Top menu

Δ. Λεϊμονής: "Η παιδική λογοτεχνία πρέπει πάνω απ' όλα να ευχαριστεί"

διονύσης-λειμονής

Συνέντευξη στη Μαγδαληνή Θωμά

"Το δέκατο έβδομο κιβώτιο" του Διονύση Λεϊμονή δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχει βγάλει αισίως την τρίτη του έκδοση και συνεχίζει το ταξίδι, από τον Κυθηραϊκό μυστηριακό βυθό, ως τα σκίτσα των παιδιών που το ζωγράφισαν, των μαθητών που το δραματοποίησαν και το έκαναν δικό τους. Ένα ταξίδι γεμάτο έμπνευση και ερεθίσματα και για τον ίδιο τον δημιουργό του: ακούραστος, πολυσχιδής και ακαταπόνητος ο Διονύσης Λεϊμονής, ανανεώνει τις συναντήσεις του σε εργαστήρια γραφής, δημιουργικές ομάδες και ραδιοφωνικές εκπομπές, μοιράζοντας μέσα από τη χάρη της προσφοράς, το μέλι της γραφής του, τη δροσιά των ιστοριών του. Είναι μαζί και ιστορίες της Ελλάδας, ασκήσεις πατριδογνωσίας που κουβαλούν το βίωμα μιας σχέσης προσωπικής, την ιδιαιτερότητα μιας ξεχωριστής ματιάς. Αυτή τη ματιά, ως μια προσωπική θεώρηση, ξεδιπλώνει και στην ακόλουθη συνέντευξη:

Τι ήταν εκείνο που σου έδωσε το ερέθισμα να εμπνευστείς την ιστορία του "Δέκατου εβδόμου κιβωτίου";
Ένα δημοσίευμα στο διαδίκτυο σύμφωνα με το οποίο οι έρευνες στον βυθό του Αβλέμονα δεν κατέληξαν και πάλι στην εύρεση του δέκατου έβδομου κιβωτίου…  Σταμάτησα να γράφω ό,τι έγραφα κι άρχισα να «ψάχνω» την υπόθεση κάνοντας τη δική μου έρευνα. Την ίδια στιγμή άνοιξα ένα κενό αρχείο του word έχοντας μόνο τον τίτλο του βιβλίου μου: «Το δέκατο έβδομο κιβώτιο»…

Η ιστορία περιλαμβάνει μια ιστορική αλήθεια κι ένα κομμάτι μυθοπλασίας αρμονικά συνταιριασμένα. Είναι ένα παιχνίδι επαναπροσέγγισης του πραγματικού. Τι ήθελες να πετύχεις μ' αυτό;
Μου αρέσει στα βιβλία μου να αναμειγνύω την ιστορία με τον μύθο, την αλήθεια με το παραμύθι. Πέρα από τη χαρά της απόλαυσης από μια ανάγνωση, όταν γράφουμε για παιδιά, οφείλουμε να συμβάλουμε στη γνώση και στη μάθηση μέσα και από τη λογοτεχνία. Αν κατάφερα να συνταιριάξω την ιστορική αλήθεια με τη μυθοπλασία, έχω επιτύχει τον στόχο μου. Η πραγματικότητα επαναπροσεγγίζεται γοητευτικά, όταν αξιοποιείται στη λογοτεχνία, τότε μπορεί να κινήσει τους μηχανισμούς γνώσης, επίγνωσης  αλλά και να δυναμιτίσει τη δημιουργική φαντασία των παιδιών μας.

Τι εκφράζει για σένα μια ελληνική γωνιά, όπως το νησί των Κυθήρων;
Έναν από τους πολλούς φυσικούς «Παράδεισους» της πατρίδας μας γεμάτους από θησαυρούς ανεκτίμητης σημασίας που πρέπει να κάνουμε δικούς μας μαθαίνοντας πρώτα πρώτα γι αυτούς και μετά διεκδικώντας τους ως έθνος.

Το έργο αποφεύγει με ευελιξία τον διδακτισμό, χωρίς κάτι τέτοιο να του στερεί τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα, το αντίθετο μάλιστα. Είναι δύσκολο να πετύχει αυτή η συνταγή στην παιδική λογοτεχνία;
Είναι το πιο δύσκολο, νομίζω στην παιδική λογοτεχνία, που πρέπει πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να ευχαριστεί, να τέρπει κι όχι να διδάσκει και να κατηχεί. Τα παιδιά μας απεχθάνονται όσους και ό,τι επιχειρεί να τους εισάγει βίαια και άγρια γνώση, που πολλές φορές φαντάζει ως ένα «καταναγκαστικό έργο» που ίσως ικανοποιήσει τη βουλιμία τους για βαθμούς μια επιθυμία που τους μεγιστοποιεί ο περίγυρός τους. Η στανική γνώση χάνεται, σβήνει, είναι άχθος κι όχι χαρά, όπως θα ‘πρεπε να είναι κανονικά.

