Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Ενεός του Νικόλα Ευαντινού

Ενεός, ποίηση, Νικόλας Ευαντινός, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2012

 

Υπάρχει σήμερα ζωντανός υπερρεαλισμός; Θέλω να πω, υπάρχει υπερρεαλισμός έξω από τα παρωχημένα κι ασφυκτικά σχήματα του παρελθόντος, που τα χρησιμοποιούν πλέον μονάχα οι αιωνίως έκπληκτοι της ποίησης, δηλαδή οι αφελείς οπαδοί της και όχι οι αθώοι θεράποντές της, εννοώ οι γνήσιοι ποιητές; Και ποιος είναι αυτός ο Ευαντινός που έρχεται με νεανική, δηλαδή ασύγγνωστη, θρασύτητα να μας εκπλήξει, αφού βέβαια ο ίδιος πρώτα έχει εκπλαγεί και τρομάξει υπάρχοντας μέσα στον κόσμο, δηλαδή έχει μένει ενεός;

Τον Νικόλα τον άκουσα πέρυσι να διαβάζει το ποίημα «Ενεός γιατί δεν είχε γάλα», ετούτης εδώ της συλλογής, στο φεστιβάλ ποίησης της Λοντέβ, όπου ήμασταν κι οι δυο καλεσμένοι κι αμέσως του το ζήτησα για να δημοσιευτεί στη Νέα Ευθύνη: εκείνη η άσπρη λυπημένη κελεμπία στον τηλεφωνικό θάλαμο που γίνεται απαλό λευκό ποτάμι, φτάνοντας ως τη μάνα με το μωρό στη ρώγα που λέει στον μετανάστη άντρα της πως δεν έχει γάλα –εικόνα ευρηματική και προς Θεού όχι λαϊκίστικη, γιατί γίναμε όλοι τόσο υποψιασμένοι και επιφυλακτικοί σήμερα που πια δεν βλέπουμε τον διπλανό μας – αντιπροσωπεύει στ’ αλήθεια τη μια πλευρά της ποίησης του Ευαντινού – την πολιτική. Αν έχουμε ανάγκη από ποίηση σήμερα είναι ασφαλώς ανάγκη για ποίηση άμεση και πολιτική – και σε καμία περίπτωση δε μιλώ για εκείνη την εύκολη στιχουργική συνθηματολογία συγκεκριμένης πολιτικής στράτευσης, που άλλοτε την είχαμε ψωμοτύρι αλλά σήμερα μυρίζει ναφθαλίνη. Αναφέρομαι στο ζωντανό αίτημα για μια ποίηση που γόνιμα πυροδοτεί συνειδήσεις ενάντια στην εξαθλιωμένη κι απάνθρωπη πραγματικότητά μας, για την οποία δυστυχώς η μόνη εδώ και καιρό εναλλακτική πραγματικότητα που μας αφήνει ενεούς είναι το «allou fun park» – τίποτε άλλο –, όχι το υπερσυνειδητό ή ακόμα και το μεταφυσικό «άλλο» της. Πολιτική ποίηση θα πει ν’ αναποδογυρίζεις τα δεδομένα της καθημερινότητάς σου, σημαίνει εκείνη την «αδύναμη σκέψη» – και μιλώ εδώ με όρους θεολογικούς, τουτέστιν σωτηριολογικούς – που αναλαμβάνει να εκφράσει το αδύναμο υποκείμενο, να του γίνει παρηγοριά και καταφύγιο, θωρακίζοντάς το ψυχικά ενάντια σ’ όλες εκείνες «τις εφιαλτικές εφαρμογές των ισχυρών ερμηνειών και οραμάτων, που άμεσα ή έμμεσα οδηγούν στην έξαρση του κοινωνικού και ηθικού κακού» (αντλώ τις φράσεις από το εξαίρετο θεολογικό κείμενο του Παναγιώτη Αρ. Υφαντή «Η πνευματική πρόκληση της “αδύναμης σκέψης” και η διαχρονική δύναμη του σταυρού», Νέα Ευθύνη, τχ. 15/2013, σσ. 104-106: 104.).

Αιτήματα, δηλαδή, μιας ατομικής ηθικής που καταλήγουν περιχωρητικά του συνόλου, σαν αυτά που καταγράφει ο Ευαντινός λέγοντας «θερίζω φως αχειροποίητο», «γκρεμίζω όλους τους δρόμους που ανοίχτηκαν για μας», «ποιος θα ταΐσει την ανθρωπότητα που με κατοικεί;» έχοντας κατά νου πάντα τον δημόσιο χώρο αφού «Καμιά φορά, στον κενό χώρο μεταξύ εισπνοής και εκπνοής αναδύεται μια μεγάλη πόλη» (σ. 24). Κρατήστε σας παρακαλώ αυτό το «καμιά φορά» του στίχου, δεν είναι, νομίζω, απλό σχήμα λόγου. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, ο ποιητής αναφέρεται στην πόλη παρά τον προφανή αντιαστικό χαρακτήρα του ήθους του.

