Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

'Εμείς ήμεθα η Ανατολή' - Με αφορμή το σωσμένο λόγο του Μακρυγιάννη

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Το έργο του Μακρυγιάννη, τα «Απομνημονεύματά» του καθώς ονομάστηκαν οι σωσμένες μαρτυρίες του ανθρώπου αυτού συνιστούν ένα έργο, το οποίο δίχως αμφιβολία, αναλύθηκε, μελετήθηκε, τοποθετήθηκε στα εργαστήρια της ανθρώπινης κρίσης, αμφισβητήθηκε, ήρθε ο καιρός που τελικά λησμονήθηκε, παρέμεινε μια ακόμα πραγματεία, φύσεως εμπειρικής στα ράφια των βιβλιοθηκών, των προθηκών. Εκείνο, όμως που ποτέ δεν αλλοιώθηκε, εκείνο το οποίο ποτέ δεν θίχτηκε, ως προς το κορυφαίο, ετούτο έργο δεν ήταν άλλο από τη συγκλονιστική και διαχρονική αλήθεια, η οποία εμπεριέχεται μες σε αυτό. Ο Μακρυγιάννης με την αυτοβιωματική κατάθεσή του, κατόρθωσε να συλλάβει το πνεύμα της εποχής του. Κατάφερε όμως και ακόμα κάτι σπουδαιότερο. Ο λόγος του, αυτός που λαμβάνεται σωματικά, ως βίωμα ειλικρινές, ως ζώσα ιστορία με άλλα λόγια, συνέλαβε στην απαρχή του την είσοδό σε μια νέα, ιστορική φάση για τη χώρα και το λαό της. Στο πλευρό του δεύτερου πάντα στάθηκε, μοιάζουν οι μνήμες του να απευθύνονται σε εκείνον ολόψυχα, στο ελληνικό, γηγενές στοιχείο για τη σωτηρία του οποίου πάσχισε, δοκιμάζοντας την πίκρα, την απομόνωση, τη διαπόμπευση, τις σωματικές και άλλες, πιο δύσκολα θεραπεύσιμες, πνευματικές οδύνες. Ο λαός για τον Μακρυγιάννη αποτέλεσε το δέκτη. Ο ίδιος συνέγραψε το μνημειώδες έργο του όντας κομμάτι αναπόσπαστο δικό του. Η αγραμματοσύνη του, η οποία προσθέτει στο ζήτημα του θαυμασμού προς το πρόσωπό του, δεν είναι το μόνο, το κορυφαίο απόσταγμα του λόγου αυτού. Ο Μακρυγιάννης, δίχως την έπαρση ενός ήρωα, ενός ανθρώπου που αφιερώθηκε σε ένα τόσο υψηλό ζήτημα, όπως η ελευθερία μίλησε εξ ονόματος του λαού, στόχευσε και πέτυχε στον απόλυτο βαθμό να καλύψει την αίσθηση, την τραγικότητα της ελληνικής, ανθρώπινης ύπαρξης. Ο αυτοσχέδιος λόγος του, η πυκνότητα του οποίου πατά από τη μια στην προφορικότητα της ελληνικής γλώσσας και από την άλλη στη σολωμική, γλωσσική υπέρβαση κατόρθωσε τόσο καίρια, με τόση πληρότητα να καταστεί λόγος ελληνικός, λαμβάνοντας υπόψη πως ετούτος δεν υφίσταται χωρίς το έρεισμα των ηθικών αξιών, των σιωπηρών εκείνων ορυγμάτων που αντέχουν περισσότερο και λάμπουν σε πείσμα των εκπρόθεσμων, ηθικών οικοδομημάτων της δυτικής σκέψης. Δίχως να αποζητά την αποδοχή, μα ούτε και να την επιβάλει, ο Μακρυγιάννης αλλά και ο Σολωμός, παραδέχονται την αμφισβήτηση, δεν συνιστά αυτή προϋπόθεση για τη γραφή τους. Ακόμα και όταν η γυναίκα της Ζάκυνθος περιφρονεί τις Μεσολογγίτισες ή ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, λυτρώνει όσους δεν επιθυμούν να πιστέψουν στις προφητικές του καταθέσεις. Απελευθερωμένος από το λογιοτατισμό και την επιστημοσύνη της ευρωπαϊκής, πνευματικής επικαιρότητας, δίχως τις παρωπίδες της εξειδίκευσης και με μόνο όχημα την ακλόνητη πίστη στον άνθρωπο και όσα θρέφουν την ψυχή του, ο Μακρυγιάννης μιλά με όρους συναισθηματικούς, τραγουδά όπως οι ποιητές του ελληνικού Μεσσαίωνα και το απόσταγμα ετούτης της διάλεξής του, διότι περί τέτοιας πρόκειται, αποτελεί μια κορυφή σκέψης κριτικής και θεώρησης της αλήθειας. Ίσως διότι σε εκείνη τείνει να πιστεύει, εκείνη ομολογεί και σε εκείνη στηρίζει το λόγο του.  
Στις μελέτες του Ζήσιμου Λορεντζάτου και συγκεκριμένα στην εξειδικευμένη ανάφορά του στο έργο του αγωνιστή Έλληνα, ο συγγραφέας διαπιστώνει και εξηγεί την πάλη του ανθρώπου. Βρίσκει στο λόγο του στρατηγού την τρυφερότητα εκείνη, η οποία συνιστά μια διασταύρωση, ένα ρεύμα ανταποκρινόμενο με τη σωκρατική διδασκαλία, τη χριστιανική αλήθεια, τον καβαφικό τέλος οικουμενικό λόγο. Το κείμενο του Μακρυγιάννη αφορά τον άνθρωπο, ο ίδιος μιλά προς τον πλησίον του με την ανάλογη ζεστασιά, η επιδίωξή του συνιστά μια επιταγή αναπόδραστη, ηθελημένη. Το «Βασίλειο του θεού» και εκείνο «του Καίσσαρα» αποτελούν τα δύο άκρα της διελκυνστίνδας για το σύγχρονο, πνευματικό άνθρωπο. Για τον Μακρυγιάννη όμως, τούτη η μάχη δεν στέκει. Σε εκείνον, αυτό που ξεχωρίζει, αυτό που διατηρεί την περισσή του λάμψη και δεν φθείρεται δεν είναι άλλο από το πνεύμα, την ψυχή, η οποία μες στην καταδίκη της να περιέχει τους δυο κόσμους, τελικά είναι δυνατόν να διδαχτεί την υπέρβαση και ήσυχη, γαλήνια πια να ζητήσει την εδραίωση εκείνων των αξιών που είναι ταγμένη να αντέξει και να τιμήσει.

