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και συνεπακόλουθα της συγκρότησης μίας νέας ταυτότητάς του, στο πλαίσιο μίας παρατεταμένης ψυχικής εκκρεμότητας που ολοκληρώνεται με την άνοδο της Αγίας Ιερουσαλήμ και την εμφάνιση ενός Θεού, που μέχρι τώρα γινόταν αισθητός αποκλειστικά μέσω της λεκτικής παροντοποίησής του. Τα υλικά κατασκευής του Ιωάννη, βασικού δραματικού προσώπου, συγκροτούν μία θεατρική περσόνα, που υπόκειται στη διαδικασία της συνεχούς μεταβολής, προσδίδοντας στη δράση το χαρακτήρα της «ανιούσας», με την έννοια της κατάληξής της στην κρίση, τη σύγκρουση και την πιθανή καταστροφή του ήρωα.

apokathilwsh

Πέντε βιβλικές μορφές -Αδάμ, Κάιν, Ιούδας, Ιωάννης και Μεφιστοφελής-, στην ηλικία των 33 ετών, του σταυρικού θανάτου του Ιησού, συνδιαλέγονται αναμένοντας την τελική κρίση και την επικράτηση της βασιλείας του Θεού. Αρχετυπικό σύμβολο του κακού και της εξαπάτησης, ο Μεφιστοφελής, ο Εβραϊκός «αντίπαλος», επιδίδεται σε μία ύστατη προσπάθεια συλλογής ψυχών που θα τον ακολουθήσουν στην κόλαση. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης των χαρακτήρων με τους προσωπικούς τους δαίμονες; Ας εξετάσουμε αρχικά τη δραματική λειτουργία των δρώντων προσώπων και τον ρόλο τους ως σημειακά σημεία αποστολής μηνυμάτων. Τα χαρακτηριστικά των υποστασιακών δομών των δραματικών προσώπων συμβάλλουν στην πραγμάτωση της σκηνικής λειτουργίας τους ως συμβολικών μορφών που συγκροτούν δυναμικές πολλαπλότητες αποτελούμενες από αντίρροπες συνιστώσεις, η σκιαγράφηση των ψυχολογικών αποχρώσεων των οποίων, αισθητή μέσω του διαλόγου και όχι μιας ακολουθίας γεγονότων, παραγόμενων από τις επί σκηνής πράξεις τους, σε ένα μικρόκοσμο που δεσμεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, από κάθε δυνατότητα αυτοέκφρασής της, προάγει την έντεχνη αναδίπλωση πολυδιάστατων νοηματικών σημαινόμενων, εξαίροντας τις βασικές ιδέες που μας κοινωνεί ο συγγραφέας. Σε κύριος κορμό της δραματικής σύνθεσης αναδεικνύεται ο ρόλος του Νόμου στον ανθρώπινο βίο, η τήρηση του οποίου εμφανίζεται στη δραματουργία ως αδήριτη ανάγκη, ήδη από την Αντιγόνη του Σοφοκλέους. Στο κείμενο, ο Θείος Νόμος αλλά και η συγκρότηση κανονιστικών πλαισίων για την εύρυθμη λειτουργία και συνοχή της κοινότητας, στην ουσία καταπιέζει τα ορμέμφυτα ένστικτα του ατόμου, στερώντας του το περιθώριο της αυτενέργειας, καθώς η συμμόρφωση στις επιταγές του προϋποθέτει την απεμπόληση της ελεύθερης βούλησης, με αποτέλεσμα τη βαθμιαία αυτοαμφισβήτηση και ναρκοθέτηση των αισθήσεών του. Το άτομο νιώθει ότι χειραγωγείται από μία αλαζονική και απολυταρχική θεϊκή υπόσταση που καταστέλλει κάθε προσπάθεια αυτόνομης δράσης, αφού το πεπρωμένο του είναι προκαθορισμένο από το σχέδιο της Θεότητας αυτής. Η αλλοτρίωση του επιτείνεται από την ανεπάρκεια της αυτοσυνειδησίας του, της αδυναμίας παραδοχής του θρυμματισμένου εσωτερικού του κόσμου, η οποία σε συνδυασμό με τον ετεροπροσδιορισμό της αυτογνωσίας από ετερόκλητες πηγές το μετατρέπει σε μια ανερμάτιστη ύπαρξη. Ο άνθρωπος αποτελεί μία δισυπόστατη οντότητα, στη βάση της θεμελιακής σύστασης της οποίας, η χοϊκή φύση της, τροφοδοτεί την ανάδυση των αρχέγονων ενστίκτων, συγκρούεται και υπερισχύει συνήθως της πνευματικής πτυχής του, με αποτέλεσμα τον ηθικό εκμαυλισμό του, που αντιβαίνει στο θείο κώδικα, προκαλώντας τον εξοβελισμό του από την παραδείσια