Αν η πολιτική ποίηση απαιτεί ένα πλεόνασμα ουτοπίας για να ξεδιπλωθεί, η άλλη πλευρά της ποίησης του Ευαντινού – γιατί μίλησα για δύο πλευρές – στηρίζεται σ’ ένα πλεόνασμα επανάστασης κι είναι βαθύτατα ερωτική, με άλογα κι ένα σπάνιο κύκνο που τυχαίνει να έχω κι εγώ γνωρίσει. Από εδώ πηγάζει ένα αίτημα ομορφιάς, στο οποίο, κατά δική του δήλωση στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, παραμένει μεταεξεταστέος• όπως όλοι μας, άλλωστε. Κι αλλού: «Δεν πιστεύω στις Φλώρες, τις Χλόες και τα γελαστά λιβάδια – ειδικά τα ζωγραφιστά, τα αιώνια. Η τιμωρία μου; Μια μεγάλη αγκαλιά χελιδονιών βγαίνει μέσα από το μαξιλάρι  μου, σκίζοντάς το και γραπώνει τον λαιμό μου – κυρίως όταν στέκομαι αναπάντητος της Ομορφιάς, πράγμα που η λογική ονομάζει αϋπνία» (σ. 21). Να παρατηρήσω ότι στο παράθεμα που μόλις σας διάβασα από το ποίημα «Ενεός μπροστά στο θαύμα των χελιδονιών» εντοπίζουμε μάλλον εύκολα τα τρία διαφορετικά ποτάμια που εκβάλλουν στην ποίηση του Ευαντινού: ο ποιητής προσβλέπει σ’ εκείνη την Ομορφιά που ενάμιση περίπου αιώνα πριν είχε καθήσει στα γόνατά του ο Ρεμπώ, εκφράζεται με τον ατιθάσευτο και λεξιθηρικό τρόπο του Καρούζου (επικίνδυνη κατ’ εμέ επιρροή, γιατί ο Καρούζος από ένα σημείο και μετά έγραφε μεγαλειώδεις στίχους αλλά όχι ποιήματα) και υπάρχει εδώ υπαινιγμός και για την άγρυπνη σκέψη, δηλαδή για τη συμβολή του φιλοσοφικού στοχασμού.

Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες δύο σαφείς επιρροές που δεν μας αποκαλύπτει το απόσπασμα που μόλις διαβάσαμε. Η πρώτη και πιο εύκολη είναι οι ποιητικές φωνές που κατοικούν τους τρόπους του, κατάλληλοι δείκτες για να τις καταγράψουμε οι τίτλοι και οι αφιερώσεις, οπότε σημειώνουμε: Σολωμός, Καρυωτάκης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Χιόνης. Αλλιώς: ρομαντισμός, μελαγχολία, πολιτική συνείδηση.