Στις τεχνικές της εποχής του ο Μακρυγιάννης μοιάζει απόμακρος, επειδή είναι κριτικός και στοχάζεται ικανά. Και διαβλέπει, μέσα από την ιστορική πραγματικότητα, την οποία δοκίμασε πως το ζήτημα αυτό, το απερίγραπτο μπορεί να ερμηνευθεί μονάχα «ελληνικά.» Ο ίδιος καταννοεί πως πέρα από κάθε επικαιρότητα και κατεύθυνση, η σκέψη, η ελληνική, η σφυρηλατημένη μες στην ανατολική, ορθόδοξη τραχύτητα δεν μπορεί να σταθεί δίχως την ενίσχυση αυτής της πλευράς της. Και έτσι ο συγγραφέας καθίσταται συνεχιστής εξακολουθητικός μιας σειράς, κρίκος μιας αλυσίδας στην οποία δένονται ταυτόχρονα ο Ηρόδοτος, ο Σωκράτης, ο Σολωμός, όσοι δηλαδή δίδαξαν, από το μετερίζι τους ο καθένας, τις φυσικές ροππές και τις αλήθειες ετούτου του τόπου που είναι γέννος και πνεύμα μαζί.

Η ηθική πτυχή, η προσλαμβανόμενη όχι ως πρόσωπο, αλλά ως στάση ζωής, εκφράζεται από τον Μακρυγιάννη μες στην ειδική, ιστορική εποχή, όπου τον συναντάμε. Η γλώσσα στην οποία γράφει ο σπουδαίος αυτός αισθητής της εποχής του, είναι η ελληνική, η αγνή, η οικεία στο λαό γλώσσα. Μιλούμε για την ελληνική, για εκείνη που στέκει πάντα ανάδελφη στην καταγωγή της, μητρική στην επίδρασή της, οικουμενική νοηματικά, σε σχέση πάντα με το γενικό, τοπικό και ειδικό της περιεχόμενο. «Ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε», λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης και τούτο να ληφθεί, όχι ως δογματική θεώρηση της ελληνικής μα σαν ορμή και άγγιγμα ενός ολόκληρου, διαδραστικού ρεύματος.

Παρά τη θεώρηση του έργου του Μακρυγιάννη εκείνο το οποίο ποτέ δεν μελετήθηκε και δεν αξιολογήθηκε στο βαθμό τον οποίο επιβάλλει η θέση του μες στο λόγο δεν είναι άλλο από εκείνο το «εμείς.» Αυτή η γραμματική επισήμανση, η οποία για τον Μακρυγιάννη δεν διαθέτει ένα τέτοιο νόημα, μα χωρά όλη τη συλλογικότητα και την κοινοκτημοσύνη που διέππει τον ίδιο το λαό μας. Το «εμείς» του Μακρυγιάννη αφορά τον Έλληνα ιθαγενή, εκείνον που φέρει στις πλάτες του την αρχαία και μεσσαιωνική παράδοση, αυτή που ήταν τόσο διάφανη και καθαρή στο νόημα και την υπόστασή της ώστε στάθηκε ικανή να φτάσει ως τις μέρες μας με όχημα τη «λαλιά.»Μα σε τούτο το σπερματικά, ελληνικό έργο, σε τούτο το γέννημα του ίδιου του λαού, το οποίο ο Μακρυγιάννης προσωποποιεί και υπερβαίνει, καθίσταται αξιωματικός ο ορισμός του «ελληνικού.» Είναι εκείνο, λοιπόν που επιζεί, όχι με την αυτοσυντήρηση του ανθρώπου μες στις εποχές και τις περιόδους, αλλά με την αυτοθυσία και την πνευματικότητα μιας πίστης, που πάντα έστεκε κοντύτερα στην ιδιοσυγκρασία του.


