Κι αν επιβαίνεις στους υπόγειους συρμούς τις νύχτες, πρόσεξε κι ίσως τον εντοπίσεις, κάπου ανάμεσα στα πρόσωπα των ξένων και τις ριπές φωτός στο τζάμι. Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα δε θα σε πειράξει. Τον ενδιαφέρει μόνο εκείνο το πεισματικό πέταγμα προς το φως (του τρένου σου, της νύχτας της πόλης σου, του ουρανού σου), η πτώση, και πάλι η προσπάθεια – ώσπου να κάψει τα φτερά του.
Εδώ, από πάνω,
οι ρωγμές στα κτίρια είναι γεμάτες με παραμορφωμένο σεληνόφωτο.
Ολόκληρη η σκιά του Ανθρώπου είναι μονάχα τόση όσο είναι το καπέλο του.
Αυτή κείτεται στα πόδια του σα μια περίμετρος για να σταθεί επάνω μία κούκλα,
κι εκείνος μοιάζει με ανάστροφη καρφίτσα, που ‘χει τη μύτη της μαγνητισμένη στη σελήνη.
Δε βλέπει τη σελήνη• παρατηρεί μόνο τις συντριπτικές της ιδιότητες,
νιώθοντας το αλλόκοτο φως στα χέρια του, μήτε θερμό μήτε ψυχρό,
μιας θερμοκρασίας αδύνατης από θερμόμετρα να μετρηθεί.
Όταν όμως ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα
κάνει τις σπάνιες, παρότι συγκυριακές, επισκέψεις του στην επιφάνεια,
η σελήνη φαίνεται τελείως αλλιώτικη σ' ετούτον. Αυτός αναδύεται
από ένα άνοιγμα κάτω απ' την προεξοχή ενός από τα πεζοδρόμια
και νευρικά πιάνει να σκαρφαλώνει στις όψεις των κτιρίων.
Νομίζει τη σελήνη για μια μικρή τρύπα στην κορυφή του ουρανού,
που κάνει τον ουρανό μάλλον άχρηστο για προστασία.
Τρέμει, μα πρέπει να διερευνήσει τόσο πιο πάνω όσο μπορεί ν’ ανέβει.
Ψηλά επάνω στις προσόψεις,
με τη σκιά του να τραβιέται σαν το πανί του φωτογράφου στο κατόπι του,
αναρριχιέται φοβισμένα, πιστεύοντας πως τούτη τη φορά θα καταφέρει
να σπρώξει το μικρό κεφάλι του μέσα από κείνο το ευκρινές στρόγγυλο άνοιγμα
και μέσα από κει να ρουφηχτεί, σαν από κάποια σήραγγα, σε μαύρες σπείρες προς το φως.
(Ο Άνθρωπος, που στέκεται κάτω απ’ αυτόν, ουδόλως έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις.)
Μα ό,τι ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα φοβάται πιο πολύ πρέπει να κάνει, παρότι
αποτυγχάνει, φυσικά, και πέφτει πάλι πίσω τρομαγμένος μα πάνω-κάτω αβλαβής.
Ύστερα επιστρέφει
στους κάτωχρους υπόγειους του τσιμέντου που σπίτι του αποκαλεί. Ίπταται,
φτερουγίζει, και δε μπορεί τα σιωπηλά τρένα να πλευρίσει
τόσο γοργά που να του αρκεί. Οι πόρτες κλείνουνε με βία.
Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα πάντα καθίζεται κοιτώντας στην ανάποδη φορά
και το τρένο ξεκινάει ευθύς με όλη του την τρομερή ταχύτητα,
δίχως μιαν αλλαγή των ταχυτήτων ή μια κλιμάκωση κάποιας μορφής.
Δε μπορεί να υπολογίσει το ρυθμό με τον οποίον ταξιδεύει προς τα πίσω.
Καθεμιά νύχτα είναι αναγκασμένος
να μεταφέρεται μέσα από τούνελ και να ονειρεύεται διαλείποντα όνειρα.
Όμοια με τις συνδέσεις που ξαναέρχονται κάτω απ' το τρένο του, αυτά υφέρπουν
στο πυρετικό μυαλό του. Δεν το τολμάει να δει έξω από το παράθυρο,
καθώς η τρίτη ράγα, το αδιάκοπο στάξιμο του δηλητήριου,
τρέχει εκεί δίπλα του. Τη βλέπει σαν κάποια αρρώστια
για την οποία κληρονόμησε μια ευπάθεια. Πρέπει να κρατά
τα χέρια του στις τσέπες, όπως οι άλλοι πρέπει να φορούν κασκόλ.
Αν τον πετύχετε,
κρατήστε ένα φακό στο μάτι του. Είναι ατόφιο μια κατασκότεινη ίριδα,
μία ολόκληρη νύχτα από μόνο του, που ο τρίχινος ορίζοντάς της στενεύει
καθώς αυτός επίμονα κοιτάζει πίσω, και το μάτι κλείνει. Τότε από τα βλέφαρα
ένα δάκρυ, η μόνη του περιουσία, σαν το κεντρί της μέλισσας, τού ξεφεύγει.
Πονηρά το κρύβει στην παλάμη, και αν δεν προσέχετε
θα το καταπιεί. Αν όμως παρακολουθείτε, θα σας το παραδώσει,
δροσερό σαν από υπόγειες πηγές και καθαρό αρκούντως για να πιείτε.