Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Εις άωρον νεκρόν & άλλα ποιήματα - Αντρέας Πολυκάρπου

photo © Αλέξιος Μάινας

photo © Αλέξιος Μάινας

Εις άωρον νεκρόν

Σε είδα ανάμεσα σε άωρους νεκρούς
πομπή από βασανισμένες ψυχές να σε ακολουθούν,
να σε ονομάζουν Θεά τους.
Νεκροί που πέθαναν πριν την ώρα τους,
που τάφηκαν με ανοιχτές ακόμα τις πληγές
περπατούσαν πίσω από το μυροβόλο σώμα σου
κρατώντας το αναμμένο καντήλι της λησμονιάς.
Αυτό που ξεχνάνε οι πιστοί να ανάψουν
εσύ με την ανάσα σου το πυρώνεις.
Κι εσύ με μανδύα να έχεις το σκοτάδι
περιέφερες τις ταλαίπωρες ψυχές
στους χωματένιους δρόμους του Κεραμεικού.
Διαρρηγνύεις τον Άδη, τους πενθούντες να ευφράνεις.
Μα ποια σάρκα θα άντεχε τις φρικτές του Πλούτωνα μορφές
να περιπλανιούνται σαν φάσματα;
Γυμνός, κρυμμένος πίσω από του ποταμιού τις καλαμιές
εξάγνιζα τελετουργικά την ψυχή μου
-με το θαμπό, αγιασμένο νερό-
από τα κρίματα που μου φόρτωσε στην κούνια μου η Λάμια.
Μικρός ακόμη, παιδί καθώς ήμουν,
με πήρε από το χέρι και με κατέβασε να κοινωνήσω
της Ευρυδίκης το αίμα πέρα από το μεσημβρινό φως.
Στα Ελευσίνια δεν μυήθηκα μυστήρια
γι’ αυτό και ραγισμένη μια στάμνα
σμιλεύτηκε πάνω από το μαρμάρινο μου τάφο.
Μ’ αυτήν νερό θα κουβαλώ στα ξεραμένα του Άδη λιβάδια.
Σκληρή των Δαναΐδων τιμωρία
που μού επέβαλαν μικρόψυχοι Θεοί.
Ερωτεύτηκα για πάντα τα αγριεμένα μάτια της Έμπουσας
όταν, καταμεσήμερο, στων ζωντανών το αγιασμένο στάρι
βουτούσε τα χέρια, τις ψυχές να μνημονεύσει.
Γεμάτος ο Άδης με θηλυκούς δαίμονες
σε είχε για μητέρα του.
Στα βακχικά και νεκρόφιλα του Άδη όργια
έσταζε ο κόλπος σου ηδονή.
Από τις θηλές σου βύζαξα μέλι, κρασί και λάδι.
Το υγρό κερί χυμένο και ζεστό στο άγουρο κορμί μου
προσπαθούσα να ξύσω με τομάρια ψόφιων ζώων,
αυτών που θυσιάστηκαν για σένα
προτού το φως θωπεύσει των ματιών τους τον αμφιβληστροειδή.
Κάποιος μού είπε ότι σε έλεγαν Εκάτη
κι ότι πολλοί ήσαν οι νεκροί που πλάγιασαν μαζί σου
σπέρνοντας στη μήτρα σου τραγόμορφους, μικρούς Θεούς
μεθυσμένους από των σάπιων φλεβών το αίμα.
Κι εγώ ένας άωρος στην ψυχή νεκρός
κρατώ στα χέρια μου αλεσμένο στάρι
από τα βοσκοτόπια του Γηρυόνη.
Σού φέρνω τα τάματα κάτω από τη γλώσσα μου
αναμένοντας τον ποιητή στις ραψωδίες του να με μνημονεύσει.