Ο Λορεντζάτος πολύ εύστοχα παρατηρεί πως μες στο έργο του Μακρυγιάννη υφίσταται ένα δριμύ «κατηγορώ», το οποίο επιβεβαιώνεται από την επίσημη, ιστορική αλήθεια. Στην καθοριστικότερη στιγμή της ελληνικής, νεότερης ιστορίας, όταν δηλαδή θα έπρεπε να οριστεί ελεύθερα, βάση συνειδήσεως και οράματος η πορεία του γένους, η Εσπερία, η δυτική σκέψη θέλησε να επιβληθεί και να δοκιμάσει το ειδικό βάρος των κατακτήσεών της. Όταν ο τόπος φάνηκε ικανός, πλατύς και ευρύς αρκετά για να προσδιορίσει την πνευματική του αλήθεια, ετούτο το πλάτωμα καλύφθηκε και τράφηκε από το δυτικό ρασιοναλισμό. Εκείνος, φέροντας τα διαδήματα του Διαφωτισμού και της σπουδαίας ανακάλυψής του, της Λογικής, της Αιτίας πάσχισε να μεταβάλει τις βλέψεις ενός λαού δοκιμασμένου στις πιο οριακές συνθήκες. Οι ελεύθεροι Έλληνες έπρεπε τώρα να υποστούν τους περιορισμούς του διαφωτιστικού πνεύματος, το οποίο με πρόσχημα την ελευθερία και  στήριγμα το «αιτιατό» θέλησε να επιφέρει με την επιστημοσύνη του την άμβλυνση των ειδικών διαφορών, που φέρει το δόγμα και η καταγωγή. Την ορθοδοξία και την ανατολική κλίση τούτου του τόπου πάσχισαν να αντιστρέψουν όσοι είχαν, -τι ειρωνεία!-, γαλουχηθεί μες στον καιρό των ορθοδοξιών. Η προσήλωση στην εσωτερικότητα, η βαθιά  πίστη στην ανθρώπινη ψυχή, το ξαφνικό ετούτο φως, τα δάκρυα, η αδυναμία, η τόσο ηθελημένη να παραμείνουν ανερμήνευτα όσα δεν μπορούν να περιγραφούν, προκάλεσαν το δυτικό τρόπο σκέψης και εκείνος καθιέρωσε μια πρακτική, της οποίας τις επιδράσεις διαπιστώνουμε τόσο ξεκάθαρα ως τις μέρες μας. Ο αδόκιμος όρος «δυτικοποίηση» ίσως μπορεί να περιγράψει διάφανα τούτη την επιδίωξη. Τα παραδείγμα της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», όπου τα καθεστώτα του ενός κόμματος, αντικαθίστανται με άλλα των πολλών παρατάξεων, η αναγκαία αποδέσμευση από το θρησκευτικό στοιχείο, όσο ισχυρά και αν αυτό επηρεάζει την κοινωνική συνοχή και την εθνική ταυτότητα συνιστά μια ξεκάθαρη υποβολή της τακτικής την οποία ακολουθεί τόσο πιστά ο αναπτυσσόμενος, ευρωπαϊκός κόσμος.
Δεν μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά. Απέναντι στο πνεύμα του Μακρυγιάννη, έτσι όπως σώζεται μες στο έργο του, έργο ζωής θα πρέπει να σημειώνουμε πάντα, στέκει η δυτική, επιστημονική σκέψη. Ζητήματα εσωτερικά πλέον δεν μπορούν να αποτελέσουν διαχειρίσιμο υλικό. Την αδυναμία ερμηνείας τους, φυσικά δεν την επικαλείται κανείς ως τέτοια. Η σύγχρονη, ελληνική πραγματικότητα ακολουθεί πιστά, δίχως να παραδέχεται και τούτο είναι το πιο συγκλονιστικό. Τούτο δεν μπόρεσε να προβλέψει ο Μακρυγιάννης,  καθώς πέθαινε για ιδεώδη ασύμβατα με τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, της διεθνοποίησης κρατών και θεσμών. Ολόκληρη η ελληνική ιστορία, από το 1821 και μετά φαντάζει λοιπόν με ένα ρούχο κομψό που όμως δεν ταίριαξε ποτέ με τη λιτή περιβολή της ελληνικής και εν γένει, ανατολικής πνευματικότητας. Η διαπίστωση κρίνεται σαφώς υποκειμενική. Άλλωστε τονίστηκε εξ αρχής, πως αφορμή για το παρόν πόνημα συνιστά το έργο του Μακρυγιάννη και ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, προτού προβεί στον αιχμηρό και διαχρονικό του λόγο, λύτρωσε όσους δεν είχαν την πρόθεση να πιστέψουν. Η βία που απεστράφη ο ίδιος, φαντάζει να εξασκείται σιωπηρά από όσους συνειδητοποιούν πια την ένδεια των πεποιθήσεών τους.