Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

Διωγμένος, του Σάμιουελ Μπέκετ

Παρουσίαση: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

Τα σκαλοπάτια δεν ήταν πολλά. Τα είχα μετρήσει χιλιάδες φορές, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας, αλλά πόσα ήταν το μυαλό μου δεν το συγκρατούσε. Ποτέ δεν κατάλαβα αν πρέπει να πεις ένα, με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, δυο όταν το άλλο πόδι πατά στο πρώτο σκαλοπάτι κι ούτω καθεξής ή μήπως το πεζοδρόμιο δε θα 'πρεπε να υπολογίζεται. Στο ίδιο δίλημμα σκόνταφτα και στο κεφαλόσκαλο. Κι από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη κορφή προς τα κάτω, το ίδιο ήταν, η έκφραση υστερεί. Δεν ήξερα από που ν' αρχίσω και που να τελειώσω, αυτό ήταν το πρόβλημα. Κατέληξα λοιπόν σε τρεις εντελώς διαφορετικούς αριθμούς, χωρίς ποτέ να μάθω ποιος απ' όλους ήταν ο σωστός. Κι όταν λέω ότι δεν έχω συγκρατήσει τον αριθμό στο νου μου, θέλω να πω πως εκεί, στο νου μου, δε βρίσκεται πια κανείς από τους τρεις αριθμούς. Αν έπρεπε μάλιστα να βρω έναν απ' αυτούς, εκεί που είναι σίγουρο πως θα βρίσκονται, στο νου μου, θα τον έβρισκα, αλλά κείνο μόνο και δίχως να είμαι σε θέση από αυτόν να συναγάγω τους άλλους δυο. Αλλά και τους δυο να εντόπιζα, δε θα 'ξερα τον τρίτο. Όχι, για να τους ξέρω και τους τρεις, θα 'πρεπε, στο νου μου, να βρω και τους τρεις. Οι αναμνήσεις σε σκοτώνουν. Δεν πρέπει λοιπόν να σκέφτεσαι όσα αγαπάς ή μάλλον καλύτερα να τα σκέφτεσαι, ειδάλλως διατρέχεις τον κίνδυνο να τα βρεις, λίγο-λίγο, στο νου σου. Να τα σκέφτεσαι λοιπόν λίγο, πολλές φορές τη μέρα, κάθε μέρα, μέχρι να βουλιάξουνε για πάντα στο βούρκο. Είναι βασικό. 'Αλλωστε δεν έχει και μεγάλη σημασία πόσα είναι τελικά τα σκαλοπάτια. Σημασία έχει να θυμάσαι ότι δεν ήταν πολλά κι εγώ το θυμήθηκα. Δεν φαίνονταν πολλά ακόμα και στο παιδί, που 'ξερε κι άλλα σκαλοπάτια, που τα 'βλεπε καθημερινά, τ' ανέβαινε, τα κατέβαινε, έπαιζε κει κότσια ή άλλα παιχνίδια που θα ξεχνούσε τ' όνομά τους. Πώς θα 'πρεπε λοιπόν να φανούν στον άντρα που ανοικονόμητος ξεπετάχτηκε από κει μέσα; Συνεπώς το πέσιμο δεν ήταν σοβαρό. 'Ακουσα πέφτοντας τη πόρτα να κλείνει με πάταγο κι ενώ ακόμα έπεφτα, αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Γιατί τούτο σήμαινε πως δε τρέχανε ξοπίσω μου με μπαστούνι να με ξυλοκοπήσουν στη μέση του δρόμου και μπρος στον κόσμο. Αν τέτοια ήταν η πρόθεσή τους, δεν θα 'χανε κλείσει τη πόρτα, θα την άφηναν ανοιχτή, ώστε ν' απολαύσουν τη τιμωρία μου όσοι είχανε συγκεντρωθεί στο διάδρομο, να τους γίνει ίσως και μάθημα. Τούτη τη φορά αρκέστηκαν να με διώξουνε με τις κλωτσιές και τίποτα παραπάνω.

