Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Δυο μπερδεμένα παραμύθια, του Δημήτρη Παπαθέου (ανέκδοτο)

Πριν το χάραμα και πριν το λογικό
τα λάθη συναχτήκαν στην κεντρικότερη πλατεία
Με τα ξεριζωμένα πλατάνια και τα μαγαζιά με τα γλυκά του κουταλιού
και τη ψητή πατάτα σε συνοδεία ούζου
που ’κλείσαν από χρόνια
Μια Κυριακή λοιπόν
φορώντας τα καλά τους
για να πάρουν αποφάσεις για σημαντικά θέματα.Όπως η πρόσκληση καλούσε
το λόγο πρώτο πήρε ο αρχηγός
με λόγια βαριά, με ξύλου αποφορά,
τόνισε το μεγάλωμα,
το πλήθεμα τους,
το δυνάμωμά τους τόνισε και
κατέληξε στο πρόσταγμα
να εγκαταλείψουν τους ανθρώπους.

Μες στα ζήτω και τα ωωω μια ψιλή φωνούλα
ενός, που μέχρι τώρα κανείς δεν πρόσεξε,
ακούστηκε να λέει:
-Μα τότε
ποιος ο λόγος να υπάρχουμε;
Άσε που ριζωμένα θα πεθάνουμε
χωρίς τους κουβαλητές μας.
Κι άλλα ζήτω και μια μουρμούρα σκέψης απλώθηκε όταν
σηκώθηκε το πιο παλιό,
το σοφότερο και είπε:
-Φίλοι μου λάθη, ο μικρούλης τα ’πε σωστά.
Σας καλώ κι εγώ ο γέροντας να δείξετε σωφροσύνη
και μετριοπάθεια και να σταματήσετε το χωρίς όρια ανταγωνισμό μεταξύ σας, καθ’ όσον αυτοί οι τύποι που μας κουβαλάνε από γεννησιμιού τους, είναι τόσο παραδομένοι, τόσο ευάλωτοι και τόσο πρόθυμοι να αφήσουν σ’ εμάς τη ζωή τους, ώστε εμείς γι’ αυτούς πρέπει να νοιαστούμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε κι εμείς να ζούμε.

Χωρίς ζήτω, χωρίς ωωω, πήραν αθόρυβα το δρόμο
και γύρισαν να χουχουλιάσουν στα κρεβάτια των ανθρώπων και να πιάσουν προσεκτικά δουλειά όταν ξυπνήσουν.

 

*

Άνοιξε τα μάτια του στο πρώτο άγγιγμα απ’ το φως και δεν μπόρεσε αμέσως να καταλάβει αν ερχόταν απ’ το παράθυρο ή πήγαινε προς το παράθυρο για μια τοποθέτηση του ξυπνητού του εαυτού στο όνειρο.

Άλλο όνειρο, περιεργότερο απ’ όσα στη ζωή του είδε και επειδή είχε τη μανία να μη βάζει τις λέξεις όχι στη σειρά που κάνουν οι όμορφοι, οι ουσιαστικά απλοί άνθρωποι, αλλά να παλεύει να βρει μια μουσική μες την ανακατωσούρα τους, ο δικός του ορισμός της ποίησης να χωράει την αποκοτιά του δηλαδή, τα ’βαλε στο χαρτί όπως πιο πάνω.
Διόλου δεν του άρεσε το αποτέλεσμα, αλλά κάτι του ’λεγε να μη το διαγράψει, από τη μνήμη του τουλάχιστον.Πέρασαν μέρες και βρέθηκε στο συνηθισμένο αυτοκινητόδρομο σε συνηθισμένη αγαπημένη διαδρομή να πηγαίνει στη δουλειά του, που κι αυτή αγαπούσε, πώς αλλιώς θα την έκανε τόσα και τόσα χρόνια, όταν πήραν τα πράγματα μια διάθλαση, μια ροή και το τοπίο πολλαπλασιάστηκε σαν να ’χε δήθεν κι άλλες προοπτικές και σαν οι δρόμοι να μην ήταν υποχρεωτικοί, κι άντε να βρεις τη διασταύρωση για τη Ναύπακτο. Ήταν η αρχή ενός επεισοδίου που το δέχθηκε η λογική του όταν στη Γέφυρα προσπαθούσε να γυρίσει.

