Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 23

Ειρήνη Βακαλοπούλου: Εxistential angst

Εxistential angst, διηγήματα, Ειρήνη Βακαλοπούλου, Εκδόσεις Vakxikon.gr 2013

 

Απομάκρυνση


Γιατί κάθε φορά που σε έβλεπα, έλεγα πως θα είναι και η τελευταία. Μ’ ενοχλούσε κάτι πάνω σου, που πως να στο εξηγήσω τι ήταν - το φτιάξιμο των μαλλιών σου, ένα περίσσευμα σάρκας από το σώμα σου, το χρώμα των νυχιών -. Η μία παρατήρησή μου πατούσε πάνω στην επόμενη. Μα εσύ δεν εγκατέλειπες. Μέρα με τη μέρα, τα μαλλιά σου ήταν λίγο πιο φτιαγμένα από την προηγούμενη, τα νύχια σου φαίνονταν πιο υγιή και το σώμα σου σχεδόν ελκυστικό. Και όσο σε απέρριπτα, εσύ, με το αργό πέρασμα του χρόνου, ομόρφαινες. Ερχόσουν και κολλούσες πάνω μου.
Και τι άλλο να έκανα για να σε διώξω; Τι άλλο θα μπορούσα που έτρεμε η γη κάθε φορά; Μα όταν έφτανε το βαθύ απογευματινό φως, καταλάβαινα πως δεν είχες καταφέρει να φτάσεις στο ελάχιστο την αρτιότητα. Έτσι, μόλις έβγαινε το φεγγάρι, σ’ έδιωχνα κι’ έπαιρνες μαζί  τ’ αστέρια και του ερέβους τα δάκρυα.
Μα για μεγάλη μου δυστυχία, το επόμενο πρωί επανερχόσουν όμορφη  και διαφορετική. Βυθισμένος στην άγνοια, σ’ έπαιρνα στην αγκαλιά και ορκιζόμουν στην ομορφιά σου, ποτέ να μη σ’ αφήσω. Όμως και πάλι, με τον ερχομό της νύχτας, γινόσουν κουβαλήτρια των ίδιων σου των δακρύων και με την πιο βαριά θλίψη, απομακρυνόσουν.
Έμεινα όμως να τιμωρούμαι αιώνια. Κάθε πρωί ξαναγεννιέμαι, και σαν πλησιάζει η νύχτα, σ’ έχω ήδη χορτάσει. Έχω χορτάσει, όλη τη ζωή. Μένεις πάντα ατελής• φύγε.  

Και πάλι έφυγε  


Έτσι μας έλεγε τα καλοκαίρια που την συναντούσαμε• πως έναν ολόκληρο χειμώνα, έβλεπε όνειρο, το μεγάλο πλοίο να φεύγει και να παίρνει μαζί του κι αυτήν. Δεν ήξερε σε ποιό λιμάνι βρισκόταν και ποιούς άφηνε πίσω της κάθε φορά. Αυτό έμενε στη φαντασία μας να το μαντέψουμε.
Και έπρεπε να έβλεπες τη χαρά της όταν το περιέγραφε. Ήταν σαν να είχε σαλπάρει στ’ αλήθεια, και φώναζε «φέεεευγω, φέεεεευγω». Μα έμενε πάντα στο ίδιο μέρος. Όλο κάτι γινόταν, κάτι χαλούσε, και το όνειρό της αυτό παρέμενε όνειρο. Κατά κάποιον τρόπο, όταν την ακούγαμε κάθε φορά να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια, ήταν σαν να χωρούσε όλα τα καλοκαίρια μας, μέσα σε ένα. Ένα συμπαγές καλοκαίρι το οποίο ισοδυναμούσε σχεδόν με εκατοντάδες και περιείχε ένα πελώριο καράβι.
Όμως, όσο και να προσπαθώ, αδυνατώ να θυμηθώ, πότε ήρθε το τέλος. Ποιό ήταν εκείνο το καλοκαίρι που δεν την ξαναείδα, που δεν ξανανταμώσαμε ο ένας με τον άλλον. Εκείνο, που σταματήσαμε να επιβιβαζόμαστε στα υπερωκεάνια όνειρά μας, και το πλοίο έμεινε για πάντα, δεμένο στο λιμάνι.