Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 6

Δοκίμιο : Ο θάνατος των άλλων ή θάνατος σ' όλους

του Δάνη Κουμασίδη

Το ζήτημα του θανάτου, έχοντας βιολογική βάση, είναι από εκείνα που δεν σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν τους ανθρώπους. Διέπεται λοιπόν από μια διαχρονικότητα που αγγίζει τα όρια της αχρονίας, εφόσον στα εσωτερικά ερωτήματά του συγκαταλέγεται και η ίδια η έννοια του χρόνου. Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν, κορυφαία έκφραση της συμφύησης ύλης-πνεύματος υπό τη μορφή του ψυχοσωματικού συμπτώματος. Το συναίσθημα που επικρατεί ταυτόχρονα με το γεγονός του θανάτου βιώνεται ως μια αμετάστρεπτη απώλεια του παρελθόντος, που υποσυνείδητα σημαίνει και μια επιρροή επί του μέλλοντος. ‘Τίποτε πια δεν θα είναι ίδιο΄. Συνήθως ο αποθανών, «θα ζει για πάντα στις καρδιές μας», δηλαδή εντός της εσωτερικότητας μας- με όλη την συνεπαγόμενη υποκειμενικότητα του να τον θυμόμαστε όπως θέλουμε έκαστος εξ ημών. Αυτή η κατάσταση του σημείου μηδέν, όπου το παρόν αναλαμβάνει το ρόλο του καθοριστικού σημείου τομής, είναι που ενισχύει αυτό που ονομάζουμε αχρονία στη θεώρηση του θανάτου. Ο θάνατος ως ενδογενής φόβος ενισχύεται και αναπαράγεται από το γεγονός της καθημερινής του επιβεβαίωσης (για την ακρίβεια της επιβεβαίωσης του αναπόφευκτού του) στον κοινωνικό μας περίγυρο.

Αν πάμε πολύ παλιά -στο Σωκράτη μέσα από τα μάτια του Ξενοφώντα- διαπιστώνουμε ότι ο μεγάλος Αθηναίος θεωρεί έμφυτο το ένστικτο αυτοσυντήρησης των παιδιών, ταυτόχρονα όμως με τον φόβο του θανάτου(1). Μάλιστα χρησιμοποιεί αυτό το αξίωμα σε μια συζήτηση του με τον Αριστόδημο πάνω στο θέμα του σκοπού και του σχεδιασμού επί της δημιουργίας των έμψυχων όντων, με άλλα λόγια συνδέει την επιστημολογική –κατά κύριο λόγω βιολογική και ψυχολογική- βάση της ανθρώπινης ύπαρξης με ένα οντολογικό εποικοδόμημα, το οποίο βέβαια δεν αναλύεται σε βάθος καθώς οι φιλοσοφικές του προθέσεις σταματούν εκεί. Μια ανάλογη προσέγγιση περί θανάτου επαναλαμβάνεται και στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων(2). Μέσω μιας ιστορικής διαδρομής αιώνων με κομβικό σημείο την επικράτηση του χριστιανισμού, φθάνουμε στη σημερινή ‘κατάσταση’ του θανάτου την οποία επιχειρούμε να εξετάσουμε. Ας δούμε την μικρότητα-μικροπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα το Πάσχα. Όλοι ξορκίζουν το θάνατο, πανηγυρίζουν μια ανύπαρκτη νίκη της ζωής επί του θανάτου. Αρνούνται να δεχτούν το αναπόφευκτο του θανάτου και να τον αντιμετωπίσουν κατάματα. Να δεχτούν ουσιαστικά το μεγαλείο της ζωής -ότι και να σημαίνει αυτό-  και την περατότητά τους.

Η στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο είναι ένα ρεσιτάλ παραληρήματος. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσε να διατηρεί και μια αισθητική αξία. Μια αξία όμως αντίστοιχη αυτής του ερωτικού πόθου λ. χ. ή της εμπύρετης κατάστασης; Ίσως η σχεσιακή κατάσταση ζωής-θανάτου να είναι ένα κωμικοτραγικό παιχνίδι, μια παλινδρόμηση μεταξύ των δύο καταστάσεων, των δύο εποχών. Το περίεργο είναι ότι στις ευρέως διαδεδομένες μορφές τέχνης βρίσκουμε πολλές περιγραφές για το συμβάν του θανάτου- η για γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό- αλλά ελάχιστες περιγραφές- ακόμα και στις μεταφυσικές παραδόσεις- της μεταθανάτιας ζωής. Η αναμέτρηση και το ξόρκισμα του θανάτου μοιάζει να τελειώνει τη στιγμή που επέρχεται ο ίδιος και η ήττα μας είναι οριστική και αμετάκλητη. Άλλωστε η ρητή διαλεκτική σχέση ζωής-θανάτου φαίνεται και στους κλασικότερους ορισμούς των δύο συμβάντων: ζωή είναι το σύνολο των λειτουργιών που αντιτίθενται στο θάνατο, ή θάνατος είναι η παύση των λειτουργιών που μας κρατούν στη ζωή.

