Top menu

Ερωτική επιθυμία ή ηθική αποστροφή; [Δοκίμιο]

poulakosnakos.jpg
Γράφει o Νέστορας ΠουλάκοςΟ Τσόου Μο Γουάν, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, νοικιάζει ένα διαμέρισμα την ίδια μέρα με τη Σου Λε Ζεν ή κ. Τσαν, γραμματέα σε ναυτιλιακή εταιρεία. Είναι γείτονες, και παντρεμένοι με συζύγους που τους αφήνουν μόνους για λόγους δουλειάς. Παρά την παρουσία των γειτόνων και της σπιτονοικοκυράς, ο Τσόου και η Σου συναντιούνται μόνοι συχνά, και αρχίζουν να γίνονται φίλοι. Εκμυστηρεύονται τις υποψίες τους ότι οι δυο τους σύζυγοι είναι παράνομο ζευγάρι. Ο Τσόου πείθει τη Σου να «παίξουν» αυτό που φαντάζονται ότι συμβαίνει με τους συντρόφους τους, και σιγά σιγά η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο παιχνίδι και το αληθινό ειδύλλιο χάνεται. Η ταινία «Ερωτική επιθυμία» αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας ανεπίσημης τριλογίας, μαζί με το «Ημέρες αγριότητας» και το «2046».
Ο σκηνοθέτης και υποψήφιος διδάκτωρ στον τομέα «Κινηματογράφος και Φιλοσοφία» Δημήτρης Νάκος επέλεξε να μιλήσει για τον Μεταμοντέρνο Έρωτας σε αυτόν τον τόμο δοκιμίων που κυκλοφορεί, μέσα από μια όντως μεταμοντέρνα ταινία, την «Ερωτική επιθυμία» του Γουόνγκ Καρ Βάι, που εκτυλίσσεται κατά τη δεκαετία του 1960 στο βρετανικό Χονγκ Κονγκ αλλά γυρίστηκε πριν 15 χρόνια! Τι είναι άραγε ο Μεταμοντέρνος Έρως; Αυτό επιχειρεί να μας απαντήσει ο συγγραφέας αναλύοντας άλλοτε θεωρητικά κι άλλο κριτικά, ένα χαρακτηριστικό –κατά τη γνώμη του- παράδειγμα.
Έχοντας ως προϋπόθεση ότι το μεταμοντέρνο σπάει τους κανόνες του κλασικού και συνηθισμένου -στην προκειμένη περίπτωση ενός θυελλώδους έρωτα με μπόλικα φιλιά (καθότι στην ταινία αυτή το παθιασμένο φιλί απουσιάζει), δυναμική κορύφωση, άγριους καβγάδες και έναν οδυνηρό χωρισμό, όντως στην «Ερωτική επιθυμία» του «αβάν-γκαρντ» Κινέζου σκηνοθέτη βλέπουμε έναν οξύμωρο έρωτα: ο χωροχρόνος παλαντζάρει και πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις δεκαετίες του 1960 και του 2000, έτσι ώστε οι ξέφρενοι ρυθμοί της μετανεωτερικής καθημερινότητας να συγχύζουν σχετικά με την εποχή που βιώνουμε στην ταινία.
Με άλλα λόγια, «η κουλτούρα της πρόωρης εκσπερμάτισης» κατά Μποντριγιάρ δεν γνωρίζει σύνορα και εποχές, ευρωπαϊκές, ασιατικές ή αμερικανικές κουλτούρες; Δηλαδή συναντάται από το Χονγκ Κονγκ του ’60, στη Νέα Υόρκη του ’80 και στην Αθήνα του 2000; Καθότι, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ιστορίας του Καρ Βάι ποθεί αλλά δεν αγγίζει, αγωνιά αλλά δεν μιλάει, παθιάζεται αλλά δεν ξεγυμνώνεται ώστε να καταλήξει μια «Ολέθρια σχέση» ή ένα «Μοιραίο πάθος», κατά Άντριαν Λάιν και Λουί Μαλ ενθυμούμενοι παράνομους δεσμούς ουσιαστικά με την ίδια κατάληξη: τη σκληράδα της θλίψης και το ακαριαίο του ψυχικού θανάτου.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει αυτόν τον έρωτα, του Τσόου και της Σου, γεμάτο εμπόδια, φραγμούς, υποσχέσεις στα βλέμματα και τις κινήσεις αλλά χωρίς καμία εξέλιξη ή συνέχεια. Ίσως όλη αυτή η συνθήκη τον καθιστά πιο αγνό, πιο άδολο, πιο έρωτα εν ολίγοις, αντί για μια στεγνή σεξουαλική πράξη, καθώς κατηγορείται το «παράνομο» ζευγάρι των συζύγων» τους; Και εδώ τίθεται το καίριο ερώτημα για την ιστορία αυτή: Ερωτική επιθυμία ή Ηθική αποστροφή;
