Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Ευγένιος Αρανίτσης: Η ποίηση του Σωτήρη Κακίση

aranitsis1.jpg
Αυτός που θα αποφάσιζε να διαλέξει ανάμεσα στις άφθονες περιπτώσεις της νέας ποίησης, την πιο παράξενη και ίσως την πιο εκκεντρική, δεν θα τα κατάφερνε τελικά να μη σταθεί μπροστά στα δύο βιβλία του Σωτήρη Κακίση -εφόσον ήταν αποφασισμένος να υποστεί τις συνέπειες της ειλικρίνειας. Αυτά τα βιβλία -« Τα Σύρματα» και η «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου»- αξίζουν ίσως την προσοχή μας (που σίγουρα έχει ταλαιπωρηθεί από αρκετές ανεπιτυχείς προτιμήσεις) μόνο και μόνο για ό,τι τα χωρίζει απ’ τις ανάγκες του μέσου αναγνώστη και τη μονοτονία της επίσημης κριτικής. Αφού αυτά τα κείμενα καταφέρνουν να είναι πραγματικά μοντέρνα όχι με το να περιφρονούν τη σχολαστικότητα αλλά με κάτι ακόμα πιο εγωιστικό: δεν μας ζητάνε να είμαστε επιεικείς, αλλά έξυπνοι.Η «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου» είναι γι’ αυτό ένα βιβλίο που δεν άργησε να προκαλέσει μια σωρεία παρεξηγήσεων στον περιορισμένο κύκλο των ανθρώπων που ενδιαφέρονται ειλικρινά για την ποίηση. Θεωρήθηκε σνομπ, εκκεντρικό και ακατανόητο. Η ποίηση της «Συσκευής» δεν έμοιαζε να είναι παρά ένα υπερβολικό παράδειγμα πρόζας, που μόνο κατά τύχη μπορούσε να φανερώνει τ’ απομεινάρια κάποιων μελωδικών ψιθύρων. Στην πραγματικότητα αυτή είναι ακριβώς η τέχνη της «Συσκευής», που η γοητεία της μοιάζει να γεννιέται στο σκοτάδι, και η αξία της ν’ ακολουθεί μια ροή από λέξεις που έπαψαν να ’ναι φανταχτερές για χάρη μιας γεροντικής σοφίας ή μιας παιδι¬κής αφέλειας. Η ποίηση εδώ θέλει να διατηρήσει όλες τις αρετές ενός αληθινού αριστοκράτη -παύει λοιπόν να επιδεικνύεται… Η σεμνότητα δεν είναι μια ηθική αρετή (όπως συμβαίνει με τη λεγόμενη «φτωχή» ποίηση), είναι μια αισθητική αντίληψη, ένα εί¬δος ευαισθησίας. Τι πιο φυσικό λοιπόν, από ένα νεαρό λοιπόν που εκμεταλλεύεται το ότι δύο αιώνες στόμφου και έπαρσης και περιττής πολυτέλειας μας δίδαξαν να αντιπαθούμε την ποίηση σαν να ’τον καμιά επιδημία, για να εμπιστευτεί μια νέα μορφή κειμέ¬νου, φτωχή σε σκοπιμότητες, αλλά πλούσια σε αυθάδεια και χάρη. Ας εγκαταλείψουμε για λίγο την αλήθεια των λέξεων, ώστε ν’ ασχοληθούμε με την ομορφιά των ιδεών, μοιάζει να επαναλαμβάνει αυτή η τέχνη που δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο φαίνεται. Στο βασίλειο της ευαισθησίας υπάρχει ακόμα χώρος για τους ευφυείς.

