Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Επιστροφή στη Δρακόλιμνη - Αντώνης Μπασούκος

Άφιξη


Ο ξενώνας ξεπρόβαλε απότομα μέσα από το παρμπρίζ μετά την καμπούρα της ανηφόρας που οδηγούσε στο πάρκινγκ. Το μαβί σούρουπο τόνιζε το μακρόστενο κτήριο με τη στενή του πλευρά να εισβάλλει μέσα σε μια πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη λίμνη.

"Το βάθος της Δρακόλιμνης είναι μεγάλο συγκριτικά με το μέγεθός της: το γεγονός αυτό προσδίδει στα νερά της μια πολύ σκούρα απόχρωση, η οποία δεν υποχωρεί ούτε τις μεσημβρινές ώρες των καλοκαιρινών μηνών. Στα 1805, ο Άγγλος περιηγητής Leake χαρακτήρισε τη λίμνη 'υγρά μεσάνυχτα', ίσως το πιο παραστατικό σχόλιο για την εντύπωση που δίνουν τα νερά της στο ανθρώπινο μάτι".

Η Ζωή είχε μόλις τελειώσει την ανάγνωση του τουριστικού οδηγού, όταν συνειδητοποίησε ότι ο Θάνος είχε ακινητοποιήσει το τζιπ και κοίταζε τα πέριξ αναποφάσιστος. "Βάλτο εκεί πέρα, να μην κουβαλάμε για απόσταση τα πράγματα".

Ο Θάνος έκλεισε το ραδιόφωνο και συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού. Πάτησε το γκάζι για να διασχίσει ολόκληρα τα διακόσια ασφαλτοστρωμένα μέτρα της όχθης της Δρακόλιμνης μέχρι τον ξενώνα. Το αυτοκίνητο ανταποκρίθηκε ασυγκράτητο στο πάτημα του πεντάλ.

Τα μπαγκάζια που είχαν δεν ήταν πολλά, ίσα-ίσα για το σαββατοκύριακο. Η Ζωή μόνο κουβάλαγε μια ογκώδη τσάντα επιπλέον, με τη φωτογραφική της μηχανή, τους φακούς για κοντά, τους φακούς για μακριά και τα πολωτικά φίλτρα και καναδυό αξεσουάρ ακόμα.

Ο Θάνος τράβηξε κατευθείαν για την πόρτα του ξενώνα, ψάχνοντας στην τσέπη του μπουφάν να βρει το χαρτί με το όνομα του υπεύθυνου που είχε φυλάξει τη μέρα που έκανε την κράτηση. Τρεις δρασκελιές του έμεναν ακόμα, όταν η άκρη του ματιού του έπιασε τις αντανακλάσεις από τον ελαφρύ κυματισμό της λίμνης. Στράφηκε αμέσως κατά τα βράχια με το υποτυπώδες κιγκλίδωμα που όριζαν την αρχή του νερού. Η Ζωή παράτησε το σάκο που είχε στην πλάτη, απόθεσε την τσάντα της μηχανής προσεκτικά στην άσφαλτο και την άνοιξε.

"Πάλι φωτο-ευκαιρία;" παραπονέθηκε χαμογελαστά ο Θάνος.

"Τραβάτε με κι ας κλαίω" του αποκρίθηκε εκείνη και άρχισε να τον φωτογραφίζει καθώς πλησίαζε το κάγκελο, ποζαρισμένο με την πλάτη στη λίμνη, να ατενίζει το δυτικό ουρανό με το χρώμα λεβάντας. Μετά πλησίασε τη μπάρα και η ίδια και άρχισε να τραβά το τοπίο.

"Μη στηρίζεσαι πολύ στη μπάρα" την προειδοποίησε ο Θάνος.

"Γιατί;"

Αντί για απάντηση, ο Θάνος, έπιασε τη μπάρα και την ταρακούνησε. Ξεφύσηξε ικανοποιημένα όταν διαπίστωσε ότι το σίδερο ήταν γερά σφηνωμένο στο βράχο και δεν ενέδιδε στο τράνταγμα. Δεν παλάτζαρε ούτε χιλιοστό. Μετά, ακόμα χωρίς να βγάζει λέξη, έδειξε με το δάχτυλο μια πινακίδα στη διπλανή μπάρα, με κιτρινόμαυρο ριγέ πλαίσιο. Η Ζωή διάβασε: "Απαγορεύεται η κολύμβηση. Βαθιά νερά. Απορροές στον πυθμένα".

