Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Διεκδικήσεις : Κυρία Ρ

της Ανίσσας Χασίμ

Άπλωσε το χέρι της και έκλεισε με μια κίνηση το ξυπνητήρι που ήταν ρυθμισμένο να χτυπήσει γύρω στις εφτά. Έσπρωξε από πάνω της το βαρύ πάπλωμα, και κάθισε στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού της. Η επαφή του χεριού της, με το κομμάτι του επίπλου, που τόσα χρόνια παρέμενε ορφανό από ανθρώπινο σώμα, την τάραξε. Συνειδητοποίησε ότι από την εποχή που εκείνος είχε φύγει κοιμόταν κάθε βράδυ κουλουριασμένη στο δικό της μισό, περιχαρακωμένη στα αυστηρά όρια που επέβαλε η παγωνιά που είχε καταλάβει τον διπλανό κενό χώρο. Δεν βαριέσαι, τα χρόνια περνάνε και την θέση των ανθρώπων παίρνουν οι αναμνήσεις. Είναι μέρος της «διαδικασίας» (!) να μαθαίνεις να υποφέρεις την βουβή παρουσία τους. Εξάλλου όσο περνούσε ο καιρός είχε και η ίδια περισσότερη ανάγκη την μοναξιά. Ήταν η δική της σκηνή, μιας πολύ προσωπικής παράστασης.
Σήμερα όμως δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις, ήταν τα γενέθλια της και είχε να κάνει ένα σωρό δουλειές. Πρώτα έπρεπε να ανοίξει τις πόρτες για να αεριστεί το σπίτι, μετά είχε να βγει για τα ψώνια του δείπνου. Είχε αποφασίσει να κάνει κάτι στο φούρνο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα φαγητά που μαγειρεύονται στον φούρνο, της έφερναν πάντα στο μυαλό οικογένειες καθισμένες γύρω από γιορτινά τραπέζια. Μπήκε στο μπάνιο και ξεκίνησε με ιδιαίτερη σχολαστικότητα την καθημερινή της τουαλέτα, έκανε το πρωινό της ντους, και στη συνέχεια πέρασε το πρόσωπο της με το βαμβάκι, που προηγουμένως είχε φροντίσει να εμποτίσει με εκείνη την λοσιόν, που της είχε στείλει πέρυσι από την Γαλλία η Α. Χρωμάτισε διακριτικά τα χείλια της, πέρασε την χτένα από τα λευκά κοντοκουρεμένα μαλλιά της  και τώρα ήταν έτοιμη να ντυθεί. Βγαίνοντας από το ισόγειο διαμέρισμα της, στάθηκε για λίγο, και βάλθηκε να παρατηρεί το είδωλο της, έτσι όπως καθρεφτιζόταν στην μεγάλη τζαμαρία της εξωτερικής πόρτας της πολυκατοικίας.
Η δυνατή βροχή που κυλούσε πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια, έκανε την αντανάκλαση της να μοιάζει με ζωγραφιά, φτιαγμένη με εκείνες τις νερομπογιές που χρησιμοποιούν τα παιδιά. Ξαναμπήκε στο σπίτι και κάθισε μπροστά στο παράθυρο περιμένοντας να σταματήσει η μπόρα. Εξάλλου και να ήθελε δεν μπορούσε να βγει έξω με τέτοιο καιρό, πόσο μάλλον φορώντας στα πόδια της μόνο ένα ζευγάρι μάλλινες παντόφλες. Τελευταία όταν έβγαινε φορούσε πάντα τις παντόφλες της. Το διάστημα που έζησαν μαζί την έβαζε να φοράει τακούνια ακόμα και μέσα στο σπίτι, έλεγε ότι του αρέσει ο κοφτός ήχος που κάνουν όταν χτυπούν στο πάτωμα. Την έβγαλαν από τον λήθαργο οι φωνές των παιδιών, που έπαιζαν με τις λιμνούλες που είχαν δημιουργηθεί εδώ κι εκεί στον δρόμο. Φόρεσε το παλτό της με μικρές βιαστικές κινήσεις και βγήκε από το σπίτι. Οι γνωστές καλημέρες, πρώτα με την αδελφή της που έμενε απέναντι της, και μετά με τον κύριο Γ που είχε το μαγαζί με τα «είδη νεωτερισμού», όπως επέμενε να τα λέει… Έβγαλε από την τσέπη της την λίστα με τα ψώνια. Τα επόμενα είκοσι λεπτά πρέπει να άκουσε πάνω από δεκαπέντε «να τα χιλιάσετε!» αλλά εκείνη δεν είπε σε κανέναν για το πρόγραμμα της ημέρας της, ότι δηλαδή το βράδυ περίμενε κόσμο για να γιορτάσει μαζί της έναν ακόμα χρόνο που ερχόταν…

Η ώρα ήταν 20.30 και όλα είχαν κυλήσει σύμφωνα με το πρόγραμμα της. Το φαγητό ήταν στο φούρνο, το τραπέζι ήταν στρωμένο, το μόνο που έπρεπε να γίνει ήταν να κατεβάσει από το πάνω ράφι της κουζίνας εκείνο το μπουκάλι με το λευκό κρασί που φυλούσε καιρό τώρα για μια ιδιαίτερη περίσταση. Στις 21.00 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. Αυτό που συνήθιζε να κάνει όποτε είχε καλεσμένους ήταν να πατάει το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα και ταυτόχρονα – μιας και έμενε στο ισόγειο – να μισοβγάζει το κεφάλι της και να τους υποδέχεται με ένα χαμόγελο. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά, πάτησε απαλά το κουμπί – λες και η παραμικρή κίνηση της μπορούσε να αποκτήσει καθοριστική σημασία, κοιτάχτηκε φευγαλέα στον καθρέφτη που βρίσκονταν πίσω της, και μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι δεν είχε τίποτα να διορθώσει, μόνο τότε άνοιξε την πόρτα. Δυο μέρες τώρα προετοίμαζε τον εαυτό της για το «σοκ» - όπως το ονόμαζε η Α, που θα πάθαινε την στιγμή που θα τον αντίκριζε γερασμένο πια, να στέκεται απέναντι της και να τείνει το χέρι του για μια συγκαταβατική χειραψία. Αυτή τη στιγμή όμως, την στιγμή που άνοιξε την πόρτα, δεν της φάνηκε καθόλου γερασμένος, μάλιστα δεν της φάνηκε να έχει αλλάξει απολύτως τίποτα επάνω του. Κάποιος περίεργος μηχανισμός που ενεργοποιήθηκε μέσα της, παρενέβαλε ανάμεσα σε εκείνον και την πραγματική του εικόνα το αρνητικό μιας φωτογραφίας, όπως ήταν πριν από περίπου τρείς δεκαετίες. Ακόμα και αυτή η αμηχανία που αισθανόταν κάθε φορά που τον συναντούσε, ακόμα και αυτή ήταν ακριβώς η ίδια.

Της είπε ότι προτιμούσε να μην μείνει μέσα, είχε να έρθει στην Αθήνα από τον θάνατο της δεύτερης γυναίκας του, και τώρα ήθελε να δει την πόλη. Όταν βγήκαν είχε ξαναρχίσει να βρέχει. Φόρεσε ένα χοντρό αδιάβροχο και άνοιξε πάνω από τα κεφάλια τους μια μεγάλη κόκκινη ομπρέλα, κάτω από την οποία προσπάθησαν να στριμωχτούν και οι δύο.

Το κέντρο της Αθήνας ήταν έρημο λες και περίμενε μαζί της να γεμίσει από τις ιστορίες του. Της μίλησε για την πρώτη του γυναίκα και για το δύσκολο διαζύγιο του, και μετά της είπε για την δεύτερη και τον ακόμη πιο οριστικό αποχωρισμό τους, της είπε για τις δουλειές που έκανε στην Αμερική και για την κόρη του που πια κόντευε τα τριάντα. Μέσα σε δύο ώρες της είχε πει τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά δεν διέκρινε ούτε μια στιγμή κάποια απόχρωση αναπόλησης στη φωνή του. Η βροχή έχυνε τα λόγια του στα πεζοδρόμια, και εκείνη τον φανταζόταν νέο να περπατάει σε ανοιχτούς δρόμους, κάνοντας όνειρα για ένα μέλλον που έμοιαζε ατελείωτο. Γύρισαν στο σπίτι γύρω στις έντεκα. Τον έβαλε να καθίσει στην πολυθρόνα και του έδωσε να κρατάει μια παλιά εφημερίδα, έβγαλε από το ντουλάπι μια φθαρμένη πολαροϊντ και άρχισε να τον φωτογραφίζει. Κάθε πέντε λεπτά άλλαζε το σκηνικό, τη μια ήταν στην κουζίνα με ένα φλιτζάνι καφέ και το αγαπημένο του βιβλίο, την άλλη στην κρεβατοκάμαρα άλλαζε ρούχα πριν πέσει για ύπνο. Kαι μετά πάλι στο σαλόνι Κυριακή να βάζει ένα δίσκο και να της ζητάει να χορέψουνε. Γύρω στις δύο το πρωί κάλεσε ένα ταξί και πήγε μαζί του μέχρι το αεροδρόμιο. Ο κόσμος έβλεπε δυο ισχνές σκιές που ενώνονταν σε ένα αγκάλιασμα, αλλά εκείνη έβαλε τόση δύναμη που ένιωσε πρώτη φορά την καρδιά του να χτυπάει. Περίμενε μέχρι να τον δει να περνάει την πόρτα για τον έλεγχο και μετά έφυγε χωρίς να λυπηθεί, γιατί τώρα είχε ζήσει μαζί του όλα όσα πάντα ήθελε.