Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Εξ αφορμής. Επτασφράγιστο - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo @Ευγενία Χατζηχρήστου

Πίσω από τις γρίλιες σέρνεται μια φωνή. Πίσω από τις γρίλιες σέρνεται μια φωνή αλλόκοτη. Πίσω από τις γρίλιες σέρνεται μια φωνή αλλόκοτη και μακρινή. Κάπου, σαν να κοχλάζουν ήχοι ανάκατοι με κλίση φθίνουσα υγρή προς το σημείο που κοντοστέκει το άηχο, λίγο πριν την μετάλλαξη του. Κάπου, κάπου βάζω ένα σημείο στην άκρη της νύχτας, φάρος απευκταίος μελλοντικών τραυμάτων, από φόβο μην ξανατσακίσω τα γόνατα σε ανθρώπους βράχους. Μα πίσω από τις γρίλιες σέρνεται μια φωνή

“Κάπου, στην άλλη πλευρά της νύχτας που απλώνεται
και της απόστασης που μας χωρίζει, σε σκέφτομαι.
Και το δωμάτιο αργά αργά απομακρύνεται από το φεγγάρι.”

Δεν θα με ξεγελάσει κανένα φεγγάρι. Ο δρόμος μου θα είναι πάντα στη μέση της νύχτας. Το δωμάτιο θα στροβιλίζει με ταχύτητα φωτός και εγώ πιο ακίνητη κι από βίδα, φανατικά προσηλωμένη σε σκοτεινές αποχρώσεις θα πλέκω ασχημάτιστους ρηματικούς συνδυασμούς. Θα παλεύω να βρω τον τρόπο να συρθώ με τη φωνή σ’ απόκοσμο τραγούδι.

“Λα, λαλα, λα. Βλέπεις;
Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι
τους σκοτεινούς λόφους που θα πρέπει να διασχίσω
για να σε φτάσω.”

Δεν θα μείνω. Θα σε προσπεράσω. Οι λόφοι μέσα μου μετράνε παιδιά και εγγόνια, αγόρια και κορίτσια. Μετράνε δάκτυλα που στάζουν σαν κλεψύδρες χρόνο πάνω στις ελιές σωμάτων και στα λαρύγγια ξέπνοων σπασμών. Βλέπεις. Έσπασα πολύ μεγαλώνοντας και ο χρόνος των λόφων δεν χωρεί πολλαπλές διαδρομές σε άνυδρες γλώσσες και απροσπέλαστες αφές. Το μέσα σπάει από τα έξω του. Και ο πόθος από τα άκρα. Τ’ άκρα και αν σε σαγήνευαν, στη μέση χαραζόσουν.

“Σ’ έναν από τους ρηματικούς χρόνους τραγουδώ
ένα ανυπόφορο τραγούδι πόθου που ν’ ακούσεις δεν μπορείς.”

Δεν μπορείς. Ν’ ακούσεις δεν μπορείς. Σε χρόνο παράλληλο κάθε κίνηση μας. Δεν αντέχεις το τραγούδι παρά μόνο αν χαίνει σε πρόσκαιρο ενεστώτα. Δεν θέλεις το λίκνισμα παρά μόνο σε άκριες δωματίων. Πάντα σου άρεσε ο ήχος του πληγωμένου πουλιού που έφερνε η γάτα τρόπαιο βραδινό στο χαλί. Ακόμα μου αρέσει ο λεκές της νύχτας σε ανέστια ακροδάκτυλα. Καθώς ξυπνάς

“Ξυπνώ μια ώρα σκοτεινή εκτός χρόνου, πηγαίνω στο παράθυρο.
Άδειος απ' αστέρια, μαύρος ο ουρανός, η σελήνη πουθενά ν' αναφερθώ,
η ώρα όνομα δεν έχει μήτε αριθμό, ούτε καν μία ρανίδα φωτός.
Την είσοδο επιτρέπω στον αέρα. Η ξαφνική του κήπου μυρωδιά,
τάφος είναι ανοιχτός”

Ποτάμι είναι αγύριστο τούτος ο δρόμος και μυρωδιά οικεία που προμηνύει λέξεις επί των λέξεων σε φθαρμένες έννοιες, χαμούς σπαρακτικούς σε αξόδευτες εκκλήσεις, πληγές κόκκινες σε στυλ εύθραυστων βλεμμάτων, χολή κίτρινη στο πίσω μέρος των χειλιών, δόντια γεμάτα χώμα και σκοτάδι σαν κυνόδοντες συστάδες, αιμοδιψείς παλμοί σαν νύχια σε σαλεμένο δέρμα και χίλια μύρια τίποτα στη μέση. Στη μέση του δωμάτιου το φυτό που έλεγες “amour” θέλει πότισμα. Να το ποτίζεις.

“Προσπαθώ να φανταστώ τα χέρια σου,
η εικόνα τους είναι θολή.
Τίποτα απ’ όσα οι αντίχειρες μου πατούν
δεν θ’ ακουστεί ποτέ.”

Έλα να σε χορέψω στη μέση του αιώνα. Πίσω από τις γρίλιες σέρνεται μια φωνή. Αγγίζει ό,τι άφησες πάνω στο τραπέζι. Επτασφράγιστο.

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στην Carol Ann Duffy.