Μέχρι να προσγειωθώ στο χαντάκι, είχα τον χρόνο να ολοκληρώσω τούτο τον συλλογισμό. Υπ' αυτές τις συνθήκες τίποτα δεν με υποχρέωνε να σηκωθώ αμέσως. Στήριξα τον αγκώνα στο πεζοδρόμιο, είναι αστείο τι θυμάται κανείς, έγειρα το αφτί στη παλάμη κι άρχισα ν' αναλογίζομαι τη κατάστασή μου, οικεία ωστόσο. Ο ήχος όμως, αμυδρός αλλ' αλάνθαστος, της πόρτας που 'κλεινε και πάλι, μ' έβγαλε από τη ρέμβη μου, όπου ήδη ένα ολόκληρο τοπίο έπαιρνε μορφή, με λευκάκανθα κι άγρια τριαντάφυλλα, του ονείρου, όλο χάρη, κοίταξα προς τα πάνω αλαφιασμένος, τα χέρια στο πεζοδρόμιο και τα πόδια έτοιμα να κάνουν φτερά. Ήταν μονάχα το καπέλο μου που, διαγράφοντας κύκλους στον αέρα, ερχόταν καταπάνω μου. Το έπιασα και το φόρεσα. Για το Θεό που πίστευαν ήταν απόλυτα σωστοί, θα μπορούσαν να το είχαν κρατήσει, αλλά το καπέλο δεν ήταν δικό τους, δικό μου ήταν, κι έτσι μου το έδωσαν. Η μαγεία όμως είχε χαθεί. Το καπέλο πώς να το περιγράψω; Και γιατί; Όταν το κεφάλι μου απέκτησε δεν θα έλεγα τις οριστικές αλλά τις μέγιστες δυνατές διαστάσεις, ο πατέρας μού είπε, Έλα, γιε μου, θ' αγοράσουμε το καπέλο σου, λες κι εκείνο προϋπήρχε, σε τόπο προκαθορισμένο, ανέκαθεν. Προχώρησε κατευθείαν προς το καπέλο. Εμένα δεν μου 'πεφτε λόγος, ούτε του καπελά. Έχω συχνά αναρωτηθεί μήπως ο πατέρας ήθελε να με ταπεινώσει, μήπως ζήλευε που ήμουν νέος και ωραίος, φρέσκος τουλάχιστον, σε αντίθεση με κείνον που 'ταν ήδη μεγάλος, με πρόσωπο κόκκινο και πρησμένο. Από κείνη τη μέρα μου απαγορεύτηκε να βγαίνω έξω χωρίς καπέλο, ν' ανακατεύει ο αέρας τα όμορφα καστανά μαλλάκια μου. Το 'βγαζα καμιά φορά σε δρόμους έρημους και το κρατούσα στο χέρι, αν και έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Όφειλα να το βουρτσίζω καθημερινά, πρωί απόγευμα. Τ' αγόρια της ηλικίας μου, που 'χα πότε-πότε την υποχρέωση να συγχρωτίζομαι, με κορόιδευαν. Έλεγα όμως στον εαυτό μου δεν είναι στ' αλήθεια το καπέλο που τους φταίει, κάνουνε πλάκα με το καπέλο επειδή είναι λίγο πιο φανταχτερό από τα υπόλοιπά μου, άλλωστε δεν διακρίνονται και για τη φινέτσα τους. Πάντα μου προκαλούσε κατάπληξη η έλλειψη φινέτσας των συνομηλίκων μου, σε μένα που η ψυχή νυχθημερόν παράδερνε αναζητώντας τον εαυτό της. Ίσως και να 'ταν απλώς ευγενείς, όπως εκείνοι που κάνουνε πλάκα με τη μύτη του καμπούρη. Όταν ο πατέρας πέθανε θα μπορούσα να 'χα απαλλαγεί από το καπέλο, τίποτα δε μ' εμπόδιζε, δεν το 'κανα. Να το περιγράψω, αλλά πώς; Κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη φορά. Σηκώθηκα και ξεκίνησα. Ξεχνώ πόσων χρόνων ήμουν. Απ' όσα μου είχαν μόλις συμβεί, τίποτα δεν άξιζε να γίνει ανάμνηση. Μήτε κοιτίδα, μήτε μνήμα, για οτιδήποτε.

Ή μάλλον τόσες άλλες κοιτίδες, τόσα άλλα μνήματα, που τα έχω χαμένα. Δεν θα ήταν πάντως υπερβολή να πω ότι βρισκόμουν στο άνθος της ηλικίας μου, είχα όλες μου τις δυνάμεις, κάπως έτσι θαρρώ το λένε. Ω, ναι, τις είχα. Διέσχισα τον δρόμο, και στράφηκα να δω το σπίτι που μ' έδιωξε, εγώ που ουδέποτε κοιτούσα πίσω όταν έφευγα. Πόσο όμορφο ήταν! Γεράνια στα παράθυρα. Έχω εντρυφήσει στα γεράνια. Είναι ζόρικα, όμως τελικά κατάφερα να τα κουμαντάρω, θαύμαζα πάντα την πόρτα του σπιτιού, ψηλά, στην κορυφή της μικρής σκάλας. Να την περιγράψω. Αλλά πώς; Πόρτα πράσινη, συμπαγής, από πάνω της κάτι σαν στέγαστρο το καλοκαίρι με άσπρες και πράσινες ρίγες, μια τρύπα για το θορυβώδες σφυρηλατημένο μάνταλο, και μια χαραμάδα για τις επιστολές, ένα μπρούντζινο καπάκι στερεωμένο στις άκρες με ελατήρια την προστάτευε από τη σκόνη, τις μύγες και τα πουλάκια. Αρκετά με την περιγραφή. Δεξιά κι αριστερά από την πόρτα δυό κολονάκια ίδιου χρώματος, στο δεξί ήταν το κουδούνι. Κουρτίνες συμβατικού γούστου. Ακόμα και ο καπνός που υψωνόταν από την καμινάδα έμοιαζε πριν διαλυθεί πιο μελαγχολικός και μπλάβος από των γειτόνων. Κοίταξα το τρίτο και τελευταίο πάτωμα κι είδα -εξωφρενικό!- το παράθυρό μου ορθάνοιχτο. Επιχείρηση γενικής καθαριότητας ήταν σε εξέλιξη. Σε λίγες ώρες θα έκλειναν το παράθυρο, θα τραβούσαν τις κουρτίνες και θα ψέκαζαν όλο το μέρος μ' απολυμαντικό. Τους ήξερα. Με πόση ευχαρίστηση θα πέθαινα σε κείνο το σπίτι. Σαν σε παραίσθηση είδα την πόρτα να ανοίγει και τα πόδια μου να βγαίνουν έξω. Ήξερα ότι δεν θα κατασκόπευαν πίσω απότις κουρτίνες, αν το 'θελαν, θα το είχαν κάνει, έτσι δεν φοβόμουν να κοιτάξω. Τους ήξερα. Είχαν επιστρέψει στη φωλιά τους, και καταγίνονταν με τις ασχολίες τους. Να τους είχα φταίξει σε κάτι. Την πόλη δεν τη γνώριζα καλά, εκεί γεννήθηκα, εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα, έπειτα όλα τα επόμενα, τόσα, που θεώρησα ότι κάθε ίχνος μου είχε χαθεί, λάθος. Έβγαινα τόσο λίγο! Μία στις τόσες θα πήγαινα ως το παράθυρο και τραβώντας τις κουρτίνες κοίταζα έξω. Όμως επέστρεφα βιαστικά στο βάθος του δωματίου, στο κρεβάτι μου. Ένιωθα δυσφορία με τόσο αέρα τριγύρω μου, μου φέρνανε σύγχυση τόσες προοπτικές, Πάντως την εποχή εκείνη ήξερα ακόμα πώς να συμπεριφερθώ όταν ήταν απολύτως αναγκαίο. Κοίταξα όμως πρώτα τον ουρανό, εκεί απ' όπου κάθε βοήθεια, εκεί που δρόμοι δεν υπάρχουν, εκεί όπου ελεύθερα περιπλανιέσαι σαν σε έρημο, εκεί όπου το βλέμμα δεν σκοντάφτει πουθενά, όπου κι αν στραφεί, παρά μόνο πάνω στα ίδια του τα όρια.