"Απορροές;", αναρωτήθηκε αμέσως φωναχτά.

"Καταβόθρες" της είπε ανέκφραστα ο Θάνος. "Ρουφήχτρες". Την άφησε να πάρει μερικές φωτογραφίες ακόμα, την τράβηξε επίσης σε διάφορες λίγο-πολύ χαριτωμένες πόζες, και μετά χτύπησαν το κουδούνι της πόρτας του ξενώνα, που ήταν "κλειδωμένη πάντα για τις αρκούδες", όπως εξήγησε ο Θάνος. "Πώς φαίνεται ότι έχει ξανάρθει το μωρό μου, όλα τα ξέρει", σχολίασε η Ζωή περιπαικτικά τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα.

Απόγευμα Σαββάτου


Τα πόδια του Θάνου ένιωθαν κάθε εκατοστό από τα χιλιόμετρα που είχαν περπατήσει στη διάρκεια της μέρας. Όλο το φαράγγι του Βοϊδομάτη και πίσω. Κανά-δυο φορές, όταν πρόσεξε ομάδες που έκαναν ράφτινγκ, είχε ευχηθεί να το κατέβαινε κι εκείνος με φουσκωτή γόνδολα. Μετά, χαλάρωση και ψητό στο Πάπιγκο, και τέλος, επιστροφή στα οροπέδια με τους λιμνόλακκους-δορυφόρους της Δρακόλιμνης. Η Ζωή τον ακολουθούσε θριαμβευτικά κραδαίνοντας τη φωτογραφική της μηχανή με διάπλατο χαμόγελο σε όλη τη διαδικασία της ανόδου της σκάλας για το δωμάτιό τους και τις ντουζιέρες δίπλα.

Το δωμάτιό τους είχε έξι κουκέτες, δώδεκα κρεβάτια σύνολο. Έμεναν μαζί με ένα ζευγάρι πενηντάρηδων. Τα υπόλοιπα οχτώ κρεβάτια ήταν άδεια. Το μπάνιο ήταν δίπλα στο χώρο τους, οπότε έμεναν στη σουίτα του ξενώνα. Το υπόλοιπο σπίτι, χτισμένο από το στρατό προ αμνημονεύτων στο ιδιόρρυθμο για τα στρατιωτικά δεδομένα στυλ ηπειρώτικου αρχοντικού, φιλοξενούσε από το πρωί της μέρας καμιά εξηνταριά φοιτητές από τα Γιάννενα.

Η Ζωή μπήκε στο δωμάτιο σχολιάζοντας ενθουσιασμένη ότι της έκανε εντύπωση ότι το οίκημα μπορούσε να εξυπηρετήσει τόσο κόσμο. Οι συγκάτοικοί τους είχαν έρθει νωρίτερα από τη δική τους περιήγηση, στη μεριά των Γρεβενών, στη Βασιλίτσα, και ήταν ήδη έτοιμοι για τη σάλα και το βραδινό φαγητό. Ο Θάνος χαιρέτησε βιαστικά και άφησε τη Ζωή να τους αναλύσει με τον πληθωρικό της τρόπο τις εντυπώσεις της μέρας. Εκείνος κατευθύνθηκε κατευθείαν στο παράθυρο. Κάτω, το πάρκινγκ φωτιζόταν μόλις από τα παράθυρα του ξενώνα. Στην είσοδο του πλατώματος, ένας τσιμεντένιος πύργος με σημάδια από την πολυκαιρία ορθονώταν μέσα από τα τρίσβαθα της Δρακόλιμνης, μισός στην όχθη και μισός μέσα της, το μόνο φωτισμένο σημείο στον ορίζοντα.