κατάσταση. Η αποσύνθεση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου ως απόρροια της αδυναμίας του Δημιουργού να πλάσει οντότητες χωρίς εγγενείς ατέλειες και συγχρόνως να επιτελέσει το ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία του από τα επίγεια δρώμενα, συνοψίζεται στη φράση του Ιούδα: «Ή μας εγκατέλειψε ή πέθανε», που εξαίρει το δράμα της ψυχής, του σημείου επαφής με το θεϊκό Νου, επεκτεινόμενο αλλά και επιτεινόμενο στην κοινωνική του δράση. Η ελαττωματική κατασκευή της ανθρώπινης φύσης, καθιστά για τον Ιούδα, τον πρωτόπλαστο Αδάμ, «προδότη του Παραδείσου», υπαίτιο της απώλειας των ηθικά άμωμων και ιδανικών θεϊκών ιδιοτήτων, οι οποίες ενυπάρχουν, μετά την πτώση, ανενεργές, στην ανθρώπινη ψυχή. Τα κομμάτια αυτά του υπέρτατου θεϊκού όντος στο ανθρώπινο δημιούργημα, υποχωρούν λόγω της επικράτησης της ύλης ως κύριου σημείου αναφοράς του βίου. Η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση του ανθρώπου ικανοποιείται με την εξόντωση των ομοειδών του, αναπαράγοντας ένα ανθρωποφαγικό κοινωνικό μοντέλο. Το φάντασμα του Άβελ στοιχειώνει τον αδελφοκτόνο Κάιν, μία μορφή που βιώνει έντονο ψυχικό πάθος, καθώς βάλλεται από τις τύψεις για το ανόσιο έγκλημά της, αλλά η οποία παραδέχεται σε μία έξαρση της ψυχικής της ασθένειας ότι η ηδονή που προκαλείται από το αίμα του αδελφού της καθιστούσε την αποφυγή της αδελφοκτονίας ανέφικτη. «Όχι Άβελ, δεν μπορώ να μην γευτώ το αίμα σου». Στην ουσία η βαθύτερη αιτία που υπαγορεύει την επιταγή της φυσικής εξόντωσης του έτερου, ακόμη και όταν αυτός συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον θύτη, συνίσταται στην αέναη προσπάθεια επιβολής και απόκτησης εξουσίας του ατόμου στο πλαίσιο ενός μικρο-περιβαλλόντος, παραπέμπει τον αναγνώστη/ θεατή στα Θυέστεια Δείπνα του οίκου των Ατρειδών. Ο συγγραφέας μετατοπίζει το κίνητρο της προδοσίας του Ιούδα από τη φιλαργυρία στην εκδίκηση για την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Παράδεισο, γιατί «Ο άνθρωπος ποτέ δεν ξέχασε τον Παράδεισο, γι’ αυτό και μέχρι σήμερα προσπαθεί να ξεγελάσει τον Μεγαλοδύναμο και να εισβάλει σαν αναμάρτητος στο θείο περιβόλι». Ο Ιούδας δεν υπήρξε ποτέ κοινωνός της παραδείσιας κατάστασης στην οποία μετείχαν οι πρωτόπλαστοι. Στην πραγματικότητα, η ψυχή του νοσταλγεί μία ιδεατή, εξιδανικευμένη μορφή ενός κόσμου, της μορφής και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του οποίου, διαθέτει πλήρη άγνοια. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ενδοκειμενικό μηχανισμό πληροφόρησης με πομπούς μηνυμάτων τον Αδάμ και τον Μεφιστοφελή, ο Ιούδας λειτούργησε ως όργανο προώθησης της θείας οικονομίας και της τόνωσης της πίστης στη νέο-ιδρυόμενη θρησκεία του Χριστιανισμού, φέροντας ο ίδιος το στίγμα του προδότη και του αυτόχειραγια το σύνολο των απολογητών και των θεραπόντων του χριστιανικού θρησκειακού συστήματος. Ο Ιούδας απενοχοποιεί την αυτοχειρία ως μέσο απόδρασης από ένα περιβάλλον επίγειας κόλασης και εγκλεισμού, στο οποίο το άτομο ως μονάδα ενίοτε υφίσταται, τη βία, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή επιβάλλει στον εαυτό του την αυτοπεριθωριοποίηση, διότι νιώθει ασύμβατο στα ήθη και τις πρακτικές της οργανωμένης, σύμφωνα με κανονιστικά πλαίσια μορφής συμβίωσης που αποκαλείται «κοινωνία». Ας θυμηθούμε τη σαρτρική φράση (L’ enfers c’est les autres!).