Ο Κινέζος σκηνοθέτης έχτισε πλάνο-πλάνο μια μεταμοντέρνου ύφους ταινία, σε μια κοινωνία που θα μπορούσε να είναι και συγκαιρινή του, με ένα ζευγάρι που κρυφοκοιτάζει από την κλειδαρότρυπα το βάζο με το μέλι χωρίς να καταφέρει να ανοίξει ποτέ το καπάκι. Θεωρώ ότι η εξήγηση «για να μην γίνουμε σαν κι αυτούς» είναι απλώς εύκολη. Η ανηθικότητα των συντρόφων τους είναι ο καθρέφτης των πρωταγωνιστών της ταινίας. Ως παρατηρητές ή τελοσπάντων ως επινοητές μιας ιστορίας που πληγώνει τις ψυχές τους, τους ωθεί σε έναν έρωτα από αντίδραση ή σε έναν έρωτα από παθιασμένη παρόρμηση; Είτε ισχύει το πρώτο είτε το δεύτερο, η ηθική δεν είναι απλώς ένας φραγμός αλλά μια αποστροφή. Οχυρωμένοι πίσω από την ανηθικότητα των συντρόφων τους, πληγωμένοι από την μοναξιά τους, ευνουχισμένοι από την απόρριψη, αποστρέφονται τον έρωτα που γεννάται γιατί είναι μάταιος και η κατάληξη του θα οδηγήσει στον ακαριαίο θάνατο του. Είναι καταδικασμένος να αποτύχει, να θαφτεί κάτω από τη ορμή της ερωτικής έκρηξης των συντρόφων τους.
Στην «Ερωτική επιθυμία» η νύχτα παίζει το ρόλο του Θεού που αγκαλιάζει τους παρίες της. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ένα αντρόγυνο που επιφέρει όλα όσα προφανώς δεν θέλησε: την απώλεια, τη μοναξιά και έναν έρωτα που δεν τον αφήνουν οι ηθικές αγκυλώσεις να αναπτυχθεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η σκοτεινή και ταυτόχρονα πολύχρωμη ταινία (γυρισμένη στο Χονγκ Κονγκ των χρωματικών κι όχι μόνο αντιθέσεων, άλλωστε) να περικλείει το μεταμοντέρνο από τη σκηνοθετική ματιά και τη σεναριακή πένα του δημιουργού στο αδηφάγο συναίσθημα του θεατή που επιζητά να χάνεται το μυαλό του και να σπαράζεται η ψυχή του στο ανολοκλήρωτο, στο ανεκπλήρωτο, στο ατελέσφορο σύμπαν του «όσα παίρνει ο άνεμος».
Συμφωνώ με τον Δημήτρη Νάκο για την τελετουργία του έρωτα, όμως με τις σεξουαλικές ορέξεις περικλεισμένες, και μακριά από τις οριακές δικλείδες περί του συναισθήματος και της πράξης. Καθότι και οι πιο καυτές πτυχές του κρεβατιού ενός ζευγαριού έχουν προέλθει από την τελετουργία του συναισθήματος, της ψυχής, του μυαλού, των πράξεων, της καρδιάς του. Συμφωνώ με τον συγγραφέα για τον έρωτα ως ανάγκη πληρότητας. «Στον έρωτα το εγώ είναι ένας άλλος», που υποστηρίζει η Κρίστεβα καταδεικνύει την ανθρωπινή αναγκαιότητα για το Ένα, για το Όλο, για το Μαζί. Ο έρωτας είναι αγάπη και θάνατος μαζί, για το ζευγάρι. Διαφωνώ όμως μαζί του για το μοιραίο τέλος του.
Εδώ, ο κινηματογράφος και η ποίηση έκαναν την ματαιότητα ποθητό αποτέλεσμα με κατευθυνόμενη κατάληξη. Το αυτομαστίγωμα για το ανολοκλήρωτο που δεν πεθαίνει ποτέ κυριαρχεί και διαλύει ψυχές, καρδιές και σκέψεις. Σχεδόν γίνεται ο τελικός στόχος αυτού του πάθους. Το ζευγάρι της ταινίας μας ερωτεύτηκε αλλά δεν θέλησε να χαλάσει την συνθήκη της ζωής του. Αυτό-εγκλωβίστηκε σε ένα πλαίσιο απ’ όπου θα μπορούσε να ξεφύγει πιάνοντας το νήμα που του εμφανίστηκε.
Ο άνθρωπος δεν μένει στο τέλος μόνος του. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος του. Ο άνθρωπος ζει για να ερωτεύεται και ερωτεύεται για να ζει. Και γι’ αυτό η Ερωτική επιθυμία οφείλει να γίνεται πράξη. Για να μπορέσει να μείνει στην αιωνιότητα.Info: Μεταμοντέρνος έρως, δοκίμια, Μαρία Γιαγιάννου, Γιώργος Λαμπράκος, Δημήτρης Νάκος, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014