Η διαδικασία που ακολούθησε, έλεγχος κι άλλος έλεγχος, υποψία, άρνηση της υποψίας, επιστροφή, επιμονή της φίλης του γιατρού ψάξ’ το κι άλλο, επιβεβαίωση, πρώτη σκέψη δεν συμβαίνει σ’ εμένα, αλλά οι δικοί σου δίπλα σου, οι καταδικοί σου κάνουν ό,τι έκανες εσύ στους άλλους καταδικούς σου και η αγάπη τους είναι υγρή και στεγνή είναι και πανικός και μαντέματα τι κρύβουν τι δεν κρύβουν και κατάρρευση και αγωνία λιωμένη σαν παγωτό χυμένο, μια δύναμη σ’ αναστυλώνει και χαράζει και λίγο λογική και δρομολογείται πια ό,τι είναι να δρομολογηθεί και μετά βήμα το βήμα, η σκέψη αλλιώς χάνεσαι μέχρι που τελειώνει και το μαρτύριο επιλογής σε ποιου τα χέρια θ’ αφεθείς, ίσως το πιο μεγάλο να στηρίξεις αυτά τα απομεινάρια της ελεύθερης βούλησης σου στο θέμα της ζωής της δικής σου. Φτάνει με τη διαδικασία. Χωρίς αγάπη δεν βγαίνει αυτή η ιστορία, έχετε το κατά νου οι δυνατοί.

Μετά την πιο ζεστή ενημέρωση της αλήθειας στο γεμάτο μάτια και καθρέφτες με ζεστές φορεσιές δωμάτιο, έρχεται η ώρα του αυτός μ’ αυτόν και λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος σκέφτεται ότι αυτό που έπαθε είναι δικό του δημιούργημα, είναι ένα κομμάτι του που τα ’βαλε εναντίον του υπόλοιπου ή κάτι πιο βαθύ κι άγνωστο, έτσι δεν γίνεται ν’ απαρνηθεί το οικείο και σχεδόν γνωστό και φίλο κομμάτι που κουβαλάει 60 χρόνια χωρίς να εξηγηθεί πρώτα με τον καινούργιο επαναστάτη.

Μάλλον κοιμήθηκε όταν βρέθηκε σ’ ένα μέρος μ’ ένα χρώμα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, σαν να ’ταν από άλλης ίριδας σύνθεση κι απέναντί του, σ’ ένα βάθος απροσδιόριστο, μια ομάδα που άργησε να καταλάβει ότι είναι μικρά λιλιπούτεια αλλά εκατομμύρια ανθρωπάκια, συντεταγμένα όμως και με μια τακτική που σίγουρα θύμιζε οργάνωση.

Μέσα στο όνειρο θυμήθηκε το πρώτο του όνειρο, κάτι του θύμιζε τη σύναξη των λαθών και πίστεψε ότι μπορεί και να ’ναι η συνέχειά του ονείρου, απλώς τώρα συμμετέχει κι αυτός.-Πρέπει να μιλήσουμε, τους είπε, αλλά για να γίνει αυτό κάποιοι επικεφαλής ν’ αναλάβουν.

Προχώρησαν μπροστά σε μια γραμμή δυο-τρείς, πιο πίσω άλλοι τόσοι και πίσω-πίσω ένας ξεχώρισαν, και το λόγο πήρε ο οργανωτικός γραμματέας, έτσι του παρουσιάστηκε. Άντε πάλι τα κομμουνιστικά αποθέματα των φοιτητικών μας χρόνων.
Ξεκίνησε ο διάλογος όχι από το ποιοι είναι, άλλα το πόσοι. Ξεκίνησαν 2-3 και τώρα είναι 25 εκατομμύρια κι όποτε θέλουν γίνονται δισεκατομμύρια, ο συνδικαλισμός τους δυσκόλεψε για λίγο αλλά μετά έχουν φοβερή οργάνωση και όπλα που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από καμιά τεχνολογία. Είναι χαμένη η μάχη για σένα πριν την αρχίσεις καν.
-Δεν μιλάω ακόμη για πολέμους και μάχες, τους απάντησε, σ’ αυτά μόνο ηττημένοι υπάρχουν, μόνο χαμένοι.
Πήρε το λόγο ο ιδεολογικός κατευθυντής τους και του είπε:  - Όπως καταλαβαίνεις, επειδή κομμάτι σου είμαστε, ξέρουμε την τέχνη σου να πείθεις, γι’ αυτό ήδη έχω ενημερώσει τους πάντες για τα επιχειρήματα που θα προβάλεις και έχουν ήδη σαρκαστικά αρνηθεί την οποιαδήποτε προσπάθειά σου, στέλνοντάς σου τελεσίγραφο να ετοιμάζεσαι για την ώρα του πολέμου, την οποία και ξαφνικά θα μάθεις.
Προχώρησε μπροστά ο εκπρόσωπος των πόνων που εξορίστηκε από αυτόν σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος όπως του εξήγησε, για να μη τον ενοχλούν στη ζωή του, κι εκεί ζήσαν εξόριστοι όλα τα χρόνια, πόνοι μόνοι, χωρίς ξενιστή, πόνοι άχρηστοι σε τέλεια διαμάχη με τους πόνους που ισορροπούσαν σ’ όλο το υπόλοιπο Είναι του, που ήταν συμβατοί με την επιλεχθείσα ισορροπία: η μοναξιά του πόνου.Μετά, προχώρησε ο εκπρόσωπος των εξορισμένων «θέλω» και του είπε πόσο βασανιστικά στην αρχή τα πίεσε να μεταλλαχθούν σε «πρέπει» και στην εξορία ξεθώριασαν σαν αποσυντεθημένες σκιές.