Η ύπαρξη του ανθρώπου είναι μία πορεία από τη γέννηση στην αναπόφευκτη απόληξή του, το θάνατο, από τη μήτρα και το υγρό στοιχείο του αμνιακού σάκου στο χοϊκό στοιχείο της Μεγάλης Μητέρας (Magna Mater), τη γης όπου αποσυντίθεται για συμβάλει στη γονιμοποίησή της και κατ’ επέκταση στην αδιάκοπη διαδικασία της ανακύκλησης της φύσης. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται οι παραδοχές των Μεφιστοφελή, Αδάμ και Κάιν. Το φαινόμενο της γέννησης εκλαμβάνεται ταυτόσημο του θανάτου, της ολικής καταστροφής του ανθρώπινου σώματος, αφού τα νεογέννητα δε διαφέρουν σε τίποτα από τους ηλικιωμένους. Η ύπαρξη αφ’ εαυτή αποτελεί για τον Ιούδα ένα διηνεκές μαρτύριο το οποίο οξύνεται από το δυνάστη-Θεό που απέπεμψε τα δημιουργήματά του από τον Παράδεισο , αποποιούμενος την προσωπική του ευθύνη για την κατασκευή ηθικά ανερμάτιστων όντων, την αδιαφορία των εκπροσώπων της επίσημης Εκκλησίας για τα προβλήματα του ποιμνίου και τέλος την πνευματική και ηθική ανεπάρκεια των άλλων να κατανοήσουν το ον που είναι στην ολότητά του γνωσιακά ανεξάντλητο.
Η όποια προσπάθεια κατανόησης του έτερου εξαντλείται στα όρια μίας επιφανειακής προσέγγισης, δυσχεραίνοντας την ουσιαστική επικοινωνία. Ο άνθρωπος αδυνατώντας να βρει καταφύγιο στις θεϊκές δυνάμεις και να ενσωματωθεί στον κοινωνικό ιστό, βυθίζεται σε μία υπαρξιακή δίνη, η μοναδική διέξοδος από την οποία καθίσταται για τον Ιούδα η εκούσια διακοπή του νήματος της ζωής. Ο Κάιν υπερθεματίζει: «Το μαχαίρι, αυτό το μικρό λεπίδι, είναι η λύση, δάσκαλε. Τι ωραία που τρύπησε τη μαλακή σάρκα του Άβελ», συνηγορώντας στην αποδοχή της βίαιης διάρρηξης της συνέχειας της ζωής ως λυτρωτικής πράξης από τα ποικίλα υπαρξιακά αδιέξοδα και τους δυσμενείς εξωτερικούς παράγοντες σε ένα κόσμο χωρίς Θεό. Πάγιο αίτημα του Ιούδα είναι η μετοίκηση στην Εδέμ. «Μόνοι μας αλλαξοπιστήσαμε. Μα ποτέ μας δεν ξεχάσαμε το Θείο των Ουρανών πρόσωπο». Ο Ουρανός προσλαμβάνει την έννοια ενός ιδεατού, μη οριοθετημένου ου- τόπου, τη λειτουργία του οποίου διέπει η θεία βούληση και αγαθότητα, παρόμοιου με τον κόσμο των Ιδεών, τη νοητική κατασκευή του Πλάτωνα για τις άυλες οντότητες, τις Ιδέες, τα όντως όντα ,τα απατηλά απεικάσματα των οποίων υφίστανται στον επίγειο κόσμο. Ο άνθρωπος δύναται να κατακτήσει την ευδαιμονία μέσω της λύτρωσης από τα δεσμά της ύλης και τα ζωώδη του ένστικτα, αποκλειστικά στο ουράνιο αυτό βασίλειο. Κατ’ αναλογία, στον Dr. Faustus του Christopher Marlowe, ο Μεφιστοφελής δηλώνει: «Όλοι οι τόποι που δεν είναι ουρανός θα είναι κόλαση.» ταυτίζοντας την απομάκρυνση του δημιουργήματος από το Θείο γεννήτορα με την κόλαση, αιτία του ψυχικού πάθους και της κατάπτωσης του όντος. Εντούτοις, ο άνθρωπος καθίσταται δέσμιος