Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Ερωτικό παραλήρημα - Ανάγνωση του Ιορδάνη Κουμασίδη

Ερωτικό παραλήρημα, Νουβέλα, Ιορδάνης Κουμασίδης, Εκδόσεις Λογείον, 2010

Συνήθως στα αφηγήματα και δη σ’ αυτά περί ερώτων, οι πρωταγωνιστές μαζί με πάθη έντονα διαθέτουν και ονόματα. Στο «Ερωτικό Παραλήρημα» αυτό δε συμβαίνει για τον κεντρικό ήρωα. Επεδίωξα έτσι να επιλέξω κάποιο όνομα, κοινό, κύριο ή αφηρημένο, το λεξιλόγιο ωστόσο μ’ απογοήτευσε. Ρίζωσε όμως στη σκέψη μου η φράση «ο αυτόχειρ του έρωτος», μια γενική κατά τα φαινόμενα αντικειμενική, αν βεβαίως μου επιτρεπόταν η παραβίαση γραμματικοσυντακτικών κανόνων.
Το «Ερωτικό Παραλήρημα» πραγματεύεται, προφανώς και ταυτολογώντας, τον έρωτα μα στην πιο βασανιστική του διάσταση: αυτή του ανεκπλήρωτου, του ακατόρθωτου, του άλεκτου, του αδιέξοδου και οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν τέτοιους έρωτες είναι συνήθως άνθρωποι μιας φύσης ιδιότυπης, όπως αυτή του δικού μας ήρωα: ενός ήρωα δειλού, καθώς παραδίδεται εκ των προτέρων στην ήττα ενός αγώνα, που δεν έχει ξεκινήσει και βιώνει όλα τα ενοχικά σύνδρομα του νικημένου, τόσο σε ερωτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο τελικά.


Φαινομενικά η όλη ιστορία κινείται γύρω από την απώλεια-ή ορθότερα-τη μη απόκτηση του μοναδικού αντικειμένου του πόθου και του πλήγματος που αυτή δημιουργεί στον ψυχισμό του ήρωα καθώς και τις ενδιάμεσες «αντιερωτικές» του περιπέτειες. Σαφώς και τις ονομάζω αντιερωτικές, διότι όλες οι γυναικείες μορφές που παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου συνιστούν τους έρωτες σε αντίθεση με τον ήρωα που μετατρέπεται εν τέλει σε αντιήρωα και συνεπώς βιώνει αντιέρωτες(μια μικρή απόπειρα να ερμηνεύσουμε και τον υπότιτλο).