Νεότερος νόμιζα ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη στο μέσο μιας πεδιάδας, πήγα λοιπόν στο ξέφωτο του Luneburg. Ξέφωτα υπήρχαν κι άλλα, πολύ πιο κοντινά, αλλά μια φωνή μού έλεγε διαρκώς, Είναι το πάρκο του Luneburg που χρειάζεσαι. Ίσως είχε να κάνει με το Lune. Όπως αποδείχτηκε πάντως, το ξέφωτο του Luneburg ήταν εντελώς απογοητευτικό. Επέστρεψα σπίτι απογοητευμένος αλλά ταυτόχρονα κι ανακουφισμένος. Ναι, δίχως να ξέρω το γιατί, την απογοήτευσή μου, που ήταν και συχνότερη παλιότερα, ακολουθούσε, το πολύ μ' ένα λεπτό διαφορά, ένα αίσθημα μεγάλης ανακούφισης. Ξεκίνησα. Βάδισμα και το δικό μου. Τα κάτω άκρα άκαμπτα, λες και η φύση μού είχε στερήσει τα γόνατα, τα πόδια, δεξί κι αριστερό, σε αφύσικη απόσταση το ένα απ' το άλλο, εκτός του άξονα βηματισμού. Αντιθέτως, ο κορμός, σαν ρυθμισμένος από αντισταθμιστικό μηχανισμό, να μοιάζει με σακούλα που δίχως σχήμα κλυδωνίζεται ανεξέλεγκτα, ακολουθώντας τους απρόβλεπτους κραδασμούς της λεκάνης. Προσπάθησα πολλές φορές να διορθώσω τα ελαττώματά μου, να λυγίσω τα γόνατα, να περπατήσω ευθυγραμμίζοντας το ένα πόδι πίσω από τ' άλλο, να κρατήσω ίσιο το στήθος, καθώς όμως είχα τουλάχιστον πέντε ή έξι, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο -έχανα την ισορροπία μου κι έπεφτα. Ένας άντρας πρέπει να βαδίζει δίχως να το σκέφτεται, όπως αναπνέει, κι όταν βάδιζα χωρίς να το σκέφτομαι, βάδιζα όπως ακριβώς περιέγραψα, κι όταν το σκεφτόμουν έφερνα εις πέρας μερικά βήματα αξιέπαινης εκτέλεσης και μετά έπεφτα. Αποφάσισα λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου. Όσο για τη στάση, θαρρώ πως, εν μέρει τουλάχιστον, οφείλεται σε μια συγκεκριμένη κλίση από την οποία ποτέ δεν απαλλάχτηκα, άφησε το σημάδι της, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, την περίοδο που εντυπώνονται όλα αυτά που καθορίζουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αναφέρομαι στην περίοδο που εκτείνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι, από τα πρώτα μπουσουλήματα πίσω από την καρέκλα μέχρι την Τρίτη βαθμίδα και την ολοκλήρωση των σπουδών μου. Τότε απέκτησα την αξιοθρήνητη συνήθεια να κυκλοφορώ ως το βράδυ με το παντελόνι κατουρημένο ή και χεσμένο ακόμα, αυτό συνέβαινε τακτικά κάθε πρωί μεταξύ δέκα και δέκα και μισή, και να επιμένω να τελειώσω έτσι τη μέρα μου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Η ιδέα και μόνο ότι θ' άλλαζα παντελόνι, ή θα το εκμυστηρευόμουν στη μητέρα μου, που ένας θεός ξέρει πως μόνο να με βοηθήσει ήθελε, με τρέλαινε, το γιατί δεν το ξέρω, έτσι μέχρι την ώρα του ύπνου σερνόμουν με τους μικρούς μου μηρούς να βρωμούν και να συγκαίγονται, κολλώντας ως τον ποπό μου -αποτέλεσμα της ακράτειάς μου. Από εκεί λοιπόν ο επιφυλακτικός τρόπος βαδίσματος, με τα πόδια άκαμπτα και ανοιχτά, και το απελπιστικό πήγαιν' έλα του στέρνου, χωρίς αμφιβολία για να διώχνει τη βρώμα, να δίνει την εντύπωση πως ήμουν όλο χαρά και ευθυμία, ανέμελος, και να καθιστά αληθοφανείς τις εξηγήσεις μου για την ακαμψία των κάτω άκρων που απέδιδα σε κληρονομική ρευματοπάθεια. Σε τούτη την προσπάθεια ξοδεύτηκε ο νεανικός μου ενθουσιασμός, όσον διέθετα, έγινα πριν της ώρας μου πικρός και φιλύποπτος, ερωτεύτηκα το κρυφτούλι και τη στάση μου μπρούμυτα. 'Αθλιες νεανικές λύσεις, που δεν προσφέρουν καμία εξήγηση. Περιττές λοιπόν οι προφυλάξεις, αποφαινόμαστε δίχως φόβο, η ομίχλη δεν πρόκειται να διαλυθεί. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Προχώρησα προς τα κάτω βαδίζοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πεζοδρόμιο. Και το πιο πλατύ πεζοδρόμιο δεν είναι ποτέ αρκετά πλατύ για μένα, όταν βρίσκομαι σε κίνηση, άλλωστε απεχθάνομαι να ενοχλώ όσους μου είναι άγνωστοι. Ένας αστυνομικός με σταμάτησε και είπε, ο δρόμος για τ' αυτοκίνητα, το πεζοδρόμιο για τους πεζούς.