Ο θάνατος βιώνεται ως μια κατ’ εξοχήν αρνητική κατάσταση-εμπειρία σε σημείο που μια τυχών θετική διάθεση, πόσο μάλλον πρόσληψη, να αντιμετωπίζεται ως κάτι μη φυσικό, άλογο ακόμα και αντιανθρωπιστικό. Δεν υπονοούμε εδώ μια μετάβαση στο άλλο άκρο της χαράς του θανάτου(3).  Αντιθέτως, μια αντιμετώπιση του θανάτου με μια θετική διάθεση θα μπορούσε να είναι μέρος μια οπτιμιστικής, άκρως μεταφυσικής αντίληψης. Η χαρά όχι ενός τέλους αλλά μιας ‘νέας’ άϋλης αρχής. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα κομβικότατο σημείο στη ζωή [λογοπαίγνιο] κάθε ανθρώπου, περιστατικό και κατάσταση που του μένει αξέχαστο… Πολλές φορές η συμπεριφορά απέναντι στα νεκρά σώματα θεωρείται πολιτισμικός δείκτης. Έτσι, σχεδόν κάθε σώμα –που ανήκει όμως στη δική μας κατηγοριοποίηση-ομάδα, αντιμετωπίζεται με κάποια σχετική ιερότητα. Δε χρειάζεται καν να θέσουμε το θέμα του θανάτου ως συνάρτηση της ζωής και του ερωτήματος περί της αξίας και του νοήματος αυτής [Camus], αλλά να διερευνήσουμε τις εσωτερικές και εξωτερικές εκροές της ύπαρξής του.

Ενώ επιφανειακά όλοι ασχολούμαστε με τον θάνατο έχοντας κατά νου τον θάνατο των άλλων(4), στην ουσία είναι εκβολή του φόβου του θανάτου μας. Είναι ένα σημείο όπου νομίζω ότι ο λακανικός καθρέφτης απεικονίζει εξαίσια την κατάσταση. Βιώνουμε ή φανταζόμαστε τον θάνατο των άλλων ως κομμάτι δικό μας. Πως βιώνεται το γεγονός του θανάτου(5); Η απάντηση είναι απλή: για τον μέσο δυτικό άνθρωπο ότι δεν το βλέπει μπροστά του ή δεν φτάνει σ αυτόν ως εικόνα, απλά δεν υφίσταται. Η εμβέλεια, η δύναμη και η ταχύτητα της εικόνας οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο…

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο θάνατος βιώνεται ως ένα κατ’ εξοχήν δυσάρεστο γεγονός, ως μια ήττα(6). Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι η εμμονική σχέση που διατηρούν οι άνθρωποι εν όσω ζουν, με την λεγόμενη ‘αναζήτηση της ευτυχίας’(7). Με νήμα αυτή την αναζήτηση, διαπιστώνουμε ότι ο ίδιος ο θάνατος έχει αποκτήσει σήμερα δύο από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής: θέαμα ως παράλογο. Μεγαλοπρεπείς κηδείες, ‘αντάξιες’ των προσώπων που πρωταγωνιστούν σε αυτές, κερδοφορία με πανάκριβες τελετές, κάσες και μνήματα σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερα και μεγαλοπρεπέστερα από σπίτια. Ο θάνατος ως θέαμα έχει καταλάβει μια οργανική-ισότιμη θέση με τις λοιπές ψυχαγωγικές δραστηριότητες και τα παρεπόμενά τους [εμπορευματοποίηση- φετιχισμός]. Από την άλλη υπάρχει μια άποψη που θεωρεί τη σιωπή το απόλυτο έδαφος που αναπτύσσεται η γνώση. Είναι όμως η ανθρώπινη διάνοια το τελευταίο στάδιο της γνώσης; Η η διάνοια είναι το μέσο κατάκτησης της γνώσης;  Η απόλυτη όμως σιωπή είναι ο θάνατος. Άρα η γνώση σε αυτή την περίπτωση κρίνεται ως παρελθόν;