Η δεύτερη και σαφέστατα ισχυρότερη επιρροή του, η οποία ξεπερνάει το ύφος, διαποτίζει το περιεχόμενο και επικαθορίζει ουσιαστικά το ήθος της ποίησης του Ευαντινού είναι η καταγωγική του φωνή, η οποία καταστατικά φωτίζεται μέσα από την κοινοτική συνύπαρξη. Αν μιλώντας προηγουμένως για την πολιτική ουτοπία αναφέρθηκα ξώφαλτσα στον αντιαστικό χαρακτήρα της ποίησης του Ευαντινού, νομίζω πως τώρα μπορώ να εξειδικεύσω λέγοντας ότι πρόκειται πρωτίστως για μια «ουτοπία της πόλεως»: ξεπετάγεται με φυσικό τρόπο εδώ κι εκεί ένας ανεπιτήδευτος – αλλά σε καμία περίπτωση λαϊκός, αφού το ιδανικό κοινό του βρίσκεται στην διόλου ιδανική πρωτεύουσα – «κρητικός χαρακτήρας», ένας υφολογικός «κρητικός μακρυγιαννισμός» θα έλεγα, αφού με τα δικά του λόγια «κάτω από το σαλόνι που άφησαν αρχαίοι αριστοκράτες/ανασαίνει ένα θαμμένο αλώνι» (μετωνυμικά θα μπορούσε κανείς να μιλήσει εδώ για το αλωνάκι της ποίησης, το οποίο είναι εκ φύσεως αριστοκρατικό, τουτέστιν ελιτίστικο και ταυτόχρονα λαϊκό). Εντοπίζεται σε φράσεις όπως: «Σπαρταράτε μωρέ» ή το ανάλογο «τι να χωρέσει μωρέ μια Αθήνα» στο ποίημα «Ενεός στην αθιβολή του Ψαρονίκου» (άλλο χαρακτηριστικό ποίημα), σ’ έναν κόσμο που βγάζουνε το πράσινο, φετινό λάδι, όπου αλυχτούν κυνηγόσκυλα, οι άνθρωποι δεν ανταλλάσουν δώρα αλλά πεσκέσια κι όπου υπάρχει βέβαια ο χρόνος να παρατηρήσεις τα χελιδόνια και τη συγκομιδή. Το ύφος αυτό προϋποθέτει μια ζώσα παράδοση, προϋποθέτει την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου για παρατήρηση και περισυλλογή, μια αίσθηση παιδικής σκανταλιάς ή προπετούς εφηβικής αλητείας προκειμένου ο κόσμος ν’ αποκαλυφθεί νέος ή ασημένιος (θυμίζω το «δώρο ασημένιο ποίημα» του Ελύτη) μπροστά στα μάτια του ποιητή, προκειμένου έτσι η σωματική μας αγκύρωση μέσα στο χρόνο να έχει μυθικές απολήξεις. Ξαναγυρνάμε δηλαδή στην αρχή, στο ουτοπικό και επαναστατικό πλεόνασμα του αληθινού στίχου: ο ανόθευτος ποιητικός λόγος έχει εγγενώς αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα, αφού ελευθερώνει τις λέξεις από το νόημα που τους έχει πιστώσει η χρόνια χρήση τους, εξομολογώντας τες κι αναβαπτίζοντάς τες στην αθωότητα. Δεν πρόκειται βέβαια για αγώνα ελπιδοφόρο, αλλά για μία απελπισμένη και εντέλει μάταιη προσπάθεια, όπως είναι κάθε μονομερής ανάληψη της ευθύνης για τον κόσμο. Κι ο Ευαντινός προφανώς αναλαμβάνει με τον Ενεό αυτή την ευθύνη.

Θα είχε ίσως ενδιαφέρον στο σημείο αυτό – και θα ήταν ίσως φιλολογικά αναμενόμενο – να τοποθετήσω τον ποιητή του Ενεού μέσα στη γενιά του και προς Θεού, δεν μιλώ βέβαια για μια γραμματολογική γενιά, αλλά απλώς για τους συνομηλίκους του ποιητές που γεννήθηκαν μετά το 1980, λ.χ. τους Δημήτρη Αθηνάκη, Θοδωρή Ρακόπουλο, Αλέξανδρο Μηλιά, Ναταλία Κατσού, Θωμά Τσαλαπάτη, Κυριάκο Συφιλτζόγλου, Γιώργο Χ. Στεργιόπουλο, Άννα Γρίβα, Ανέστη Μελιδώνη – ο κατάλογος των ονομάτων είναι ενδεικτικός, υπάρχουν κι άλλοι, θέλω εδώ απλώς να περιγράψω μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κρίνω όμως πως μια τέτοια εργασία θα ήταν σήμερα αρκετά παρακινδυνευμένη, άλλωστε οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες δεν έχουν συμπληρώσει ακόμα τρία βιβλία, όπως ο Ευαντινός, για να διακρίνουμε ξεκάθαρα το στίγμα τους. Στο μέλλον όμως αυτή η εργασία είναι απαραίτητο να γίνει. Και θέτοντας ως κριτήριο τα τρία βιβλία δεν υπεκφεύγω προβάλλοντας ως δικαιολογία ένα βασικό κριτήριο για την ένταξη οποιουδήποτε συγγραφέα σε κάποιο από τα λογοτεχνικά μας σωματεία. Είναι συχνά παρατηρημένο φαινόμενο πως με το τρίτο του βιβλίο κάθε συγγραφέας κάνει ένα δυνατό άλμα αν όχι προς προς την απόκτηση μιας ιδιοπροσωπίας (αυτήν μπορεί να την έχει ήδη), τουλάχιστον προς την κατοχύρωση ενός δικού του χώρου, κι αυτό συμβαίνει και στον Ενεό του Ευαντινού.

Εύχομαι ο Νικόλας να συνεχίσει ν’ αντιστέκεται στον «θάνατο του Παρόντος» (σ. 16), υπηρετώντας «τη μυθολογία των ελεύθερων ανθρώπων, προτού ξαναμπεί ο κόσμος στο κουτάκι της ερμηνείας του Δικαίου» (σ. 40). Χρειαζόμαστε τα καλά ποιήματα και για να ζήσουμε και για να πεθάνουμε. Προπάντων όμως για να ζήσουμε.

Δημήτρης Αγγελής