Λαμβάνοντας υπόψη και παλιότερα έργα σου, καλλιεργείς ένα πνεύμα ευαισθησίας μπροστά σε ζητήματα διαφορετικότητας, όπως είναι π.χ. η αντιμετώπιση των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, ζητήματα που δεν είναι εύκολο να τα προσεγγίσει κανείς. Αποτελούν για σένα ένα συναισθηματικό κίνητρο δημιουργίας;
Αποτελούν μια ανάγκη να καταγράψω όλη την κοινωνία μέσα στην οποία πρέπει να συμβιώνουμε αρμονικά με όλους, με όσους είναι διαφορετικοί από εμάς, με όσους δεν είναι σαν εμάς. Ο λογοτεχνικός κόσμος είναι το αντικαθρέφτισμα του πραγματικού, επομένως οφείλουμε να συμπεριλάβουμε τα άτομα που πολλά δυστυχώς έχουν υποφέρει και ακόμα υποφέρουν από την προκλητική αδιαφορία μας απέναντί τους. Τα παιδιά πρέπει να μην επαναλάβουν τα λάθη των μεγάλων.

Πώς πορεύεται η παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα; Ποια είναι τα αξιόλογα δείγματα γραφής του είδους;
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα παρακολουθούμε μια υπερπαραγωγή έργων και στην παιδική λογοτεχνία, μια υπερπαραγωγή που  συχνά μάταια προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε. Μέσα όμως σ’ αυτόν τον κυκεώνα υπάρχουν και κυκλοφορούν πραγματικά «διαμάντια» λογοτεχνικά κι είναι θαρρώ αυτά τα έργα που θα αντέξουν στον χρόνο και δεν θα χαθούν σχεδόν άμα τη εμφανίσει τους στο λογοτεχνικό στερέωμα.

Έχουν πει ότι η παιδική λογοτεχνία δεν είναι καθόλου εύκολο είδος, (παρόλο που πολλοί τη θεωρούν εύκολη, επειδή απευθύνεται σε παιδιά), το αντίθετο μάλιστα: είναι μια λογοτεχνία αξιώσεων, αφού ανάμεσα στα άλλα έχει και ένα σημαντικό διαπαιδαγωγικό ρόλο. Ποια είναι η γνώμη σου;
Συμφωνώ απόλυτα πως είναι πολύ πιο δύσκολο να γράφει ένας ενήλικας για παιδιά παρά ότι για  μεγάλους. Κι όσοι το έχουν επιχειρήσει σίγουρα θα το έχουν συνειδητοποιήσει αν έχουν ευθύνη βέβαια και συνείδηση του έργου τους και των ευθυνών τους απέναντι στα παιδιά μας. Είναι ένα δύσκολο είδος αλλά πολύ γοητευτικό και μια πρόκληση να καταφέρεις να κινητοποιήσεις το παιδί που κρύβεις μέσα σου, να αφουγκραστείς  τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του, τις ανησυχίες τους…

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Να γράφω, να μπορώ να γράφω, να θέλω να γράφω, να επηρεάζω και άλλους με τη γραφή μου μεταδίδοντάς τους την αγάπη μου για τη γραφή ανεξάρτητα από την εκδοτική μου πορεία. Το λέω συχνά πυκνά σε μικρούς και μεγάλους: «γράφει κανείς γιατί δεν μπορεί να μην γράφει κι όχι απαραίτητα για να εκδώσει τα έργα του, έτσι μόνο γράφει με την καρδιά του απαλλαγμένος από καθετί που μπορεί να στομώσει την έμπνευση και τη φαντασία του.

Ταξίδεψες μαζί με το δέκατο έβδομο κιβώτιο σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ήρθες σε επαφή με ένα πολύ νέο και ζωντανό αναγνωστικό κοινό. Θυμάσαι κάποια ιδιαίτερη στιγμή που σε συγκίνησε;
Είναι πολλές αυτές οι στιγμές και πραγματικά, πιστέψτε με, γιατί πάντα συνηθίζω να μιλάω ειλικρινά, είναι στιγμές που ευχόμουνα να ζήσω, αλλά όταν το ευχόμουνα δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι οι ουρανοί θα είναι ανοιχτοί. Αυτό που με συγκινεί ιδιαίτερα είναι ότι τα παιδιά προχωρούν το κείμενο, δημιουργούν με βάση αυτό, εκφράζονται, χαίρονται, δραματοποιούν σκηνές, τραγουδούν, φωνάζουν πως «Τα Παρθενώνεια γλυπτά είναι ελληνικά» και με παρακινούν να συνεχίσω, μου ζητούν τη συνέχεια του «Κιβωτίου», αναμένουν από εμένα να κάνω αυτό που κι εγώ πολύ επιθυμώ και ξέρετε πολύ καλά ότι οι πιο ευθείς και ειλικρινείς κριτές μας είναι τα παιδιά μας…