Ο φόβος θανάτου είναι συνδεδεμένος ψυχολογικά με την προοπτική της τιμωρίας. Έτσι αφενός παρατηρούμε τον συνεχή υποσυνείδητο εκφοβισμό της άμεσης θανατικής τιμωρίας που μπορεί να επιφέρει μια άσχημη πράξη αλλά και τη συνεχή υπόμνηση του αναπόφευκτου του θανάτου. Ξεκαθαρίζουμε λοιπόν ότι η σκέψη είτε συμβιβάζεται με την πραγματικότητα, είτε αποδέχεται την ύπαρξη ως νομοτελειακή συνθήκη προς το θάνατο. Ταυτόχρονα είτε εκτρέπεται από την ορθολογικότητα είτε συμβιβάζεται με τον ταυτόχρονο, και καθορισμένο νομοτελειακά, θάνατό της με την ύλη. Η ζωή λοιπόν υφίσταται ως μια διαπάλη, ένας αγώνας για την κατάκτηση της γνώσης, και σε ορισμένες περιπτώσεις ειδικότερα με τη μορφή της γνώσης ως επιστήμη. Ο αγώνας έχει εξάρσεις, υφέσεις, ασυνέχειες, εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που υπεισέρχονται. Για παράδειγμα ένα κοινωνικό γίγνεσθαι που προσπαθεί συνεχώς να από-ερωτικοποιήσει το [a priori θελτικό] σώμα, ή να το μετατρέψει το ερωτικό παιχνίδι σε μια συνάρτηση του κέρδους (ένδυση, καλλωπισμός, τελετουργία πριν τις ερωτικές περιπτύξεις, ακριβό φαγητό κλπ).  Η ελευθερία του ανθρώπου συναρτάται με το βαθμό που αυτός μπορεί να καταναλώσει. Ήδη ο Lacan είχε υποστηρίξει ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι μια αυταπάτη που συνδέεται με τα γεγονότα του θανάτου, της επιθυμίας και της Επανάστασης(8). 

Πώς όμως ο τρόπος του θανάτου συνδέεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι; Η τοπικότητα, κλασική πλέον μεταμοντέρνα αναφορά(9), έχει αναδειχθεί ως το κυρίαρχο σημείο του ζειν (άρα και του φιλοσοφείν) σήμερα; Φυσικά συναποτελείται από την εξύψωση της εξατομίκευσης. Έτσι, από τη μια υπάρχει ο διάχυτος φόβος του –αποτρόπαιου- εγκλήματος που απειλεί τη σωματική μας ύπαρξη και από την άλλη , και ταυτόχρονα, η αδυναμία ανάγνωσης των άλλων εγκλημάτων (οικονομικά, περιβαλλοντολογικά κα) που απειλούν ευθέως την καθημερινότητά μας, άρα και την υλική μας συγκρότηση. Στην πραγματικότητα ο φόβος της εγκληματικότητας είναι προσανατολισμένος προς την σωματική αρτιμέλεια αλλά αποτελεί εξαίρεση- ιδιαιτέρως στην πιο φρικιαστική μορφή του- εν αντιθέσει με τις διαρκείς πράξεις βίας, άμεσης και έμμεσης, που ασκεί η εξουσία και οι παράπλευροι συνοδοιπόροι της. Η εικόνα και πάλι παρούσα και καθοριστική: εάν τα εγκλήματα τελούνται σε κοινωνία με διαφορετικό αξιακό κώδικα από τη δική μας ή αν τα εγκλήματα αισθανόμαστε –ψευδώς- ότι δεν μας αφορούν (βλ. κακομεταχείριση μεταναστών) τότε δεν φαντάζουν τρομακτικά ή εν τέλει απειλητικά.

Πως βιώνεται ένας μεταμοντέρνος θάνατος; Το ερώτημα αποτελεί διακλάδωση του ερωτήματος πως βιώνει ο μέσος άνθρωπος την έλευση του μεταμοντερνισμού. Η προφανής απάντηση είναι ότι δεν την βιώνει καθόλου! Θα ήταν αφελές να ισχυριστούμε ότι ο ‘μέσος’ άνθρωπος αντιλαμβάνεται ενσυνείδητα την αλλαγή των εποχών, ειδικά στο επίπεδο της Ιστορίας των Ιδεών. Η προφανής ρήση «άλλαξαν οι καιροί» αφορά περιγράφει συνήθως ηθικίστικες- συντηρητικές αμφιβολίες για το ποιόν της εποχής, ίσως και μια τεχνοφοβία καθότι πραγματικά η τεχνολογία εξελίσσεται πλέον με ιλλιγώδεις ρυθμούς. Όπως αναφέρουμε συχνά-για να επανέλθουμε στον ‘μεταμοντέρνο’ θάνατο, η ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας δεν επηρέασε και τόσο τελικά την ευαισθησία μας αναφορικά με τις ανθρωπιστικές εκφάνσεις του φαινομένου του θανάτου (μια εκ φύσεως λύπη και συμπόνια για τον θανόντα ή και τους οικείους του). Παρόλα αυτά, ως γιγάντωση της κοινωνίας του θεάματος του Debord, ο θάνατος πλέον προκαλεί το ενδιαφέρον αναφορικά με το βαθμό εντυπωσιασμού που προκαλεί. Ίσως μια μεταμοντέρνα μορφή θανάτου να είναι οι μαζικές αυτοκτονίες, και σίγουρα πάντως οι θάνατοι από παρατεταμένη, συνεχή χρήση διαδικτύου! Πάντως το γεγονός του θανάτου, μιας υποτιθέμενης έκλειψής ή εμφάνισής του με προειδοποίηση, μελετά ο μεγάλος Πορτογάλλος συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου, υπερτονίζοντας όλα τα αδιέξοδα που θα προέκυπταν σε όλα τα επίπεδα (κοινωνιολογικό, πολιτικής εξουσίας, οικονομικών συναλλαγών και πάνω απ’ όλα ψυχαναλυτικό). Με έναν υπόρρητο τρόπο εννοείται πως ο θάνατος ίσως είναι τελικά κάποια λύσις…