Σαν απόφθεγμα από την Παλαιά Διαθήκη. Ανέβηκα λοιπόν στο πεζοδρόμιο, έτοιμος να ζητήσω συγγνώμη, κι έμεινα εκεί, παρά το ανεκδιήγητο στριμωξίδι, κάνοντας τουλάχιστον είκοσι βήματα, ώσπου ρίχτηκα καταγής για να μη χτυπήσω ένα παιδί. Φορούσε, θυμάμαι, ένα μικρό λουρί με κουδουνάκια, μπορεί και να έπαιρνε τον εαυτό μου γι' αλογάκι, γιατί όχι. Ευχαρίστως θα το είχα συνθλίψει γιατί απεχθάνομαι τα παιδιά, χάρη θα του έκανα, φοβόμουν όμως τις συνέπειες. Καθένας είναι γονιός, κι έτσι δεν μπορείς να ελπίζεις. Θα έπρεπε στους πολυσύχναστους δρόμους να έχουν ειδικές λωρίδες γι'αυτά τα απαίσια μικρά πλάσματα, για τα καροτσάκια, τα τσέρκια, τα γλυκά, τα πατίνια, τα τροχοπέδιλα, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τις νταντάδες, τα μπαλόνια, τις μπάλες, με μια λέξη, για όλη τη σιχαμερή τους μικρή ευτυχία. Έπεσα λοιπόν συμπαρασύροντας και μια γριά σκεπασμένη με πούλιες και δαντέλες, θα ζύγιζε σίγουρα πάνω από εκατό κιλά. Έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Ήλπιζα να είχε σπάσει τον μηρό της, οι ηλικιωμένες σπάνε εύκολα τους μηρούς τους, αν και όχι τόσο, όχι και τόσο. Εξαφανίστηκα μέσα στη γενική σύγχυση μουρμουρίζοντας ακατάληπτες βρισιές, σαν να ήμουν εγώ το θύμα, και ήμουν, μόνο που δεν θα μπορούσα να το αποδείξω. Τα παιδιά ή τα μωρά δεν τα λιντσάρουν ποτέ, ό,τι και αν κάνουν, εξ ορισμού θεωρούνται αθώα. Προσωπικά ευχαρίστως θα τα λιντσάριζα, δεν εννοώ ότι θα σήκωνα χέρι πάνω τους, όχι, βίαιος άνθρωπος δεν είμαι, θα ενθάρρυνα όμως άλλους να το κάνουν και στη συνέχεια θα τους κερνούσα ένα ποτό. 'Αρχισα πάλι να τρεκλίζω, όταν με σταμάτησε και δεύτερος αστυνομικός, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον πρώτο, τόσο που αναρωτήθηκα μήπως ήταν όντως ο ίδιος. Μου υπέδειξε ότι το πεζοδρόμιο ήταν για όλους, λες κι ήταν αυτονόητο ότι εγώ δεν θα μπορούσα ν' ανήκω σ' αυτούς. Μήπως θα θέλατε, ρώτησα, δίχως να σκεφτώ ούτε στιγμή τον Ηράκλειτο, να κατεβώ στο ρείθρο; Κατεβείτε όπου θέλετε, είπε εκείνος, αφήστε όμως χώρο και για τους άλλους. Αν δε μπορείτε να κυκλοφορείτε όπως όλοι, είπε, προτιμότερο να μένετε σπίτι σας, άντε στο καλό. Είχε πετύχει διάνα. Κι ότι μου απέδωσε ένα σπίτι δεν ήταν μικρή ικανοποίηση. Εκείνη τη στιγμή πέρασε μια κηδεία, κάτι όχι ασυνήθιστο άλλωστε. Μεγάλη αναμπουμπούλα από καπέλα και ταυτοχρόνως αναταραχή από αμέτρητα δάχτυλα. Εγώ πάντως, αν έφτανα στο σημείο να κάνω τον σταυρό μου, θα έβαζα τα δυνατά μου να τον κάνω σωστά, μύτη, αφαλός, αριστερή ρώγα, δεξιά ρώγα. Εκείνοι ήταν βάναυσοι και απρόσεκτοι, σαν να είχε καρφωθεί ένα κουβάρι στον σταυρό, χωρίς καμία αξιοπρέπεια, τα γόνατα κάτω από το πηγούνι, τα χέρια όπως όπως.

Οι πιο ένθερμοι παρέμεναν ακίνητοι μουρμουρίζοντας. Όσο για τον αστυνομικό, κορδώθηκε σε στάση προσοχής, έκλεισε τα μάτια και χαιρέτισε. Πίσω από τα παράθυρα των αμαξών είδα ανθρώπους να θρηνούν και να εξιστορούν χειρονομώντας, σκηνές, δίχως άλλο, από τη ζωή του εκλιπόντος εν Χριστώ αδελφού, ή αδελφής. Μου φαίνεται πως έχω ακούσει ότι η διακόσμηση της νεκροφόρας διαφέρει από άντρα σε γυναίκα, αν και δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά. Έκλαναν κι έχεζαν τα άλογα, λες και πήγαιναν σε πανηγύρι. Γονατιστό δεν είδα κανέναν. Αλλά για μας το τελευταίο ταξίδι τελείωνε γρήγορα, κανείς λόγος να επιταχύνουμε το βήμα, η τελευταία άμαξα με το υπηρετικό προσωπικό προσπέρασε, το διάλειμμα τελείωσε, απομακρύνθηκαν οι περαστικοί, πίσω στα δικά μας. Σταμάτησα λοιπόν για τρίτη φορά, αυτό θέλησα κι ανέβηκα σε μιαν άμαξα. Σαν εκείνες που μόλις είχα δει να περνούν, γεμάτες κόσμο που συζητούσε έντονα, προφανώς θα μου είχε κάνει εντύπωση. Ένα μεγάλο μαύρο κουτί είναι, κουνιέται και ταλαντεύεται πάνω στις σούστες, με παράθυρα μικρά, μαζεύεσαι σε μια γωνιά, μυρίζει κλεισούρα. Ένιωθα το καπέλο μου να χτυπά στη σκεπή. Λίγο μετά έσκυψα μπροστά κι έκλεισα το παράθυρο. Έπειτα ξανακάθισα πίσω, με την πλάτη στο άλογο. Λαγοκοιμόμουν, όταν μια φωνή με έκανε να πεταχτώ, του αμαξά. Πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να τον ακούσω μέσα από το παράθυρο, είχε ανοίξει την πόρτα. Είδα μόνο το μουστάκι του. Για πού; είπε. Είχε κατεβεί από τη θέση του για να με ρωτήσει. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ήδη πολύ μακριά. Προσπάθησα να θυμηθώ το όνομα κάποιου δρόμου ή μνημείου. Είναι η άμαξά σας για πούλημα; του είπα. Προσθέτοντας, δίχως το άλογο. Τι να το έκανα το άλογο; Αλλά και την άμαξα τι θα την έκανα; Θα μπορούσα μήπως να τεντωθώ εκεί μέσα; Ποιος θα μου 'φερνε φαγητό; Στο ζωολογικό κήπο, είπα. Θα ήταν ασυνήθιστο μια πρωτεύουσα σαν αυτή να μην έχει ζωολογικό κήπο. Προσθέτοντας, μη πάτε πολύ γρήγορα.