Η Ζωή του έτριψε τον ώμο. "Τι χαζεύεις;"

"Τον μετεωρολογικό σταθμό, έτσι όπως φαίνεται με τα φώτα κι όλα. Καθρεφτίζεται στη λίμνη". Δεν τράβηξε το βλέμμα του από το παράθυρο ούτε στιγμή.

"Σου τραβάει την προσοχή από χτες η λίμνη, ε;"

"Έτσι φαίνεται. Για την ακρίβεια από χτες μετά που παρκάραμε έχω την εντύπωση ότι ζω αλλεπάλληλα déjà vu". Άλλαξε σε μια στιγμή την έκφραση του προσώπου του και στράφηκε στους άλλους στο δωμάτιο. "Οι θέσεις που ήταν παρκαρισμένα τα λεωφορεία που έφεραν τα παιδιά το πρωί μου φάνηκαν απόλυτα γνωστές".

"Θα θυμάσαι εκείνη τη φορά που είχες έρθει", είπε η Ζωή.

"Έχετε ξανάρθει;" ρώτησε η γυναίκα από το ζευγάρι των συγκατοίκων.

"Με το γυμνάσιο", εξήγησε ο Θάνος, "Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα, μόνο σκόρπιες εικόνες, αρκετά θολές. Έχουν περάσει και δεκαπέντε χρόνια βέβαια".

"Εμείς είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε εδώ. Κάθε φορά προσπαθούμε να μένουμε και σ' άλλο μέρος για να δούμε όλα τα Ζαγοροχώρια. Θέλαμε να δούμε και να μείνουμε στη Δρακόλιμνη γιατί έχει όλους αυτούς τους μύθους", συνέχισε η συγκάτοικός τους. "Ξέρετε...", έκανε παύση και πήρε ύφος σα να ετοιμαζόταν να πει πράγματα απόκρυφα, "...λένε ότι η Δρακόλιμνη είναι το μέρος που ό,τι κι αν της εμπιστευτείς δεν πρόκειται να το μάθει κανείς ποτέ".

"Το διάβασα αυτό στον τουριστικό οδηγό!", θυμήθηκε η Ζωή, "Η λίμνη είναι πάντα μελαγχολική λέει, γιατί μέσα της ζει ένας δράκος, ο Λύγγος, που εξαφανίζει ένοχα μυστικά. Η λίμνη είναι τα δάκρυά του για τον Πίνδο, γιο του Μακεδόνα, εξόριστο και δολοφονημένο από τα αδέρφια του. Έπειτα, ο Λύγγος σκότωσε τα αδέλφια του Πίνδου και πήρε εκδίκηση. Από τότε η λίμνη μπορεί να επιλέγει να καταπίνει κάθε τι που άνθρωποι θεωρούν επιλήψιμο. Όπλα που σκότωσαν, θησαυρούς που κλάπηκαν, κάνει προδοσίες να ξεχαστούν, σβήνει καταστρεπτικά πάθη και θάβει παράνομους έρωτες. Η λίμνη κρίνει τι είναι δίκαιο και τι όχι. Όλοι οι άνθρωποι που είδαν ή άκουσαν ή έμαθαν κάτι, λησμονούν τα πάντα. Υπάρχει και η εκδοχή ότι ο δράκος που ζει εδώ καταπίνει το φεγγάρι, αλλά προτιμώ την πρώτη, την πιο παθιασμένη".

"Θρύλοι" σχολίασε ο συγκάτοικός τους.

"Όχι, Γιάννη. Σου λέω ότι πιστεύω ότι έχουν βάση", είπε η γυναίκα του και στράφηκε κατά το Θάνο, "Το ξέρει κι ο κύριος ότι κάτι τρέχει με τη λίμνη, έτσι δεν είναι;"

Βράδυ Σαββάτου


Η σάλα ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του ξενώνα, αλλά με πάνω από εξήντα άτομα, λίγο στρίμωγμα ήταν αναπόφευκτο. Η ατμόσφαιρα ήταν ζωηρή με φοιτητές που μίλαγαν φασαριόζικα, έδειχναν τις φωτογραφίες της μέρας σε κινητά, τραγουδούσαν και πολιορκούσαν το μάγειρα, ένα ψηλό γεροδεμένο τύπο ονόματι Φώντας, γιατί είχε διαρρεύσει ότι ήταν συγκάτοικος του Νικόλα Άσιμου για μερικά φεγγάρια. Εκείνος, όμως παρέμενε λιγομίλητος και βαρύς. Το βραδινό ήταν μια επιλογή ανάμεσα σε σπετσοφάι και κοτόσουπα.

