Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ευαγγελία Πατεράκη: "Η Διαθήκη μου -Το Ένα-"

Η Διαθήκη μου -Το Ένα-, Ποίηση, Ευαγγελία Πατεράκη, Εκδόσεις Vakxikon.gr, 2013

«η φωνή μου»

Λυπάμαι μόνο που
κράτησες το σχήμα
Όχι,
εγώ δεν τη μισώ
είναι των εγκάτων μου
που καίει τις σάρκες
κι αναδύει το άπειρο
στου ελάχιστου την
ελάχιστη οσμή
Που μένει
και συναρπάζεται
και ουρλιάζει
στο μέγιστο
της έντασης
που και  τη
σπάει την ένταση
και διαγράφει την
ουτοπία
που φοβήθηκες
να δεχτείς -
αγαπημένη σου
από μακριά σου
μικρή σου η απόλαυση
δικιά μου η φωνή
Μείνε εδώ
στο γνώριμο
πεδίο μάχης σου
δεν πολεμώ εγώ
καλπάζω στους
ορίζοντες
φλογοβόλα
και άπληστα
χορεύω
στα κύματα
Αλήθεια,
τα πλάγιασες ποτέ -;-

Δεν αγαπώ
Χύνομαι -!-
Καρφώνομαι στη δίψα -!-..
Πίνω
ό,τι λάχει
αρκεί
να εκτοξευτώ
κομμάτια να γίνω
να χτίσω το Ποίημα
που δε χωράει
σε κορμιά

Λυπάμαι που
δεν άγγιξες
τις φάσεις τις
ανείπωτες
που δεν χωρούν
σε λύπες
δε φυλακίζονται

Κι ο ποιητής
έτσι είπε
και καρφώθηκε στη θάλασσα..

η άλλη σταύρωση

Μην κοιτάς το σταυρό μου -!-
Γέρασε το ξύλο του και
άλλο δεν κρατάει
Όμως
καμπούριασα από τα χρόνια
εκεί στο καρφί
και σκέφτηκαν να με αλλάξουν
μαζί μ' εκείνον
που γονάτισε στην υστεροβουλία των

Μ' αφήνουν μόνο ένα κενό
να ετοιμάσουν το νέο σκαρί
να χωρέσει και τα χρόνια μου
που κάμποσα μαζεύτηκαν

Κανείς δε σ' αφήνει ήσυχο
σε τούτη τη ζωή
ούτε κι εσύ σ' αφήνεις

Χτυπώ πόρτες
να βρω μια φωτιά
μια αλυσίδα χοντρή
να σπάσω καθρέφτες
να προλάβω να μιλήσω
το τρένο πιάνει γρήγορα σταθμό

Πήρα νωρίς το μήνυμα
πόλη δεν υπάρχει
ψέμματα όλα
κατασκευές του νου
να μη συννεφιάζει
και χαθεί

Τόπος κρανίου
αχανής
και τα κορίτσια θρηνούν
και πρέπει  να
περιμαζέψω τα δάκρυα
και πως να τα κρατήσω
στις τρύπιες μου παλάμες -
ήταν χοντρά τα καρφιά -
θα τις μπαζώσω με πείσμα
τις οπές
να μπορώ να χαϊδεύω
τις ανάσες που μ' ανασαίνουν -
υπάρχουν ακόμη ανάσες
ανάμεσα σε τόσα πτώματα
πάντα ανασαίνουν οι νεκροί
τα πτώματα σαπίζουν

Δε χάθηκαν ακόμη όλα -
έχω να μιλήσω και στον Ιούδα μου
καλύτερα απ' όλους τους
άλλους μου στάθηκε -
πιστός μέχρι το τέλος
Δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν αυτός
ο αδερφός μου
γιατί η Μαρία λοξοκοίταξε -
πήρε τον άλλον το νωπό
μέσα στη μήτρα και
της χώρεσε
αφού μικρούλης ήτανε
πώς να της κάνει ο γίγας
που δεν αρνήθηκε ποτές -;-

Κι ας της τον έδειξα
ήτανε καταιγίδα
και δεν είδε
και μια φορά γεννιέται
ο γιγάντιος