Εκείνος γέλασε. Σαν να είχε βρει διασκεδαστική τη προτροπή να μη πάει γρήγορα στο ζωολογικό κήπο. Ή το ενδεχόμενο να μείνει δίχως άμαξα. Εκτός κι αν ήταν εξαιτίας μου, αν είχε τόσο μεταμορφωθεί η άμαξα από την παρουσία μου, το πρόσωπό μου, που ο αμαξάς βλέποντάς με εκεί με το κεφάλι στις σκιές της σκεπής και τα γόνατα στηριγμένα στο παράθυρο, να αμφέβαλλε αν ήταν δική του η άμαξα, αν ήταν άμαξα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο άλογο και βεβαιώθηκε. Σάμπως ξέρει κανείς ποτέ γιατί γελά; Πάντως το γέλιο του δεν κράτησε πολύ, άρα μάλλον δεν γελούσε με μένα. Έκλεισε την πόρτα και σκαρφάλωσε στη θέση του. Σε λίγο το άλογο ξεκίνησε. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται την περίοδο εκείνη είχα ακόμα λίγα χρήματα. Το μικρό ποσό, δώρο του πατέρα μου και κληροδοτημένο δίχως όρους, ακόμη αναρωτιέμαι μήπως μου το είχαν κλέψει. Έπειτα τίποτα. Κι όμως η ζωή συνεχιζόταν, μέχρι ενός σημείου μάλιστα καταπώς ήθελα. Το μεγάλο μειονέκτημα που έχει αυτή η κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να οριστεί ως μηδενική αγοραστική δυνατότητα, ήταν ότι έπρεπε να βρίσκεσαι διαρκώς σε κίνηση. Πώς να σου φέρουν -για παράδειγμα- φαγητό σπίτι όταν είσαι απένταρος. Αναγκάζεσαι να βγαίνεις έξω και να μετακινείσαι, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Μ' αυτές τις συνθήκες δύσκολο να 'χεις και διεύθυνση σπιτιού, ακατόρθωτο. Πληροφορήθηκα επομένως με καθυστέρηση ότι έψαχναν να με βρουν για μια δική μου υπόθεση. Ούτε ξέρω με ποιο τρόπο. Γιατί εφημερίδες δεν διάβαζα, κι ούτε θυμάμαι να είχα μιλήσει σε άνθρωπο εκείνα τα χρόνια, τρεις τέσσερις φορές το πολύ κι αυτό για φαγητό. Όπως και να 'ναι, μάλλον θα το μυρίστηκα κάπως, ειδάλλως ούτε εγώ υπήρχε περίπτωση να επισκεφθώ τον κύριο Nidder, τον δικηγόρο, παράξενο που ορισμένα ονόματα δεν ξεχνιούνται με τίποτα, ούτε κι εκείνος να με δεχτεί. Επιβεβαίωσε την ταυτότητά μου. Του πήρε κάποια ώρα. Του έδειξα τα μεταλλικά αρχικά στη φόδρα του καπέλου μου, όχι ότι αποδείκνυαν κάτι, αλλά αύξαιναν τις πιθανότητες. Υπογράψτε, μου είπε. Έπαιζε μ' έναν κυλινδρικό χάρακα που έριχνε κάτω και βόδι. Μετρήστε τα, μου είπε. Παρούσα ήταν και μια νέα γυναίκα, μάλλον μάρτυρας επί πληρωμή. Παράχωσα το μάτσο με τα χαρτονομίσματα στην τσέπη μου. Δεν κάνετε καλά, μου είπε. Είχα την εντύπωση πως έπρεπε να μου ζητήσει να τα μετρήσω, προτού υπογράψω, αυτό θα ήταν το σωστό. Αν χρειαστεί, είπε, πού μπορώ να σας βρω;