Ο Θάνος έγειρε στο αυτί της Ζωής: "Νομίζω ότι τούτος δω ο Εξαρχειώτης ορεσίβιος θέλει να ξεχωρίσει την ήρα απ' το στάρι. Μη σκέφτεσαι καν το σπετσοφάι και πάρε κοτόσουπα".

Η κοτόσουπα μπροστά τους γέμιζε τον αέρα με μια γλυκιά μυρωδιά που έκανε τα σάλια τους να τρέχουν. Τα κομμάτια του κοτόπουλου ήταν μόνο σάρκα, που έλιωνε στο στόμα, αφήνοντας μια γεύση που δεν έμοιαζε σε τίποτα με την συνήθη απροσδιόριστη γεύση της κότας. Τα λαχανικά ήταν παρόντα στη γεύση, αλλά το μάτι δεν τα έπιανε. Το ρύζι μέσα στο πιάτο δεν ήταν ούτε πολύ ούτε λίγο, και μια κουταλιά ρυζιού με ζωμό άφηνε στον ουρανίσκο την αίσθηση του χυλώματος ενός ριζότου. Η Ζωή έμεινε με γουρλωμένα μάτια από την πρώτη κουταλιά μέχρι την τελευταία. Ο Θάνος έλεγε και ξανάλεγε πόσο η σούπα του θύμιζε εκείνη της μητέρας του με μια επιπρόσθετη πινελιά επαγγελματία μάγειρα που στοχεύει να εντυπωσιάσει και το καταφέρνει.

Μετά, με το στομάχι γεμάτο, οι περισσότεροι φοιτητές άρχισαν να μαζεύονται για τη νύχτα. Στη σάλα έμειναν δεκαπέντε άτομα, ο Θάνος, η Ζωή, ο Φώντας κι ο Γιάννης, ο υπεύθυνος του ξενώνα και καμιά δεκαριά φοιτητές με έναν από τους συνοδούς τους που είχαν φέρει τσίπουρο από τα Γιάννενα. Ο Φώντας φάνηκε ότι επιδοκίμαζε και τους έκανε τη χάρη να πει πώς ήταν ο Άσιμος - στα καλά του όμως μόνο. Και μετά έφερε κι άλλο τσίπουρο και τους οργάνωσε όλους να φέρουν δυο τραπέζια κοντά στο τζάκι. Ο αέρας έξω δυνάμωσε και ξεσήκωσε τη λίμνη που άρχισε να σκάει στα βράχια και το τσιμέντο της βάσης του μετεωρολογικού σταθμού αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται μέσα στη σάλα.

Τότε, μέσα στην κουβέντα και τις γουλιές του τσίπουρου, ο Θάνος ρώτησε το Φώντα: "Υπάρχει δράκος στη λίμνη;"

Ο Φώντας το κοίταξε κατάματα και, με κόκκινα μάγουλα, άρθρωσε με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις: "Δέχεται, κι εκδικείται, κι είναι βάλσαμο, χωρίς να δίνει πεντάρα για των ανθρώπων τα σωστά".

"Αυτό έχω καταλάβει κι εγώ".