Προηγουμένως, και μιλώντας για την πλοκή του έργου, ανέφερα τη λέξη «φαινομενικά», όχι τυχαία. Πίσω από το ανομολόγητο πάθος και το ερωτικό παραλήρημα του πρωταγωνιστή «ακούγεται» (διαφαίνεται) το υπαρξιακό παραλήρημα ενός ανθρώπου (και εν προκειμένω του αυτόχειρος) προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα παραλήρημα εν είδει εσωτερικού μονολόγου, που στο βιβλίο ο συγγραφέας μας το δίνει με τη μορφή ερωτικής επιστολής (προσωπικά αμφιβάλλω αν υπάρχει συγκεκριμένος παραλήπτης).
Στέκομαι περισσότερο στον ήρωα του αφηγήματος κι όχι τόσο στα γυναικεία πρόσωπα που τον πλαισιώνουν ή στον μοναδικό έρωτα που τον στοιχειώνει, διότι ιδιοσυγκρασιακά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν ήρωα αναντίρρητα ευαίσθητο, πλημμυρισμένο από τα ωραιότερα και σπανιότερα των συναισθημάτων, που ωστόσο δεν τολμά ποτέ να τα πραγματώσει σε ήχους και τα φυλακίζει στη σιωπή γραπτών. Περιχαρακώνεται στο πλέγμα των σκέψεών του, αναμετριέται με τη δύναμη της αντοχής του, αυτοπεριορίζεται και απομονώνεται... Προσπαθεί  αγωνιωδώς να πλάσει το ιδανικό, το άπιαστο (άλλωστε και την αγαπημένη του ιδανικά τη θεωρεί) όχι για να το λατρέψει και να ζήσει μ’ αυτό, αλλά για να το καταστρέψει, να το απομυθοποιήσει, να το αποκαθηλώσει… Πόσο πιο αυτοκαταστροφικός και αλγολάγνος να παρουσιαστεί όταν τελικά εξισώνει τον έρωτα με το θάνατο! «θα είσαι ο τελευταίος μου θάνατος», της γράφει. Και το περικείμενο καταθλιπτικό: νύχτα, βροχή, ποτό, μοναξιά…
Η εναλλαγή τόπων, εποχών, συντρόφων προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη, τελεί όμως σε πλήρη αντιστοιχία με την κυκλοθυμία του ήρωα, που αποτελεί το πιο βασικό του χαρακτηριστικό… Ξημερώνει μισάνθρωπος… νυχτώνει μισογύνης… Μισεί το αντικείμενο που τόσο ποθεί, επειδή  ακριβώς το ποθεί, την ίδια στιγμή που εύχεται να μπορούσε να ξεπεράσει την ιδιόμορφη φύση του άτολμου εαυτού του και να αγαπήσει με την ορμή ενός εφήβου: υπέρτατα και εκούσια εξευτελιστικά.
Ο ίδιος άνθρωπος που βίωσε το αίσθημα του έρωτος τόσο απόλυτα και κατηγορηματικά, που «ξόδεψε όλες τις θυσίες απ’ τη φαρέτρα του, αυτός ο ίδιος περίμενε μήπως εμφανιζόταν η παραμικρή υποψία της σκιάς της…» Πόσο αφόρητα ολιγαρκής είναι ο έρωτας και πόσο μακριά κατοικεί…»παρελθόντος και φόβου γωνία..»… με ενοικιαστή τον ήρωα…
Και το ιδιόρρυθμον του χαρακτήρος του  συνεχίζεται… Αν ήταν ρήμα θα συγκαταλεγόταν στα αμετάβατα, στα στάσιμα, στα ακίνητα… σ’ αυτά δηλαδή των οποίων η ενέργεια δε μετατίθεται πουθενά παρά εγκλωβίζεται εντός τους. Αυτά τα τόσο δηλωτικά ρήματα, που τους λείπει ωστόσο το αντικείμενο για να ολοκληρωθούν, όπως ανολοκλήρωτος μένει και ο ίδιος ο ήρωας. Και με την ανθρώπινη εντούτοις υπόστασή του παραμένει αντιφατικός, αμφιταλαντευόμενος. Μοιράζεται ανισομερώς στο δίλημμα επίγεια-σάρκινη ικανοποίηση και πνευματική μέθεξη… Το πρώτο αντιπροσωπεύει μια αναζήτηση ενδιαφέροντος μέσα σ’ ένα κενό, το δεύτερο την επιβεβαίωση μιας αυτοπραγματούμενης ύπαρξης. Ανισορροπία, ακροβασία ή ανάγκη αυτογνωσίας; Οτιδήποτε κι αν συμβαίνει, η αγωνία του ήρωα είναι έκδηλη όπως και η ομολογούμενη αντίφαση μες στην οποία ζει. Μια αντίφαση που τον κατατάσσει στους «αναχωρητές της ζωής» και τον ωθεί να βιώνει τη μοναξιά του πλήθους… την προσωπική του μοναξιά ανάμεσα στο πλήθος των αγαπημένων του φιλοσόφων...

Ρωτά και  ξαναρωτά τον αναγνώστη τι έψαχνε, τι αναζητούσε. Άραγε την ιδανική αγαπημένη , την ασύλληπτη ως τώρα θεωρία φιλοσοφίας ή  την ίδια του τη σκιά; Ας συμφωνήσουμε τελικά… Κυνηγούσε τον δύστροπο εαυτό του και θα τον έβρισκε μόνο αν τον άφηνε ελεύθερο και μαζί μ΄ αυτόν όλους τους σιωπηρούς του πόθους…
Ολοκληρώνοντας , δεν μπορώ παρά να αναφερθώ στη λογοτεχνικότητα του συγγραφέως και στην από μέρους του χρήση της γλώσσας, που στο επίπεδο της έκφρασής της ενίοτε (για να μην πω συχνότατα) υψώνεται σε ακατάληπτη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως «αδειάζει» το νόημα. Αντιθέτως, η αναντίρρητη εκφραστικότητά του και η γλωσσική του ευκαμψία υπερθεματίζουν τους στοχασμούς του. Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την επικράτηση της ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας, ίσως και να μπορούσε να θεωρήσει το αφήγημα ως «πρόταση φιλοσοφίας». Αυτό βέβαια ουδόλως αποκλείει την αναφορική γλωσσική λειτουργία και δη μέχρις εσχάτων, καθώς στο κείμενο σημειώνονται έως και πεζοδρομιακές εκφράσεις.

Ο τρόπος γραφής του συγγραφέα, μου θύμισε εξολοκλήρου εκείνον που χαρακτήρισε τη λογοτεχνική γενιά του ’30, τη γενιά του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Συνεχής και συνειδησιακή ροή σκέψεων, που μετουσιώνεται αυτόματα σε γραφή ανεπεξέργαστα. Σαν κάποια αδιαφορία για την πρόσληψη των σημαινόμενων και των νοημάτων από τον αναγνώστη. Αυτό ίσως ακούγεται κάπως αντιφατικό, διότι πώς είναι δυνατόν ένας «αυτόματος γραφέας» να εκφράζεται ποιητικά κι όχι ρεαλιστικά… Μα είναι και αυτό μέρος της λογοτεχνικής γοητείας του έργου , στην οποία θα σας προέτρεπα να μετάσχετε…. 

Νάντια Καρακούλα