μιας αναπόδραστης ειμαρμένης, που προσλαμβάνει τη χροιά της εγγενούς τάσης του στην ανακάλυψη της γνώσης, που για την υπέρτατη θεία οντότητα της Βίβλου αποτελεί συνώνυμο της αμαρτίας. Η αδυναμία της ορθής διαχείρισης της ελεύθερης βούλησης δεν πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στο ανθρώπινο κατασκεύασμα, αλλά σε ένα Θεό -Ποιητή, σε καλλιτεχνικά συμφραζόμενα, Δημιουργό, μορφών non finitο, ανολοκλήρωτων και ατελών οντοτήτων, με έμφυτη ροπή σε επιλογές που κατακερματίζουν και ευτελίζουν το Είναι του και δεν μπορούν να αποφευχθούν. «Αν ο Θεός δεν πέθανε, τότε σημαίνει ότι δεν είναι ο Θεός των Ευαγγελίων. Δε μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, αλλά μας έφτιαξε κατά πολύ κατώτερούς Του για να μπορεί να μας ελέγχει με ευκολία, για να μπορεί να μας κρίνει και να μας τιμωρεί με το θάνατο», διατείνεται ο Αδάμ σε μία απόπειρα σύλληψης της θείας ουσίας ως δεσποτικής φιγούρας που μετέρχεται την τιμωρία ως μέσον πειθάρχησης και χειραγώγησης των υποδεέστερων γεννημάτων του, αντανακλάσεων της δικής Του ενδεχομένως ατελούς θεϊκής υπόστασης.

apokathilwsh-eng

Τους προβληματισμούς αυτούς καπηλεύεται ο Μεφιστοφελής, για να θηρεύσει και πάλι τις ψυχές των παλαιών του θυμάτων, προσφέροντας μία ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα ψευδαισθητική κάλυψη της γνωσιακής τους ανεπάρκειας και των οντολογικών αναζητήσεών τους. Παράλληλο μιας άλλης προμηθεϊκής μορφής, αυτοπροσδιορίζεται ως πηγή εκπόρευσης του φωτός, της μεταλαμπάδευσης των γενεσιουργών αιτίων του πολιτισμού από τα ανώτερα θεϊκά όντα στα ανθρώπινα δημιουργήματα. Η απόρριψη της αντάρτικης φύσης του από το Θεό-πατέρα τον οδηγεί σε ταύτιση με τα ηθικά ατελή και ενίοτε ψυχικά νοσούντα ανθρώπινα δημιουργήματα. Η διαρκής ροπή του ανθρώπου στην αμαρτία συνιστά το σημείο συνάντησής του με τον Μεφιστοφελή, ο οποίος αποδέχεται το ανθρώπινο γένος με τα όλα τα ηθικά του μειονεκτήματα και ενσωματώνει στους κόλπους του, τους «καταραμένους» και τους «περιθωριοποιημένους» απόκληρους του κοινωνικού σώματος. Ωστόσο, ο βαθμός της ηθικής σήψης του σύγχρονου ατόμου και η υποκατάσταση των λατρευτικών οντοτήτων από την υιοθέτηση ενός αξιακού συστήματος, που θεμελιώνεται στη θεοποίηση του χρήματος, αποτελεί το αποκορύφωμα του απόλυτου εκμαυλισμού του ανθρώπινου είδους, απογοητεύοντας ακόμη και το συνώνυμο της αμαρτίας και της πτώσης. Εξοστρακισμένος κι ο ίδιος από τον Παράδεισο, αναζητά συνοδοιπόρους στο καθεστώς της ατέρμονης αποστέρησης της αγάπης του Θεού. Στην προσπάθειά του αυτή, τα μέσα που μετέρχεται εξαντλούνται στην τεχνική της λεκτικής πειθούς , χωρίς να συνοδεύονται από μαγικά στοιχεία και υπερφυσικά γεγονότα, ανάλογα με εκείνα που χρησιμοποιεί