Μόλις κατέβηκα τα σκαλιά έκανα μια σκέψη. Κι επέστρεψα για να τον ρωτήσω από πού προέρχονταν τα χρήματα, προσθέτοντας ότι είχα κάθε δικαίωμα να ξέρω. Μου είπε κάποιο γυναικείο όνομα που έχω ξεχάσει. Ίσως και να με είχε χορέψει στα γόνατά της όταν ήμουν ακόμα στις φασκιές, να μου είχε κάνει κούνια-μπέλα. Μερικές φορές αυτό αρκεί. Στις φασκιές, το τονίζω, γιατί οποτεδήποτε μετά θα ήταν πολύ αργά για κούνια-μπέλα. Χάρη σε κείνο το ποσό είχα ακόμα λίγα χρήματα. Πολύ λίγα. Κατανεμημένα στη ζωή που θα ακολουθούσε ήταν αμελητέα, εκτός κι αν οι προβλέψεις μου ήταν αδικαιολόγητα απαισιόδοξες. Χτύπησα το χώρισμα δίπλα από το καπέλο μου και πίσω ακριβώς από την πλάτη του αμαξά, αν υπολόγιζα σωστά. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από την ταπετσαρία. Πήρα από τη τσέπη μου μια πέτρα και χτύπησα με τη πέτρα, ώσπου ο αμαξάς σταμάτησε. Παρατήρησα ότι σ' αντίθεση με τα περισσότερα τροχοφόρα που κόβουνε ταχύτητα πριν σταματήσουν, η άμαξα κοκάλωσε μεμιάς. Περίμενα. Η άμαξα σείστηκε ολόκληρη. Πρέπει να μ' άκουγε ο αμαξάς, πάνω στο ψηλό του κάθισμα. Είδα το άλογο όπως με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν είχε χαλαρώσει, όπως σε άλλες σύντομες στάσεις, παρέμενε σε εγρήγορση, με τ' αφτιά ορθωμένα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, είχαμε ξεκινήσει πάλι. Ξαναχτύπησα στο χώρισμα, μέχρι που η άμαξα σταμάτησε. Ο αμαξάς κατέβηκε βρίζοντας. Κατέβασα το παράθυρο για να τον αποτρέψω ν' ανοίξει την πόρτα. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Είχε γίνει κατακόκκινος, σαν παντζάρι. Θυμός ή ο δυνατός άνεμος. Του είπα ότι τον μίσθωνα για όλη την ημέρα. Απάντησε ότι στις τρεις είχε μια κηδεία. Α, οι νεκροί. Του είπα πως είχα αλλάξει γνώμη, και δεν ήθελα πλέον να πάω στον ζωολογικό κήπο. Ας μην πάμε στον ζωολογικό κήπο, είπα. Μου απάντησε ότι εκείνον δεν τον ένοιαζε πού θα πηγαίναμε, αρκεί να μην ήταν μακριά, για το ζώο. Κι έπειτα μιλάνε για την ιδιαιτερότητα του λόγου των πρωτόγονων. Τον ρώτησα αν ήξερε κάποιο φαγάδικο. Προσθέτοντας, θα φάτε μαζί μου. Σε τέτοια μέρη προτιμούσα να είμαι μαζί με κανονικό πελάτη. Υπήρχε ένα μεγάλο, μακρόστενο τραπέζι, με δυο ισομήκεις πάγκους, από τη μια και την άλλη πλευρά. Στο τραπέζι μού μίλησε για τη ζωή του, τη γυναίκα του, το ζώο, έπειτα πάλι για τη ζωή του, πόσο φοβερή ήταν η ζωή που έκανε, κυρίως εξαιτίας του χαρακτήρα του. Με ρώτησε αν αντιλαμβανόμουν τι σήμαινε να κυκλοφορείς έξω βρέξει-χιονίσει. Έμαθα ότι υπήρχαν ακόμη αμαξάδες που περνούσαν τη μέρα τους αναπαυτικά μες στη ζέστη, περιμένοντας με την άμαξα στη σειρά τον πελάτη που θα τους ξεκουνούσε.

Συνηθιζόταν παλιότερα, αλλά στις μέρες μας πρέπει να ακολουθείς άλλες μεθόδους, αν θέλεις να βάλεις κάτι στην άκρη για τα γεράματα. Του περιέγραψα την κατάστασή μου, τι είχα χάσει και τι έψαχνα. Κάναμε και οι δυο μας γενναίες προσπάθειες για να εξηγήσουμε, για να καταλάβουμε. Κατάλαβε ότι δεν είχα πια δωμάτιο κι ότι χρειαζόμουν άλλο, αλλά μέχρι εκεί, τα υπόλοιπα του διέφευγαν. Του είχε καρφωθεί η ιδέα, και κανείς δεν μπορούσε να του τη βγάλει απ' το νου, πως έψαχνα για επιπλωμένο δωμάτιο. Έβγαλε από τη τσέπη του μιαν εφημερίδα, χθεσινή ή και προχθεσινή και διέτρεξε τις μικρές αγγελίες, υπογραμμίζοντας πεντέξι απ' αυτές μ' ένα λεπτό μολύβι, το ίδιο που αμφιταλαντευόταν πάνω απ' όσες ενδεχομένως αποκλείονταν. Δίχως αμφιβολία υπογράμμισε όσα θα υπογράμμιζε αν ήταν εκείνος στη θέση μου ή όσα ήταν στην ίδια γειτονιά, χάρη του ζώου. Θα 'χε μπερδευτεί αν του 'χα πει πως εκτός απόνα κρεβάτι δεν αντέχω άλλα έπιπλα στο δωμάτιο κι ότι όλα, ακόμα και το κομοδίνο, έπρεπε ν' απομακρυνθούνε προτού συγκατατεθώ να πατήσω οπουδήποτε το πόδι μου. Γύρω στις τρεις ξυπνήσαμε το άλογο και ξεκινήσαμε. Ο αμαξάς πρότεινε να κάτσω δίπλα του, αλλά εγώ εδώ και ώρα ονειρευόμουν να μπω στην άμαξα, το οποίο κι έκανα. Επισκεφθήκαμε μεθοδικά, τη μία μετά την άλλη, νομίζω, όλες τις διευθύνσεις που 'χεν υπογραμμίσει. Η μικρή χειμωνιάτικη μέρα κόντευε να τελειώσει. Έχω καμιά φορά την εντύπωση ότι αυτές είναι και οι μοναδικές μέρες που είδα, κυρίως τη μαγική κείνη ώρα, λίγο πριν σβήσουν στο σκοτάδι. Οι διευθύνσεις που 'χεν υπογραμμίσει, ή μάλλον σημειώσει με σταυρό, όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι, αποδείχτηκαν, η μία μετά την άλλη, άχρηστες και τις διέγραφε, τη μία μετά την άλλη, μονοκοντυλιά. Μετά μου 'δωσε την εφημερίδα, με τη συμβουλή να τη φυλάξω, για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξανακοιτούσα κει που είχα ήδη δει -μάταια. Μολονότι τα παράθυρα ήταν κλειστά, η άμαξα έτριζε και στους δρόμους είχε φασαρία, τον άκουγα να τραγουδά, καθώς τρανταζόταν ολομόναχος και μετεωριζόταν πάνω από το κάθισμά του. Είχε προτιμήσει εμένα από την κηδεία, κι αυτό ήταν γεγονός διά βίου μη αμφισβητήσιμο. Τραγουδούσε, Εκείνη είναι μακριά από τη χώρα όπου κοιμάται ο νεαρός ήρωας, άλλα λόγια δεν θυμάμαι.