Ο καθρέφτης του νάρκισσου

Ωραία που αναπαυόταν στην ακροποταμιά του Αχέροντα,
νέος με το σφρίγος της εφηβικής του ρώμης
και τις μακριές, φωτολουσμένες πλεξούδες του
αφημένες στον ωκεάνιο ουρανό με τα βαμβακερά σύννεφα
ωθώντας τον ίδιο το Γανυμήδη,
του Δία τον ευνουχισμένο και ομόφυλο εραστή,
να χαϊδεύει το οστεώδες μέτωπο του με τις στάλες του μυρωμένου ιδρώτα.
Τέρψη αποτελούσε για τα μάτια των Δρυίδων
που σαγηνεμένες κοιτούσαν το κάλλος που έσταζαν τα μάτια του
και τα γυμνά του μέλη.
Πολλοί ήσαν οι γλύπτες που θέλησαν
το κορμί αυτό το λυμένο και ακόμη απαίδευτο από έρωτα να πελεκήσουν
και στη μαρμάρινη αιωνιότητα των μουσείων να το κλείσουν.
Μα ποιο μάρμαρο να βαστάξει του νέου την ομορφιά;
Ποιος Μύρωνας θα εδύνατο να εγκλωβίσει στο μέταλλο  
τη ρόδινη ομορφιά του με τους παλμούς της ζωντανής σάρκας;
Ποιο χρυσελεφάντινο κράμα να αντέξει μπορούσε τις δονήσεις των ορμών του;
Αδύνατο την ομορφιά του η πέτρα να κλείσει.
Στα γυμνάσια δεν σύχναζε και στις μυσταγωγικές τελετουργίες δεν μετείχε.
Κανένα Θεό δεν τίμησε ποτέ του
και κανένα δάφνινο στεφάνι δεν τοποθετήθηκε στο κεφάλι του.
Σε αγώνες και λαμπαδηδρομίες δεν στέφθηκε νικητής.
Ούτε στις μελωδίες της μουσικής αφέθηκε το σώμα του,
ούτε στης ποίησης τους στίχους.
Στις ρητορείες της αγοράς έστρεφε το πρόσωπο του αντίθετα
και τ’ αυτιά του έκλεινε στο λόγο του Δήμου.
Από φιλοσοφία γνώριζε κάτι ολίγα.
Αυτά που άκουσε να ψιθυρίζονται στις αθηναϊκές στοές
από γερασμένους γενειοφόρους.
Τίποτα δεν τον παίδευε,
παρά μόνο αφηνόταν να δοθεί στην εσωστρέφεια του,
στη ματαιόδοξη αυτή του φύση.

Στραμμένο είχε το κεφάλι πέρα από τα ποταμίσια νερά.
Τον φόβιζε η αντανάκλασή του,
η ίδια του η όψη και η Μεδούσια που άκουσε ότι έχει ομορφιά του.
Μην τυφλωθεί φοβόταν και πετρώσει στις όχθες του Αχέροντα.
Ακόμη και τα μάτια δεν κοιτούσε των ανθρώπων.
Το καθρεφτισμένο είδωλο του τον τρόμαζε σ’ αυτά.
Στα λόγια δεν πίστευε του Περσέα
αφού του Ακρίσιου το γένος χάθηκε σε περασμένους μύθους
μέσα σε εγκαταλελειμμένες λάρνακες και κιβωτούς
παρασυρόμενες από τη χρυσή του Δία βροχή.
Το μύθο έτυχε να μάθει του Ζαγρέα και το φρικτό του τέλος.
Νέος κι αυτός σχεδόν παιδί.
Γόνος έλεγαν ότι ήταν ενός πανηδονιστή Θεού,
που είχε την όψη του κεραυνού και της φλεγόμενης αστραπής.
Να που οι Τιτάνες, όμως, έναν καθρέφτη του δώσανε
και αυτός διαμελίσθηκε την όψη του σαν αντίκρισε.  
Ποιος, όμως, Δίας θα έραβε το Νάρκισσο στο μηρό του;
Πετρωμένος καθώς θα ήταν από την ομορφιά του
στις όχθες του νεκρώσιμου ποταμού
τις ψυχές μόνο θα εύφραινε των νεκρικών πομπών,
αυτών που έσερνε ο Ερμής.

Από τα πράσινα νερά αναδύθηκε ο Τειρεσίας,
ο τυφλωμένος μάντης με τις ποιητικές δοξασίες
και τα αιώνια μυστήρια της σιγής.
Τού μίλησε για του θανάτου το βασίλειο,
τού εκμυστηρεύτηκε των Θεών τα μυστικά
και την τέρψη παίνεψε της ομορφιάς του νέου.
Σαγηνεμένος ο Πλούτωνας από τη λάμψη των ματιών του
απεσταλμένο όρισε το μάντη στον Άδη να τον σύρει.
Απόφαση ήταν της Περσεφόνης που οργασμικά τον καλούσε
να πλαγιάσει πλάι στο ερωτογενές της σώμα.
Τα σαρκικά της να σβήσει πάθη και τον ερωτικό γι’ αυτόν πόθο.
Τόσα χρόνια αφημένη στο θάνατο δεν ξανάνιωσε ζωντανή μια σάρκα.