Θέλησαν να πάρουν το λόγο πολλοί, κατάλαβε, και ζήτησε, αν ήταν δυνατόν, να μιλήσει μόνο με την αγάπη, το χρόνο και όποιον τέλος αυτοί θεωρούν τον απόλυτο αρχηγό τους.
Η αγάπη του εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν η πιο πολύπλοκη περίπτωση όλου του στρατού καθώς είναι κάτι σαν κλωνοποιημένα τα κομμάτια της και δεν ξέρει στ’ αλήθεια αν είναι αυθεντικά κομμάτια και πραγματικά αδέλφια των όσων δεν επαναστάτησαν, η αγάπη του είπε κάπως εξομολογητικά, είναι σαν τη θάλασσα πώς να χωρίσεις τη θάλασσα; -Εγώ είμαι ο Χρόνος, του είπε κάποιος που δεν είδε.
-Μα δεν σε βλέπω, είσαι αόρατος;
-Πώς να με δεις, του είπε ο Χρόνος, αφού δεν υπάρχω, αφού με εφηύρατε για να βολεύεστε στους προσδιορισμούς σας. Το ότι δεν υπάρχω όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμαι και κομμάτι σου συγχρόνως, αφού με υλοποιείς και με χρησιμοποιείς κατά πως θέλεις, δύσκολο έ; Ακόμη δυσκολότερο το ότι τη φανταστική μου υπόσταση την εκμεταλλεύτηκες με κανόνες που κανείς λογικός μηχανισμός σκέψης δεν θα ’κανε. Κι επαναστάτησα κι εγώ κατά το μέρος που σε αφορά και κακοποίησες.

Γιατί να μη γεννιόμαστε μ’ αυτό το φως, σκέφτηκε όταν όλα γίναν πιο καθαρά. Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσει, είδε το Φόβο όμως, που προχώρησε μεγαλοπρεπής και τρομακτικός σαν φόβος και φουσκωμένος του ’πε:
 -Χωρίς εμένα τίποτε δεν θα γινόταν, ποτέ δεν θα κατάφερναν να συγκροτηθούν σε επαναστατικό σώμα, κοίταξέ με, θαύμασέ με, είμαι ο δικός σου πανάρχαιος αλήτης όπως μ’ ονόμασες κάποτε, είμαι ο χειρότερος εφιάλτης του κόσμου σου, ο Φόβος του Φόβου!

Όλα ήταν ξεκάθαρα, όλα τόσο διαφανή, όλες οι στιγμές της ζωής του ευτυχισμένες, δυστυχισμένες, παραγκωνισμένες, παρήλαυναν με ταχύτητα φωτός, όμως ξεκάθαρες.

Δώστε μου τα χέρια σας, είπε στους επικεφαλής και ζητήστε απ’ όλους να πιάσουν τα χέρια τους, ώστε τα 25 εκατομμύριά σας να συνδεθούν με τα δικά μου τρισεκατομμύρια κομμάτια, κλείστε τα μάτια και δείτε το όνειρο που είδε τις προάλλες των Λαθών και μη θαρρείτε ότι το κάνει για να θυμίσει μόνο την αναγκαιότητα της ύπαρξης όλων -αλλιώς αφανισμός: το κάνει για να τονίσει την συνύπαρξη, τη μπορετή συμφιλίωση και τη δική του αντίληψη του νέου και του παλιού του κόσμου.

Μόνο είπε: -Πώς να χωρίσεις τη θάλασσα; Πώς, μωρέ;Χώρισαν ήσυχα, χωρίς τελεσίγραφα, χωρίς δηλώσεις, θα δείξει γρήγορα αν μια συνθήκη θα επιτρέψει νέο χάραμα, όπως και να ’χε όμως σαν χρήσιμο του φάνηκε το όλο όνειρο και αποφάσισε να ξυπνήσει, όταν συνειδητοποίησε ότι τα μάτια του ήταν ανοιχτά.

Το πρωί πήρε το Γιάννη, τον αγαπημένο του φίλο γιατρό, και τον ρώτησε, έτσι για την ιστορία, αυτός ο όγκος στο κεφάλι του -η κινέζικη ιατρική έχει πολύ όμορφες εικόνες για να περιγράψει τους όγκους. Τους αποκαλεί: "Μεταξωτό σακούλι", "δίκτυο των φουσκωμένων αγγείων", “μυς δίχως κόκαλα", "σάκο"-, πόσα κύτταρα περίπου έχει;
-Όχι πάνω από 25 εκατομμύρια αυτή τη στιγμή που είναι σαν βερίκοκο, του είπε.

Δημήτρης Παπαθέου

O Δημήτρης Παπαθέου είχε εκδώσει τα βιβλία Ντόρος (Αιγαίον 2010) και Ταϊτατάτς. Σεωρή (ιδ. έκδοση 2011).

kakis226.jpg
φωτό: Σωτήρης Κακίσης