Μου κλείνει το μάτι
η άλλη η καταδικασμένη -
εκείνη που λιθοβόλησαν -
τι συνήθειά τους κι αυτή
να σκοτώνουν τον έρωτα -;-
και τους το ΄χα πει -
μόνο οι πόρνες τους είπα
γεννούν
οι άλλες πτώματα φέρνουν

Φταίει που
τελειώνουν και
νωρίς τα ψωμιά
και βαρέθηκα να ταΐσω
αλλοιωμένους
Γι αυτό και
δεν αντέδρασα όταν
με μαστίγωναν
Τότες
σκεφτόμουν τις
πλεξούδες της
που είχαν γεμίσει αίματα
απ' τ' ανοιγμένο της κρανίο
Πόσο την ερωτεύτηκα -!-

Είμαι αιρετικός
το γνωρίζω
Τι άλλο όμως
θα μπορούσα να είμαι
όταν γεννήθηκα από
έναν κρίνο -;-

Το μόνο που επιθυμώ
για το τέλος
είναι ένα στριφτό τσιγάρο
και δώδεκα κάστανα
ψημένα στα κάρβουνα -
έτσι
για να ξεγελάσω
το ρίγος της μοναξιάς μου

Κρυώνω και βρέχει πολύ
Κι εκείνο το κορίτσι
δεν το μάζεψαν οι αστυνόμοι -
λησμόνησαν φαίνεται
να μαζέψουν δυο κόκαλα -
αδύνατη που είναι η εποχή...
Λέω να πλαγιάσω μαζί της απόψε
"Χειμώνα μου", θα της πω
και θ' ανοίξει τα πόδια
να κρατήσει τα δώδεκα κάστανα
το αίμα μου
και το στεφάνι με τ' αγκάθια -
το στέμμα μου το βασιλικό
απ' τον καιρό του χάους μου

Μετά
θα σηκώσω μ'
αντρεία το νέο μου σταυρό
αφού θα έχω θυμηθεί
πως ξυπνάνε τ' αγόρια
τους χειμώνες μέσα στα χιόνια
κι η προφητεία
θα εμπλουτιστεί
με νέας έκδοσης λατρεία -
άλλοι οι νεκροί
κι άλλα τα πτώματα

Κι εγώ νεκρός
θα κουβαλήσω μέχρι το τέλος
το χειμώνα μου
για ν' απαγγείλω με μια ανάσα
όλη τη ντροπή
των πτωμάτων
και το λάθος της Μαρίας
που νόμισε ότι με γέννησε...

σκουριασμένη πόλη μου

Ήρθα υγρός
Στο υπερώο
Ακόμη κοιμάσαι
Πλατεία ηχεί
Άδενδρη ζωή
Κρανία απλίκες
Νύχτας πρωί
Δεν ήσουν μόνη, έλεγες,
Είπες, νωρίς...
Έσταξα στις πλάκες
Σπασμένες ιδέες που
ήταν και
Παγωμένη έλιωσα
Την αμφισβήτηση
Της λατρείας σου
Ήσουν ιστός αράχνης
Που ξεχάστηκε
Σε πέτρες με σχήματα
Προγονικά
Από καιρούς
Λυσσασμένων επιβίωσης
Κραυγών με νοήματα
Και λάσπης
Ακόμη κοιμάσαι
Σε φέρετρα φτηνά
Πουτάνα λιωμένη
Μαστούρα και
Προσευχή
Η άλλη στιγμή
Στερεώνεται με «δίχως»
Απ’ έξω
Μικροπωλούν το πάθος
Μεγαλουργούν το έγκλημα
Ερωτοτροπούν με αράχνες
Σβησμένα φιλιά
Αντίκες του τότε ουρλιαχτά μου
Όταν με κράταγες
Απ’ το κουμπί
Που όριζε το φιλί μου
Τότε που
Έπλεκες
Κι εγώ χανόμουν
Στο τέλμα του θανάτου μου
Κι όμως
Εγώ υπάρχω ακόμη
Κι εσύ μικροφωνικά
Μιξαριστά απαγγέλεις
Προαναγγέλλοντας
Μια ακόμη
Θανατερή επαφή σου…
Διπλός ο πέλεκυς
Σκουριάζει
Την ανάσα σου πόλη μου...