Να κοιτάξει, λοιπόν, του ζήτησε τα ακίνητα του ποταμού νερά.
Την αντανάκλαση του να δει για μια και μοναδική φορά
να καθρεφτίζεται στο υγρό στοιχείο,
στην υγρή των ψυχών λεωφόρο
με τα αιωνόβια δέντρα, την πυκνή βλάστηση και τις βραχνές κουκουβάγιες.
Τα τυφλωμένα μάτια βαθιά άγγιξαν του Νάρκισσου την ψυχή.
Την διαπέρασαν με το σκοτάδι του αμφιβληστροειδή τους ψιθυρίζοντάς του:
«Κοίτα, κοίτα, απόλαυσε για πρώτη και τελευταία φορά το θαύμα.
Τι εξαίσιο του σώματός σου το θαύμα.
Κοίτα κι αφέσου στο σκοτάδι, στο θάνατο.
Εκεί ανήκει η ομορφιά.
Αιώνια αυτός θα την κρατήσει ζωντανή».
Αυτός έκλινε το σώμα του.
Γονάτισε στην όχθη, ακούμπησε τα χέρια στα γλοιώδη βρύα.
Κοίταξε τη μορφή του,
είδε το βάθος των ματιών του.
Χαμογέλασε κι αφέθηκε να γλιστρήσει στο νερό.
Εύθραυστο το νερό, απορρόφησε για πάντα την ομορφιά του.

Ένας δούλος στην αρχαία Αθήνα

Εσύ δουλεύεις κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης.
Στα λαμπερά, με λευκό μάρμαρο, γυμνάσια.
Ανάμεσα στις φιλοσοφικές σχολές και στην εκκλησία του Δήμου.
Θωπεύεις με τα μάτια τα σμιλεμένα των κούρων σώματα
με το κλασσικό κάλλος και την αγαλμάτινη ρώμη.
Μυρώνεις τα σώματα των νεανίων με έλαια φερμένα από τις νήσους
και χτενίζεις τις σγουρές τους κώμες.
Αφήνεσαι να δοθείς στην ποίηση, στην εξαίσια ποίηση,
στους στίχους τους ομοιοκατάληκτους.
Πλέκεις εγκώμια για τους Θεούς
που στην πόλη αυτή σαν νυχτοπούλια φωλιάζουν.
Απ’ τον Όλυμπο μακρύς ο δρόμος για τα ιερά του Θησέα.
Κι όμως καμία, οι Θεοί, δεν φειδωλεύτηκαν τιμή
σε όσους στεφανώνονται κάτω από την Ακρόπολη με κλάδο ελαίας.
Το Μένονα έχεις για δάσκαλο.
Αυτόν που αναζήτησε τις ιδέες στον ουράνιο θόλο.
Τον ίδιο που έφερε εντός του την επιστήμη και τις μαθηματικές ακολουθίες.
Πλασμένα όλα σε μια άλλη ενσαρκωμένη ζωή.
Ζεις ανάμεσα στις ένδοξες εταίρες,
πλαγιάζεις με το άρωμα τους
εκεί που εμφιλοχωρεί η ηδονή και η απόλαυση
σε ηλιολουσμένα, μικρά δωμάτια.

Το ξέρω, είμαι σίγουρος τι θα πεις.
Οι δρόμοι είναι χωμάτινοι και των φιλοσόφων τα λόγια
δεν ειπώθηκαν για σένα.
Δάφνινα στεφάνια δεν έπλεξαν στις κώμες σου
και στις κλίνες των εταίρων δεν γεύτηκες τον έρωτα.
Κι ακόμη ξέρω ότι οι Τύραννοι κρύβονται ανάμεσα στο πλήθος
που κατακλύζει τις πλατείες και τα γυμνάσια.
Αυτοί θα βαρβαρίσουν κάποτε της δημοκρατίας την πόλη
και θα φράξουν άσπλαχνα τους νόμους με διατάγματα.
Τους κούρους θα αλυσοδέσουν
και σε σκοτεινά μπουντρούμια θα σφραγίσουν το κάλλος τους.
Την ηδονή, των σωμάτων τον ερωτικό αναστεναγμό, με δόγματα θα αμαυρώσουν.
Η τέχνη θα μαραζώσει και οι ποιητές θα εξοριστούν.
Τα γυμνάσια θα γίνουν τότε χώρος ομαδικών εκτελέσεων
και τα μάρμαρα θα είναι ταφικές πλάκες.
Αφέσου, όμως, τώρα στην Αθηνά.
Γεύσου το φως των λόγων της.
Τι να πουν κι αυτοί που μαζεύουν κόκκαλα στον Καιάδα;
Εσύ, τουλάχιστον, δουλεύεις κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης.

**

Ο Αντρέας Πολυκάρπου ζει μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα πρωτοβρόχια της ψυχής μου (εκδόσεις Power Publishing 2006), Διάφανες βάρκες (εκδόσεις Εν Τύποις 2010), Απρόσωπα φαγιούμ (εκδόσεις Άπαρσις 2013), καθώς και το θεατρικό έργο Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση (εκδόσεις Vakxikon.gr 2014).