Μαύρος θάνατος χωρίς χρώμα
Με μια σωματική αχλή κολλημένη στα μαλλιά μου
μεταφέρω τον θάνατο σε μια ταλαντευόμενη μέσα νεκροφόρα.
Σέρνω το χέρι του στα παραδαρμένα χαλίκια
ενώ αποφασιστικά τον ροκανίζουν άρρωστα ποντίκια
και κλέβουν ψυχές από μια σπειροειδή άβυσσο.
Με το πρόσωπο κρυμμένο σ’ ένα κουρέλι,
ελέγχω τις μασχάλες μου κάθε επτά λεπτά
να δω αν βγήκαν τα σπυριά του σατανά.
Ο θάνατος παραμονεύει, κρυμμένος απ’ τον κόσμο
έσυρα και τράβηξα μέχρι που ένιωσα
ένα αλατισμένο -απ’ τον ιδρώτα- κρεβάτι.
Σταμάτησα να ξεκουραστώ εκατό μέτρα μακριά
απ’ ένα σωρό πρησμένα μέλη.
Μ’ ένα ραβδί βγάζω το καπάκι που έτρεφε το Θάνατο,
η αναπνοή τελειώνει, μια μαύρη κηλίδα, όλα σε σπείρες
η ανεμική μου αγάπη, κοιμάται.(1)
Λήθη
(Έτσι) ο αλήτης ποιητής:
ένα μοναχικό λεπτό σύριγμα του ανέμου,
φτύσιμο από αστραφτερά λουλούδια,
εμπαιγμένα από τα φίλεργα μυρμήγκια,
χτυπώντας σε μια παλιομοδίτικη πόρτα,
με ξεχαρβαλωμένο πόμολο,
κανείς δεν ανοίγει.
Ο καλύτερός του φίλος
είναι ένα μπαστούνι στολισμένο
με τις ρυτίδες του βίου του.
Τα οστά του είναι φτιαγμένα από θραυσματικές αντιλήψεις
που κάνουν ηχώ:
μνήμη ξεχασμένων πόλεων.
Δρόμοι κατεβαίνουν με σκόνη που αιωρείται
απ’ τις οδύνες της γέννας.
Άγιοι άνθρωποι που τους τρέχουν τα σάλια
στη θέα πλαδαρών γοφών.
Σιωπηλές γυναίκες που υπηρετούν
τα ιερά τους καθήκοντα.
Παιδιά φυλακισμένα
στη διαστροφή της τεχνολογίας.
Αλητεύει ο παραδαρμένος άντρας με την ψυχή του Νίτσε,
κρατάει το μέρα το φανάρι και τρέμει δίχως να γνωρίζει.(2)
Παρατείνοντας ένα βήμα κουρασμένο και ελπίζοντας
ότι κάποιος θα προσέξει την κακογραφία του
στις ρυτίδες κάτω απ’ τα μάτια.
Ότι κάποια μέρα,
Κάποιος θ’ αδράξει το τρεμάμενο χέρι του
και θα τον αναγκάσει να γράψει τον τελευταίο θεσπέσιο στίχο του.
Ότι κάποια μέρα,
ότι κάποια μέρα,
θα βρει κάποιον
που θα τον βοηθήσει να καταλάβει πώς να ξεκουραστεί.
Κάποια μέρα το βυσσινί κύμα
θα αποβάλλει το χρώμα του και θα εξασθενίσει.
Ο αλήτης φτύνει στο στόμα της αυθεντίας
την ψυχή του παραδαρμένου άντρα και
καταπίνει τη φλόγα, πετά μακριά το φανάρι.
Μέχρι τότε θα συνεχίσει να περπατά, βαρύ βήμα με βαρύ βήμα,
και στο χέρι του θα υπάρχει η τελευταία σταγόνα αίματος
και το κύμα θα πάρει πίσω την απόχρωσή του.
(Έτσι) ο αλήτης ποιητής
θα εξαφανιστεί στα περαστικά σύννεφα
ξεχασμένος απ’ τους σοφούς.
Στερεμένος
Μυρίζει τα λείψανα ενός μυστικού ρόδου και
ταξιδεύει ανάμεσα στην παρακμή που αλέθει την εμπειρία.
Στο τικ απλώνει το χέρι στην ψυχή του Θεού,
στο τακ το γέλιο τον κοιμίζει.
Η γυμνή μητέρα με τα μεταλλικά βυζιά
ξέχασε το ντροπαλό νανούρισμα να πει.
Βίαια πέταξε τα μωρά από τα παραπαίοντα φρούρια,
και εξαφάνισε τη λάμψη απ’ τα μάτια της μ’ ένα ποτήρι κρασί του πάθους.
Σήμερα το αεράκι ν’ αναπνεύσει δε μπορεί
ικετεύοντας μια γουλίτσα οξυγόνο απ’ το μεθυσμένο φεγγάρι.
H επίσκεψη της Μούσας
Σήμερα,
εγώ και η Ευτέρπη βρεθήκαμε γυμνοί.
Όπως και κάθε νύχτα έπρεπε να κάνουμε έρωτα,
κολλήσαμε λοιπόν στα σεντόνια μέχρι
που οι συλλαβές άρχισαν να χοροπηδούν στο
στρώμα το μολυσμένο με έρωτα αθώο.
Σήμερα,
εγώ και η Ευτέρπη βρεθήκαμε γυμνοί.
Οι συλλαβές δεν ήταν εκεί,
πούσι κάλυπτε το μυστικό δέρμα της Ευτέρπης.
Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να βάλω τα ρούχα μου,
να κλείσω το παράθυρο και ν’ ανάψω ένα τσιγάρο.
Σημειώσεις
(1)Το ποίημα αναφέρεται στην πανούκλα.
(2)Σαφής αναφορά στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα.