Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Διεκδικήσεις : Τέσσερα χρόνια μετά...

της Ανίσσας Χασίμ

Tέσσερα χρόνια μετά…
Είχε να κοιμηθεί από το βράδυ που την είδε να μαζεύει τα πράγματα της και να αφήνει την γκαρσονιέρα. Έκανε ένα γύρο στο σπίτι, μήπως πάνω στη βιασύνη της είχε ξεχάσει να πάρει κάτι. Βρήκε εκείνο το μονίμως τσαλακωμένο σορτσάκι που φόραγε συνέχεια πέρυσι τον Αύγουστο. Πήγε μηχανικά προς το τηλέφωνο, αλλά την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Ήξερε ότι αν ήθελε θα την έβρισκε στο σπίτι του Μ, εκεί μαζεύονταν τώρα όλη η παρέα. Του είχαν πει πολλές φορές να πάει κι αυτός, αλλά είχε αρνηθεί. Λίγο αμήχανα στην αρχή, αλλά είχε αρνηθεί. Κι αν ήταν λάθος που την είχε αφήσει να φύγει, αν μπορούσε να το κόψει αυτός γιατί να μην τα κατάφερνε κι εκείνη? Προς το βράδυ φόρεσε ένα καθαρό παντελόνι, μια σιδερωμένη μπλούζα με έναν κουτσό Johnny Walker που είχε αγοράσει από ένα μαγαζί στα Εξάρχεια, έβαλε το σορτσάκι σε μια πλαστική τσάντα και βγήκε. Δεν ήταν ανάγκη να μείνει πολύ ώρα, θα έλεγε μια καλησπέρα, θα σιγουρευόταν ότι εκείνη είναι καλά και θα έφευγε. Είχε μείνει καθαρός εδώ και περίπου δύο χρόνια, μπορεί να μην ήταν η πρώτη του προσπάθεια αλλά αυτή τη φορά τα είχε πάει ανέλπιστα καλά. Τότε γιατί όσο πλησίαζε στο σπίτι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο δυνατά; Του άνοιξε την πόρτα ένα ψήλος, γεροδεμένος, έγχρωμος νεαρός που τον έβλεπε για πρώτη φορά, και δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι δύο χρονών. Του έδειξε προς τα που να πάει, και προχωρήσανε μαζί στο διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι. Το σπίτι του Μ είχε μια ξινή, παγωμένη μυρωδιά που αν είχε χρώμα θα ήταν το πράσινο της μούχλας, και αν ήταν συναίσθημα θα ήταν μελαγχολία. Στο δωμάτιο ήταν άλλα πέντε - έξι άτομα ανάμεσα τους και ο Μ. Εκείνη καθότανε στο πάτωμα πάνω σε ένα μαξιλάρι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα πόδια ενός παλιού καναπέ. Γύρισε αργά και τον κοίταξε σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. Παραμέρισε τα σύνεργα που είχε ακουμπισμένα στο πλάι της και κάθισε κοντά της. Το αριστερό της χέρι ήταν ελαφρώς πρησμένο και το πρόσωπο της είχε μια περίεργη έκφραση, κάτι που έμοιαζε με παραίτηση αλλά με λίγο μίσος. Πίεσε τον εαυτό του να την θυμηθεί όπως ήτανε τότε. Το μικροκαμωμένο κορίτσι με τα μεγάλα καστανά μάτια και τα μακριά κυματιστά μαλλιά, που λάτρευε την μυρωδιά του γιασεμιού, και τα βράδια του καλοκαιριού αγαπούσε να μένει ξύπνια μέχρι το πρωί, βλέποντας παλιές αμερικάνικες κωμωδίες. Τώρα πούλαγε ένα - ένα τα όνειρα της και σιγά - σιγά γινότανε μια άλλη. Εκείνο το βράδυ έφυγε από το σπίτι του Μ χωρίς να την χαιρετήσει, άλλωστε την είχε χάσει τόσο απότομα που δεν του είχε αφήσει καν το περιθώριο να της υποσχεθεί ότι θα ψάξει να την ξαναβρεί. Τέσσερα χρόνια μετά την ξαναείδε σε ένα ίντερνετ καφέ στην Κυψέλη. Ήταν καθαρή και καλοντυμένη αλλά οι κινήσεις των χεριών της, και οι συσπάσεις του προσώπου της φανέρωναν αυτό που είχε προσπαθήσει να καμουφλάρει. Μετά από μια σύντομη συνομιλία με τον ιδιοκτήτη την είδε να φεύγει, Όταν πήγε στο ταμείο να πληρώσει ήταν σαν υπνωτισμένος. Κάτι πήγε να του πει το παιδί που του έκοβε την απόδειξη, αλλά πριν προλάβει να προφέρει την πρώτη συλλαβή, τον είχε διακόψει ο ίδιος απαντώντας στη σκέψη του ότι η περιοχή έχει γεμίσει ναρκομανείς και αλλοδαπούς. Όταν την ξανασκεφτόταν στο δρόμο προς το σπίτι του, ήταν σίγουρος ότι βγαίνοντας από το μαγαζί τον είχε κοιτάξει σαν να τον ήξερε από παλιά. Λες αυτό να είχε παρατηρήσει και ο υπάλληλος και να πήγε να του ανοίξει συζήτηση; Αποκλείεται, έπρεπε να είναι πολύ έμπειρος κάποιος για να μπορέσει να διακρίνει αυτή την σκιά, που εξακολουθεί να βαδίζει ακόμη και τώρα τρία βήματα πίσω του...