ο Διόνυσος στις Βάκχες για να παρασύρει τον Πενθέα ή όσα παρουσιάζονται στις θεατρικές προσεγγίσεις του Δόκτορα Γιόχαν Φάουστ από τον Goethe και τον Christopher Marlowe. Βασικός του στόχος είναι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πιστός θεράπων του Θείου Νόμου και σταθερό ψυχικό στήριγμα των έτερων δραματικών προσώπων στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στις αρχέγονες ορμές που απορρέουν από τη διφυή φύση τους. Η αποστολή του Ιωάννη έγκειται στη μετακένωση των ιδεών του χριστιανισμού στην ανθρωπότητα, ωστόσο ο ίδιος αμφισβητεί, όχι μόνο το νόημά της, αφού οι κοινωνοί της γραπτής αποτύπωσης των εννοιακών σχημάτων του χριστιανικού θεολογικού υλικού, όπως μεταδίδεται με αγωγό την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα του νοητικού πεδίου του απολογητή τους, αδυνατούν να συλλάβουν το ρηξικέλευθο και λυτρωτικό μήνυμα του Χριστιανισμού, αλλά και το αληθές του οικοδομήματος της θρησκείας. Παράλληλα, ο Ευαγγελιστής, υποταγμένος στη μοίρα του, φαίνεται συμβιβασμένος με την εικόνα και την ουσία του περιβάλλοντος υλικού κόσμου. Μια πιθανή περαιτέρω διερεύνηση ή και αποδόμηση των θεμελίων που απαρτίζουν το δημιούργημα του αισθητού κόσμου, θα ισοδυναμούσε με την αφαίρεση της μαγικού στοιχείου και την κυριαρχία της ωμής πραγματικότητας. Ο Ιωάννης σκιαγραφείται ως θεματοφύλακας της τήρησης του κώδικα, -της αναγκαίας συνθήκης που επέβαλε ο θεός για τη σύναψη της συμβολαιακής σχέσης του με τον άνθρωπο- και απολογητής του χριστιανισμού, διακατεχόμενος από αδιασάλευτη πίστη στην άυλη, άναρχη και πανταχού παρούσα θεϊκή υπόσταση, ιδιότητες που της προσδίδουν ανυπέρβλητη δύναμη, καθώς και στη δημιουργία του ανθρώπου με στοιχεία της θείας ουσίας. Θα καταφέρει όμως να παραμείνει σταθερός στις θρησκευτικές του αξίες συνεχίζοντας να υπηρετεί το Θεό, ή στη δεύτερη αυτή αναμέτρηση με το μεφιστοφελικό πνεύμα θα υπερισχύσουν οι αμφιταλαντεύσεις του και η έμφυτη έλξη εξερεύνησης του αγνώστου, που μέχρι τώρα τοποθετούσε το καθήκον στη Θεότητα σε ληθαργική κατάσταση; Σε τελική ανάλυση, τ’ είναι Θεός; τί μη θεός; και τι τ’ανάμεσό τους;

Η θεατρική σύνθεση γεννά πολλαπλούς προβληματισμούς αναφορικά με την επιταγή της επαναδιαπραγμάτευσης του ρόλου του ανθρώπου στο πλέγμα των αλληλεπιδρώντων σημειακών στοιχείων που καλείται «σύμπαν», η οποία καθίσταται εφικτή με τη διαμόρφωση της ατομικής ταυτότητας και του ρόλου του στα κοινωνικά δρώμενα. Στην πινακοθήκη των χαρακτήρων του, ο Αντρέας Πολυκάρπου, κατορθώνει να συγκεράσει αρμονικά το πάγιο αίτημα της ανθρώπινης ψυχής για ένωση του θείου στοιχείου, που ενυπάρχει σε σπερματικό στάδιο στο ανθρώπινο ον, με μία υπέρτατη θεϊκή δύναμη, υπό τη φθοροποιό επίδραση της