Ξημερώματα Κυριακής


Η μέρα είναι συννεφιασμένη αλλά με μια φωτεινή γκριζάδα. Οι καθηγητές τους φωνάζουν να μαζευτούν στα λεωφορεία. Ένας χαμός γύρω από τη Δρακόλιμνη που φαίνεται να φορά τα καλά της. Τα κλάματα της αδερφής του όλη νύχτα στην κουκέτα επειδή εκείνος ο εκνευριστικός ο Πάρης έχει χειριστεί με τον γνωστό αλαζονικό του τρόπο το πιο φοβερό μυστικό ενός κοριτσιού της πρώτης γυμνασίου: ήταν ερωτευμένη μαζί του. Πριν φύγει θέλει να βάλει το χέρι του στη λίμνη. Θέλει να της δηλώσει ότι ήταν εκεί. Στον πύργο θα μπορέσει να την αγγίξει χωρίς να τον πάρουν είδηση. Απομακρύνεται από τη φασαρία. Δεν τον προσέχει κανείς. Ξαφνικά, στη βάση του πύργου ο Πάρης, μόνος. Μόλις δει το Θάνο αρχίζει να κοκορεύεται για τις κασέτες του, που αρέσουν σε όλα τα κορίτσια, αλλά η μοίρα τους είναι να απογοητευτούν. Συνεχίζει με ατέλειωτα λόγια που κάνουν το αίμα να ανεβαίνει στα μηνίγγια του Θάνου. Κι έπειτα, ξαφνικά, "...αλλά βέβαια, εσύ δεν κάνεις ποτέ τίποτα, έτσι δεν είναι Θάνο;" Σε δευτερόλεπτα ζυγίζει κάθε πιθανότητα: ώρα για έργα κι όχι λόγια. Ο Πάρης δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι τον έσπρωξε το μαμούχαλο. Ασφαλής, λοιπόν: χωρίς λέξη, τεντώνει απλά τα χέρια και σπρώχνει τους ώμους του Πάρη. Τα μάτια εκείνου ανοίγουν στιγμιαία πριν καταλήξει σε απάθεια καθώς το σώμα του περιστρέφεται γύρω από την μπάρα που ακουμπούσε χαλαρά στιγμές πριν. Δεν κάνει ούτε μια κίνηση, ούτε καν τη στιγμή που η Δρακόλιμνη τυλίγει το σώμα του χωρίς καν παφλασμό. Ανοίγει και τον καταπίνει, υπνωτισμένο από το απρόσμενο. Ο Θάνος προσφέρει το χέρι του στο κρύο νερό. Αν αναδυθεί θα τον τραβήξει έξω. Αλλά ξέρει -κάπως- ότι δεν πρόκειται να βγει στην επιφάνεια ξανά. Επιστρέφει στο λεωφορείο. Κανείς δεν έχει προσέξει ότι έλειπε. Κανείς δεν τον ρωτά, παρά μόνο μία φορά, αν είχε δει τον Πάρη. Μετά, στις ανακρίσεις, ξεχνούν όλοι να τον ρωτήσουν ξανά.

Ο Θάνος τινάχτηκε από τον ύπνο, η καρδιά του γεμάτη με ένα αρχαϊκό και πρωτόγονο συναίσθημα θριάμβου. "Δεν μπορεί", μονολόγησε μέσα στη σιωπή.

Βράδυ Κυριακής


"Γιατί είσαι σκεφτικός όλη μέρα;" ρώτησε η Ζωή την ώρα που την τράβαγε στην ημικυκλική βάση του μετεωρολογικού σταθμού.

"Άρχισα να θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν τότε".

"Είχες περάσει καλά; Φαντάζομαι με παρέες, τα μαθητικά..."

"Μπα, ήμουν εσωστρεφής από τότε. Όμως νομίζω ότι άρχισα να μεγαλώνω εδώ".

"Πρώτο φιλί;"

"Τίποτα τόσο σημαντικό". Παύση. "Κάτι τέτοιο δεν θα το 'χα ξαποστείλει στα άπατα της μνήμης μου, δε νομίζεις; Η χτεσινή ατμόσφαιρα βοήθησε να θυμηθώ, αλλά μου πήρε όλη μέρα σήμερα να ξεχωρίσω φαντασία από πραγματικότητα".

"Και το κατάφερες;"

"Όχι… Δεν ξέρω. Ίσως να μπορέσω… Όμως η Δρακόλιμνη καταπίνει πράγματα και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ στην επιφάνεια, έτσι δεν λένε;"

"Λησμονιούνται για πάντα λένε".

"Για όσο υπάρχουν άνθρωποι, τουλάχιστον", είπε ο Θάνος.

Μετά έσκυψε και βούτηξε το χέρι του στο κρύο νερό.

Ο Αντώνης Μπασούκος ζει στο Έξετερ της Αγγλίας.