Κάθε φορά που σταματούσαμε, κατέβαινε από τη θέση του και βοηθούσε κι εμένα να κατέβω από τη δική μου. Χτυπούσα το κουδούνι που μου υποδείκνυε και συχνά χανόμουν μέσα στο σπίτι. Περίεργο συναίσθημα, το θυμάμαι, μετά από τόσο καιρό, ολόγυρά μου ένα σπίτι. Με περίμενε στο πεζοδρόμιο και με βοηθούσε να ξανανέβω στην άμαξα. Θεέ μου, τον είχα σιχαθεί τον αμαξά. Σκαρφάλωσε στη θέση του και ξεκινήσαμε. Κάποια στιγμή συνέβη το εξής. Σταμάτησε. Πετάχτηκα μουδιασμένος κι ετοιμάστηκα να κατεβώ. Καθώς όμως δεν ήρθε να μου ανοίξει την πόρτα και να μου προσφέρει το μπράτσο του, αναγκάστηκα να κατεβώ μόνος μου. 'Αναβε τις λάμπες. Αγαπώ τις λάμπες πετρελαίου, παρόλο που μαζί με τα κεριά κι αν εξαιρέσεις τ' άστρα, είναι από τα πρώτα φώτα που γνώρισα. Τον ρώτησα αν μπορούσα ν' ανάψω την άλλη λάμπα, μια κι εκείνος είχε ήδη ανάψει τη μία. Μου έδωσε το κουτί με τα σπίρτα, σήκωσα το κυρτό γυαλί πάνω στα τσιγκέλια, άναψα κι αμέσως το έκλεισα, να κάψει το φιτίλι, φωτεινά, σταθερά, προφυλαγμένο από τον αέρα στο σπιτάκι μου. Χαρά που ένιωσα. Όχι ότι διακρίναμε και κάτι με το φως από αυτές τις λάμπες, εκτός από το αδρό περίγραμμα του αλόγου, όμως οι άλλοι μας έβλεπαν από μακρυά, δύο κίτρινες λάμψεις να αρμενίζουν αργά στον αέρα. Όταν το αμάξωμα έστριβε, ένα μάτι διαγραφόταν κόκκινο ή πράσινο αναλόγως με την περίσταση, ρόμβος ανάγλυφος, με την ευκρίνεια υαλογραφίας. Αφού είχαμε ελέγξει και την τελευταία διεύθυνση, ο αμαξάς πρότεινε να με πάει σ' ένα ξενοδοχείο που ήξερε, θα ήμουν άνετα εκεί. Έτσι μάλιστα, αμαξάς-ξενοδοχείο, υπήρχε κάποια σχέση. Συστημένος από εκείνον, δεν θα μου έλειπε τίποτα. Όλες οι ανέσεις, είπε, κλείνοντάς μου το μάτι. Τοποθετώ τη συνομιλία μας στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το σπίτι, απ' όπου είχα μόλις βγει. Θυμάμαι κάτω από τη λάμπα τα καπούλια του αλόγου, νοτερά και καμπύλα, στο χερούλι της πόρτας την παλάμη του αμαξά μέσα σε μάλλινο γάντι. Η σκεπή της άμαξας μού έφτανε στον λαιμό. Πρότεινα να πιούμε ένα ποτό. Το άλογο δεν είχε φάει και δεν είχε πιει τίποτα όλη μέρα. Το επισήμανα στον αμαξά, αλλά μου απάντησε ότι το ζώο δεν έτρωγε τίποτα, πριν γυρίσει στον στάβλο. Κάτι, το παραμικρό να έτρωγε στη διάρκεια της μέρας, ένα μήλο ή έναν κύβο ζάχαρη, του έφερνε πόνους στο στομάχι, κωλικούς, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα, μπορεί και να τα τίναζε. Γι'αυτό κι όταν για οποιονδήποτε λόγο ο αμαξάς έπρεπε να το αφήσει από τα μάτια του, του έδενε τα σαγόνια με ένα λουρί, να μην υποφέρει από τους καλόκαρδους περαστικούς. Ύστερα από μερικά ποτά ο αμαξάς με παρακάλεσε να κάνω στον ίδιο και στη γυναίκα του την τιμή να περάσω τη νύχτα σπίτι τους. Δεν ήταν μακριά. Φέρνοντας στο μυαλό μου τα συναισθήματα εκείνης της μέρας, με το μέγιστο πλεονέκτημα της απόστασης, θαρρώ ότι είχαμε κάνει τελικά βόλτες γύρω από το σπίτι του. Έμεναν πάνω από έναν στάβλο, στο πίσω μέρος μιας αυλής. Ιδεώδες μέρος για μένα, θα μπορούσα να είχα βολευτεί. Με σύστησε στη γυναίκα του, που είχε ένα κώλο τεράστιο, έπειτα έφυγε και μας άφησε μόνους. Μένοντας μόνη μαζί μου εκείνη ήταν εμφανώς αμήχανη. Μπορούσα να την καταλάβω, γιατί κι εγώ δεν είμαι τυπικός σ' αυτές τις περιστάσεις. Κανείς λόγος να τελειώσει ή να συνεχίσει. Το αφήνεις να τελειώσει. Είπα λοιπόν ότι θα κατέβαινα στον στάβλο για να κοιμηθώ. Ο αμαξάς διαμαρτυρήθηκε. Εγώ επέμενα. Επέστησε την προσοχή της γυναίκας του στην πυώδη φλύκταινα που είχα στο κεφάλι μου, από ευγένεια είχα βγάλει το καπέλο. Πρέπει να το αφαιρέσει, είπε εκείνη.

