Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Εξ αφορμής. η καρέκλα θα μείνει εκεί - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Ευγενία Χατζηχρήστου

photo © Ευγενία Χατζηχρήστου

Δεν θα πρόσεχαν το κάδρο με το θαμπό πρόσωπο του καχεκτικού ανδρός που κρεμιόταν στον κατεστραμμένο τοίχο της κρεβατοκάμαρας. Δεν θα πρόσεχαν το φαγωμένο χαλί με την κούραση των δακτύλων -κυρίως του αντίχειρα- που έψαυε για αλμύρα όλη την ημέρα. Δεν θα πρόσεχαν προπάντων την κόκκινη βελέντζα με τα καψαλισμένα φλόκια και τις υγρές γλώσσες. Επ’ουδενί δε λόγος για το θρόισμα της αγριοσυκιάς. Αυτή επισκίαζε τα μουρμουρητά, κατάπινε τα λικνίσματα των σκιών σαν αμάξι που ήρθε κι έμεινε με αναμμένη μηχανή. Για λίγο.

“Το αμάξι φεύγει, ο δρόμος φεύγει, το αμάξι μέ-
νει, ο δρόμος χάνεται, το αμάξι φεύγει, επινοείται
ο χώρος, επινοείται ο χρόνος”

Ρόκα αδράχτι σφονδύλι, ρόκα αδράχτι σφονδύλι, ρόκα αδράχτι σφονδύλι καμιά μας -η Πηνελόπη είχε χορτάσει το παραμύθι- δεν έμεινε πιστή παρά μόνο τη στιγμή που κοιτούσαν τα μάτια πίσω από τα μάτια,  το δέρμα μέσα από το δέρμα, η μέση γύρω από τη μέση, τα άκρα πέρα από τα άκρα και η γλώσσα ασφυκτικά κλεισμένη σε ασθματικό στόμα μετρώντας κουφάλες δόντια κι ακατάλληλες μετακινήσεις επίπλων από ανήσυχους νεκρούς του πάνω ορόφου.  

“Τώρα η αυγή με τα δόντια της με ξυπνάει ακόμα”

Και επειδή έφυγες ενόσω κοιμόμουν επινοώ και την αυγή και το βαριεστημένο πρωινό του μπαλκονιού. Επινοώ και τον κόκορα και την γιαγιά που θα τον στραγγαλίσει όταν ενοχληθεί η ακοή του κόσμου. Επινοώ και τον θύτη και το θύμα του πιο απτού εγκλήματος που επιτελέστηκε με τα χέρια πάνω σε ουλές λευκού δέρματος. Επινοώ και το κλειδί και την πόρτα της ξύλινης αντοχής σου. Πότε θα πάψεις να μυξοκλαίς για το ξαφνικό κλείσιμο της πόρτας και το αργό χαμό της πλημμυρίδας; Το βάθος δεν ήταν ποτέ το ατού σου.

“Στο βάθος, η θάλασσα ήταν ένα τείχος, τεράστιο
καθώς προχωρούσες, με τεράστιες πέτρες”

Στους τέσσερις τοίχους περιστέλλεται ο χώρος, άκουγαν οι τέσσερις τη φωνή σου και έπειτα σιωπή. Η σιωπή του τρομαγμένου. Στους τέσσερις τοίχους περισυλλέγεται ο ψίθυρος του δυνατού. Έλεγα εγώ. Άκουγε η καρέκλα τους ψιθύρους του ξύλου δίχως το βάρος του σώματος σου. Πως συνέχισα να κοιμάμαι μ’ένα καρφί σφηνωμένο στη δεξιά παλάμη και μια αιωνιότητα να ξεφουσκώνει από τα μάτια; Πάνω στη καρέκλα στρογγυλοκάθεται μια θάλασσα που βρομάει. Βρομάει.

“Λίγον καιρό μετά από τη γραφή, το ποίημα που
είχε φτιάξει για τη θάλασσα, ήταν γεμάτο βρώ-
μικα νερά και πεθαμένα ψάρια”

Ψαράκι του γλυκού νερού σε ποια θάλασσα αρμενίζεις; Πώς στα κόκαλά σου να εγγραφεί το “μέχρι την αιωνιότητα” ψέμα των πρωτοπλάστων; Μισή φράση  στο φτερό μισή στα δυο σου λέπια, μα εκείνο που με μάτωσε ήταν η αστοχία. Σε ό,τι ακούστηκε κατέφασκα. Σ’ό,τι αποσιωπάται υποφέρω σαν μακρόσυρτη σύνταξη με ρήμα μετέωρο δευτερευουσών προτάσεων και άφυλων υποκειμένων. Θα το πω μόνο μια φορά. Στο τώρα δεν ανήκω.      

“Τώρα δεν ξέρω να σας πω πότε ακριβώς τέλειωσε
εκείνη φράση και πότε άρχισε η άλλη. Δεν έχω
εμπιστοσύνη πια στις λέξεις. Εκτός αυτού υπάρ-
χουνε τεράστια κενά στη μέση, βουλιαγμένες πε-
ριοχές της γλώσσας. Φυσικά βασανίζομαι, αλλά
με κανένα τρόπο δεν απαιτώ να υπάρχουνε νοήματα”

Μέχρι και η καρέκλα μου γύρισε την πλάτη… Αλλά προσέξτε όταν το λέω χαμηλόφωνα με φόβο να ακουστώ στ’αλήθεια. Όλα μέσα στο μυαλό μου επινοούνται. Όλα. Και ο θύτης και το θύμα. Τα βράδια ανοίγω το παράθυρο και καπνίζω. Ξέρω εξάλλου πως δεν θα πρόσεχαν το σώμα που απονενοημένα σφάδαζε.

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στον Τάκη Σινόπουλο.