aranitsis2.jpg
Η ποίηση του Κακίση δείχνει έτσι, σαν να προσπαθεί να τα βάλει μ’ ένα μύθο πάνω στον οποίο στηρίχτηκε πολύ συχνά η σύγχρονη κριτική -ότι η ποίηση δεν γίνεται με  ιδέες, αλλά με λέξεις. Στην πραγματικότητα (που εξάλλου ελάχιστα ενδιαφέρει τους ποιητές) αυτό δεν ισχύει ευτυχώς παρά μόνο σαν πρόφαση. Η «Συσκευή» είναι μια εξομολόγηση που δεν την έχει υπογράψει το σώμα αλ¬λά το μυαλό. Φυσικά οι καλές προθέσεις κι αυτός ο στερεότυπος σεβασμός προς τον αναγνώστη, στον οποίο μας έχουν συνηθίσει, αρνούνται να συμμαχήσουν μ’ ένα αληθινό ταλέντο, που αναγκάζεται γι’ αυτό το λόγο να διαλέξει μόνο του ένα κέλυφος μοναχικής  αγωνίας και έμμονων ιδεών. Είναι λοιπόν φυσικό το ότι οι αστραπές της ομορφιάς και της έκ¬πληξης δημιουργούνται πολύ μακριά απ’ την ανόητη παγίδα της συνείδησης και τις απάτες του συναισθηματικού κόσμου, κι έτσι λάμπουν σαν α¬πλές παρατηρήσεις γεμάτες υπεροψία και ειρωνικές νότες. Η στοργή και η τρυφερότητα που κάνουν τον Κακίση να πλησιάζει τα καθημερινά υπολείμματα μια αβέβαιης ζωής, δεν ξεπερνάει τελικά τα όρια της επιτήδευσης. Δεν είναι συνεπώς ούτε ύποπτη ούτε αναπόφευκτη. Είναι αντίθετα λογική και, στο κάτω-κάτω, αξιοποιήσιμη. Γιατί αυτός ο απλοϊκός περίγυρος των γεγονότων και των αντικειμένων, αυτός ο κόσμος που η ψυχή καταφεύγει στη σκιά του και που μόνο τα παιχνίδια του μυαλού μπορούν να τον πιάσουν στο δόκανό τους, είναι για τον Κακίση ένας χώρος άπειρης μελαγχολίας όπως είναι για άλλους ποιητές ο Παράδεισος ή η παιδική ηλικία. Ίσως μόνο κάποιος που βλέπει ακόμα και τις εντελώς φθαρμένες εικόνες της ζωής με το φιλάρεσκο βλέμμα ενός δανδή, θα μπορούσε να υμνήσει τη ρουτίνα ενός ταξιδιού με τη σοβαρότητα που άλλοι πλέκουν το εγκώμιο ενός παιδικού κήπου με τριαντάφυλλα.«Ένα ταξίδι με τρένο στην καρδιά της εργατικότητας, έτσι σχεδιάζει τον τρόπο της τεμπελιά, όπως μετά την Ιταλία, τις ανώμαλες σιδηροτροχιές μπήκατε ονειρικά στη χιονισμένη χερσόνησο την σταθερών Άλπεων και οι ήχοι γίνανε ακίνδυνοι».

Αλλά αυτή η ποίηση δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί παρά μόνο ν’ αποτελέσει δίκαια το αντικείμενο του θαυμασμού. Δεν της μένει λοιπόν παρά να διακηρύττει χαμηλόφωνα τις αρετές μιας ευφράδειας λιγάκι περιττής ή να πραγματοποιεί στο ημίφως σκόπιμες επιδείξεις δεξιοτεχνίας. Και βέβαια ο καθένας θα ήταν πρόθυμος να πλησιάσει με δυσπιστία αυτή την προτίμηση προς τα τεχνάσματα του απλουστευμένου ύφους και τα πρώτα άνθη μιας καλομελετημένης αυθάδειας. Το συναίσθημα και το ταμπεραμέντο είναι, όπως ξέρουμε, ένα είδος ταμπού για τους ποιητές και τους αναγνώστες τους, που πιστεύουν απόλυτα ότι το πάθος πρέπει να οπλίζει το χέρι κάθε καλλιτέχνη όταν υπογράφει το έργο του με μια ειλικρίνεια που όμως της λείπει εντελώς η έμπνευση. Άρα, η πονηριά ή η εξυπνάδα δεν είναι παρά μια χυδαιότητα που πρέπει να την καταλογίζουμε στους επιδειξιομανείς και τα καταφερτζήδες. Όμως, να που τα πράγματα διαψεύδουν αυτή την επισφαλή θεωρία, γιατί εδώ μια λεπτή και παράξενα πολύπλοκη τέχνη φτιαγμένη απ’ τις ιδέες και τις αποχρώσεις τους αποδεικνύεται το ίδιο πλούσια σε συγκίνηση μ’ ένα μελοδραματικό χείμαρρο λέξεων και, το σημαντικότερο: λιγότερο ψεύτικη.

Δεν μένει λοιπόν παρά ν’ ακούσουμε τη μουσική της.

Ευγένιος Αρανίτσης(εφ. Ελευθεροτυπία, 4.3.1982)

aranitsis3.jpg