Τελικώς η γλώσσα του θανάτου παραμένει ξένη, χωρίς καν αντηχήσεις- πιθανώς με κάποιες παρηχήσεις…

Σχόλια :

(1)Απομνημονεύματα 1.4.7
(2)Taylor Πλάτων Μ.Ι.Ε.Τ. 1992 , σελ. 223
(3)Στο εξαιρετικό φιλμ του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίτερ Η νύχτα με τα 13 Φεγγάρια, ο ήρωας συναντά κάποια στιγμή σε μια παράξενη οικοδομή έναν άνθρωπο αποφασισμένο να αυτοκτονήσει, και πριν το κάνει εκστομίζει ένα παραληρηματικό πλην εξαίσιο σκεπτικό περί αυτοκτονίας. Αναφέρει ότι το αδιέξοδο στο οποίο φθάνει κανείς πριν αυτοκτονήσει είναι αυτό που τον οδηγεί σε μια απάρνηση όχι των δυσχερειών και των στρεβλώσεων της ζωής, αλλά της ίδιας της χαράς ή των χαρών της.
(4)Επ’ αυτού βλέπε Julian Barnes Nothing to be frightened of  (Jonathan Cape 2008).
(5)Η πρωτοκαθεδρία του ανθρώπου σε σύγκριση με τα άλλα θηλαστικά στη βάση της κατοχής και εκφοράς της λογικής, δίνει αφορμή για τις φιλοσοφικές και επιστημονικές προσεγγίσεις του φαινομένου του θανάτου, δεν απονεκρώνει όμως την αλαζονική αντίλψη του ιδίου του ανθρώπου ακόμα και επ’ αυτού του θέματος. Επ’ αυτού παραθέτουμε τα λόγια του μεγάλου Ρουμάνου φιλοσόφου E. Cioran: « Δε λέμε ποτέ για ένα σκυλί ή για έναν αρουραίο ότι είναι θνητοί. Με ποιο δικαίωμα ο άνθρωπος σφετερίζεται αυτό το προνόμιο; Στο κάτω κάτω ο θάνατος δεν είναι εφεύρεσή του, και είναι δείγμα κομπασμού το να πιστεύεις ότι είσαι ο μόνος που έχει αυτό το προνόμιο.» Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί (Εξάντας 1988 – Gallimard Aveux et Anathemes).
(6)Ψυχαναλυτικά πολλά έχουν ειπωθεί για τη λογική των ονείρων που έχουν θεματολογία θανάτου.
(7)Μια σύχρονη, ολική και αρκετά τεκμηριωμένη επίθεση σ’ αυτήν τη θέση βρίσκουμε στο Eric G. Wilson Against Melancholy. The praise of Melancholy (Sarah Chrichton Books/Farrar, Straus and Giroux, 2008).
(8)Jacques Lacan Dits et écrits (Paris-Gallimard 1994) σσ  157,175,783. Για την απρόβλεπτη ελευθερία βλ.  Elisabeth Roudinesco – Jacques Derrida Συνομιλίες για το αύριο (Μεταίχμιο 2002) σελ. 117-148.
(9)Σε μια λογική αντίστροφης διαλεκτικής ανάπτυξης σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση.

Ο Δάνης Κουμασίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1979. Είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ. και στο Paris8. Έχει εκδώσει επίσης το λογοτέχνημα Ερωτικό Παραλήρημα (Εκδόσεις Ένεκεν 2009) και μεταφράσει το Adam Drozdek Greek philosophers as Theologians – The Divine Arche (Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ως θεολόγοι – η θεϊκή αρχή – Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις 2009)