Ο αμαξάς κατονόμασε κάποιο γιατρό για τον οποίο έτρεφε μεγάλη εκτίμηση επειδή τον είχε βοηθήσει σε κάποιο πρόβλημα στις κενώσεις. Αν θέλει να κοιμηθεί στον στάβλο, είπε η γυναίκα του, άφησέ τον να κοιμηθεί στον στάβλο. Ο αμαξάς πήρε τη λάμπα από το τραπέζι, πέρασε μπροστά κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, ή μάλλον τη σκαλίτσα που οδηγούσε στον στάβλο, αφήνοντας τη γυναίκα του στο σκοτάδι. Πάνω στ' άχυρα, σε μια γωνιά για τα άλογα, έστρωσε χάμω μια κουβέρτα αφήνοντάς μου κι ένα κουτί σπίρτα μήπως και θελήσω να δω κάτι μες στη νύχτα. Τι έκανε το άλογο όλη αυτή την ώρα, δεν θυμάμαι. Ξαπλωμένος στο σκοτάδι, άκουγα τους ήχους που έβγαζε καθώς έπινε, δεν έχουν όμοιό τους, τα ποντίκια να τρέχουν αλαφιασμένα, και τις πνιχτές φωνές του αμαξά και της γυναίκας του από πάνω να με σχολιάζουν. Έσφιξα στο χέρι το κουτί με τα σπίρτα, ένα μεγάλο κουτί με σπίρτα ασφαλείας. Τη νύχτα σηκώθηκα κι άναψα ένα. Η φλόγα δεν άντεξε πολύ, εντόπισα όμως την άμαξα. Ξαφνικά με κατέλαβε κι αμέσως μετά με εγκατέλειψε η επιθυμία να βάλω φωτιά στον στάβλο. Στα σκοτεινά βρήκα την άμαξα, άνοιξα την πόρτα, τα ποντίκια όρμησαν έξω, εγώ σκαρφάλωσα μέσα. Καθώς προσπαθούσα να βολευτώ αντιλήφθηκα ότι η άμαξα δεν ήταν πλέον σηκωμένη κι ήταν φυσικό μια και οι ρυμοί ακουμπούσαν στο έδαφος. Καλύτερα έτσι, μπορούσα να ξαπλώσω πίσω με τα πόδια ψηλά στην απέναντι θέση. Πολλές φορές στη διάρκεια της νύχτας ένιωσα το άλογο να με κοιτάζει από το παράθυρο και τα ρουθούνια του ν' ανασαίνουν. Τώρα που δεν ήταν ζεμένο θα έπρεπε να του προκαλεί κατάπληξη η παρουσία μου στην άμαξα. Είχα ξεχάσει την κουβέρτα και κρύωνα, όχι όμως και τόσο ώστε να πάω να την πάρω. Από το παράθυρο της άμαξας έβλεπα το παράθυρο του στάβλου, όλο και πιο καθαρά. Βγήκα από την άμαξα. Το σκοτάδι δεν ήταν πηχτό, μπορούσα να διακρίνω στον στάβλο το παχνί, το ράφι, τα χάμουρα να κρέμονται, τι άλλο, κουβάδες και βούρτσες. Πήγα στην πόρτα αλλά δεν μπορούσα να την ανοίξω. Το άλογο δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Μα δεν κοιμούνται ποτέ τα άλογα; Είχα την εντύπωση ότι ο αμαξάς θα έπρεπε να το είχε δέσει κάπου, στο παχνί για παράδειγμα. Αναγκάστηκα να φύγω από το παράθυρο. Δεν ήταν εύκολο. Αλλά και τι είναι εύκολο;

Πέρασα πρώτα από μέσα το κεφάλι, τα χέρια ακουμπούσαν στο χώμα της αυλής, και τίναζα τα πόδια να ξεσφηνωθούν από την κάσα. Θυμάμαι πως ξερίζωνα με τα δυο μου χέρια τούφες τούφες το χορτάρι στη προσπάθειά μου να ελευθερωθώ. Έπρεπε να είχα βγάλει το παλτό μου και να το είχα ρίξει από το παράθυρο, αλλά αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Δεν είχα προλάβει να βγω από την αυλή όταν έκανα μια σκέψη. Αδυναμία. Γλίστρησα ένα χαρτονόμισμα στο κουτί με τα σπίρτα, επέστρεψα στην αυλή και ακούμπησα στο περβάζι του παραθύρου, απ' όπου μόλις είχα βγει, το κουτί. Το άλογο ήταν στο παράθυρο. Προχώρησα μερικά βήματα στο δρόμο, γύρισα στην αυλή και πήρα το χαρτονόμισμα. 'Αφησα τα σπίρτα, δεν ήταν δικά μου. Το άλογο ακόμα στο παράθυρο. Θεέ μου, το είχα σιχαθεί το παλιάλογο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Κατευθύνθηκα προς την ανατολή, προς τα κει που νόμιζα ότι ο ήλιος θα ανατείλει, να βρεθώ στο φως το συντομότερο, θα προτιμούσα τον ορίζοντα μιας θάλασσας ή μιας ερήμου. Αν είμαι έξω πρωί, τραβώ να συναντήσω τον ήλιο, αν είμαι απόγευμα, τον ακολουθώ μέχρι να βρεθώ κάτω, ανάμεσα στους νεκρούς. Γιατί είπα αυτή την ιστορία, δεν το ξέρω. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πει μια άλλη. Ίσως μια άλλη φορά να μπορέσω να πω κάποια άλλη. Ψυχές ζώσες, να δείτε πόσο μοιάζουν μεταξύ τους.

Διάβασε άρθρο για τον Μπέκετ, από την Άτη Σολέρτη.

Πηγή : Περί-Γραφής