ύλης και του αισθητού κόσμου, την πολυμορφία των ανεξάντλητων υπαρξιακών αδιεξόδων και διλημμάτων. Το άτομο ταλανίζεται καθώς ο βίος του μετατρέπεται σε ένα αλληγορικό τοπίο εσωτερικού περιορισμού και αδιάκοπης σύγκρουσης, τόσο με την οντολογική του υπόσταση, όσο και με την ισχύ των κοινωνικών επιταγών και των νομοθετικών πλαισίων ως ρυθμιστικών παραγόντων της ζωής του, αλλά και τις ανθρωποφαγικές τάσεις που αναπτύσσονται στον αποσαρθρωμένο θεσμό της οικογένειας και επεκτείνονται μεταξύ των μελών του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Η διαλογική μορφή της δραματικής σύνθεσης, στην ουσία αποτελεί τη διάσπαση του εσωτερικού μονολόγου ενός κύριου προσώπου, ενός υποκειμένου εν σχάσει, του Ιωάννη, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι παρά εκφάνσεις των ενδότερων επιχωματωμένων στρωμάτων του υποσυνειδήτου του, προσωποποιημένες ενσαρκώσεις του θρυμματισμένου ψυχισμού του. Σε ψυχαναλυτικούς όρους, ο κατακερματισμός αυτός του σκηνικού προσώπου μεταφράζεται στην αδυναμία του ατόμου να οδηγηθεί στον ορισμό της αποκρυσταλλωμένης ταυτότητάς του αποκλειστικά με τα εργαλεία της αυτοσυνειδησίας και την αυτοδυναμίας του, αλλά με την απαράβατο όρο την αρωγή της διαλογικότητάς του Εγώ με τον «Άλλο». Η αποκάλυψη αυτή της ύπαρξης του «Ετέρου» μέσα στο Εν, με την έννοια της ολότητας του γνωστικού υποκειμένου, εντείνει το τραγικό στοιχείο του υπαρξιακού αυτού δράματος. Το εννοιολογικό οπλοστάσιο του συγγραφέα αντλείται από το πάντρεμα δομικών συστατικών των φιλοσοφικών ρευμάτων του Πλατωνισμού, του Νεοπλατωνισμού, του Γνωστικισμού και του Υπαρξισμού, τα οποία αποτυπώνονται στον καμβά του εσχατολογικού προσανατολισμού της χριστιανικής θεολογίας, με τις παραδοχές της οποίας δεν προτάσσεται η ρήξη, άλλα ένας γόνιμος διάλογος. Σε βασικό σκοπό του στοχαστικού φάσματος του δημιουργού, ανάγεται η υπέρβαση των ορίων της παραδοσιακής οντολογικής ερωτηματοθεσίας. Ο δέκτης των πολυδιάστατων νοημάτων και παρατηρητής των ανάγλυφα αποδοσμένων εσωτερικών συγκρούσεων των dramatis personae καλείται να οδηγηθεί μέσω της αναγνώρισης των προσωπικών του «παθών» στη δραματική σύνθεση των σκηνικών χαρακτήρων, όχι μόνο στον έλεο και τον φόβο της αριστοτελικής Ποιητικής, αλλά στον επανακαθορισμό της εσωτερικής του υπόστασης και στη δυνατότητα διαμόρφωσης της μοίρας του , ως ατόμου, καθώς και της συμβολής του στην πορεία του ιστορικού πεπρωμένου του ανθρώπινου γένους. Το «Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση», ως τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης σε συμφραζόμενα θρησκευτικού δράματος, αποτελεί μία καινοτόμο δημιουργία που αφυπνίζει τον αναγνώστη και ανανεώνει τη νεοελληνική δραματουργική παράδοση.