Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Γωνιά του "e-poema" : Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής από το μέτωπο

 

του Βασίλη Ρούβαλη 

Μιλώντας για την πρωτοπορία στην ελληνική ποίηση του Mεσοπολέμου, εν γένει τη γόνιμη μετακένωση του υπερρεαλιστικού κινήματος στα καθ' ημάς δεδομένα από τη λεγόμενη «γενιά του '30», δεν θα μπορούσε κάποιος παρά ν' αποτανθεί στο σημαντικό, ανεξερεύνητο κι εν πολλοίς αινιγματικό έργο του Γιώργου Σαραντάρη (1908-1941). Επρόκειτο, άραγε, για έναν δημιουργό του περιθωρίου ή έναν ανεπιτήδευτο κι ορμητικό καινοτόμο στη νωχέλεια της ελληνικής πνευματικής ζωής; Με αφορμή την πρόσφατη ιστορική επέτειο της εισόδου της Ελλάδας στον περιπετειώδη κύκλο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η συγκεκριμένη αναφορά στον Σαραντάρη έχει ενδιαφέρον˙ ο σύντομος βίος του εναρμονίζεται με τις όποιες, συνειδητές επιλογές του: όντας ιταλοτραφής, δοσμένος κυριολεκτικά στην ποίηση και τη φιλοσοφία, απλός τυφεκιοφόρος στο αλβανικό μέτωπο και θύμα των κακουχιών σε μια πολεμική αναμέτρηση όπου οι εσωτερικές συγκρούσεις του ποιητή (βάσεις της πνευματικής του καλλιέργειας, ταυτότητα έθνους, αντίληψη περί πολέμου, βιολογικές αντοχές) αντιπαρατίθεντο με το γενικότερο πνεύμα του περιβάλλοντος που ο ίδιος επέλεξε να ζει.

Γόνος οικογένειας εμπόρων, με έδρα την Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ο Σαραντάρης ανατράφηκε σ' ένα μεσοαστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον το οποίο επ' ουδενί συνδεόταν με το γνώριμο αθηναϊκό περιβάλλον της δεκαετίας του 1930. Αρχισε τις σπουδές του (Νομικά στο τοπικό πανεπιστήμιο) δείχνοντας από νωρίς την έφεσή του προς την ποίηση. Αργότερα, μυημένος πια στην ιταλική ποιητική παράδοση, τον ερμητισμό του παρόντος, το σύμπαν του Baudelaire και του Rimbaud, όσο και καλός γνώστης των αισθητικών αναζητήσεων και ρευμάτων της πνευματικής Ευρώπης, ήρθε στην Ελλάδα το 1931 φέρνοντας στις αποσκευές του έναν αέρα ανανέωσης. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο οι κατά κύριο λόγο αθηναϊκές λογοτεχνικές «ομάδες» διακατέχονταν από έναν μουντό καρυωτακισμό, περιδινούμενες σε ελάσσονες λυρισμούς κι ανούσιες εκζητήσεις. Ο Σαραντάρης θέλησε να εισχωρήσει σ' αυτό το δομημένο πλαίσιο με βασικά του εγχειρίδια τον ντοστογιεφσκικό και ουνγκαρετικό λόγο (και κατ' επέκταση τον Νitsche, τον Leopardi, τον Kierkegaard, τον Eluard), επιδιώκοντας να συνεισφέρει με συγκεκριμένα εφόδια˙ τον υπαρξισμό, τον ελεύθερο στίχο, τον «καθαρό λόγο». Πρόδρομος του μοντερνισμού και ταυτόχρονα μοναχικός περιηγητής του ποιητικού λόγου, ακολούθησε το ένστικτό του, δημιούργησε τις δικές του μεθόδους στην προσέγγιση και την έκφραση του ποιητικού λόγου και της φιλοσοφίας. Εμεινε, τελικά, στο περιθώριο των τεκταινομένων (από υπερρεαλιστές και αντιμαχώμενους, είτε άκαμπτους συντηρητικούς) ωσάν μια φευγαλέα λάμψη στα ελληνικά γράμματα.

Φαίνεται να του αποδίδεται τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον, έστω και καθυστερημένα, η βαρύνουσα θέση που του αρμόζει στο σώμα της ελληνικής πνευματικής παράδοσης. Κι  αυτό που μέλλει ν' αποτελέσει σοβαρό αντικείμενο μελέτης, είναι η μεταθανάτια τύχη του έργου του, τα προσκώμματα που συνάντησε τα επόμενα χρόνια -ήδη από την επαύριο της Κατοχής και του Εμφυλίου-, κι ακόμη οι τυχαίες, ανέκκλιτες ή και ηθελημένες παραμορφώσεις του προσώπου του μεταξύ των ομηλίκων του ποιητών. Είναι λοιπόν εύστοχο το σχόλιο της Ηρώς Τσαρνά-Κοχύλα, όπου ο Σαραντάρης αποτέλεσε μια ιδιότυπη περίπτωση καλλιτέχνη, μάλλον σπάνια, από αυτές που «ενώ βρίσκονται ακέραιοι μέσα στη χώρα (χώρο) της δημιουργίας, τον ίδιο χρόνο κρατιούνται ολόκληροι απ' έξω από αυτό που ονομάζουμε αυστηρά "λογοτεχνία"».

Με τον θάνατό του ανακόπηκε η πνευματική ανησυχία, οι αναζητήσεις και οι δοκιμές του Σαραντάρη, που προσδοκούσε να συνεισφέρει στην ανανέωση διά της λιτότητας, της αμεσότητας, της μετουσίωσης του υπαρξιακου βιώματος με την ποίηση, η οποία, συμπεραίνει ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, «αποτελούσε ένα μέσο, αγώνα για να νιώσουμε την αλήθεια του ανθρώπου, μια λύση, τη μόνη δυνατή και σωτήρια λύση, τον μόνο τρόπο να διαφύγουμε από την αθεράπευτη αθλιότητα της ανθρώπινης μοίρας, να νικήσουμε την αγωνία του θανάτου και τη βεβαιότητα του μηδενός, τη μόνη κατάφαση της αθανασίας».

Ο ποιητής ακολούθησε «τη μοίρα του έθνους», φόρεσε τα χακί για ν' ανεβεί στις οροσειρές της Πίνδου παρασυρμένος σ' αυτό που αργότερα ονοματίστηκε «έπος της Αλβανίας». Ηταν ο στρατιώτης που ουδέποτε δυσανασχέτησε, απεναντίας συμμετείχε, σύμφωνα και με μαρτυρίες συμπολεμιστών του, αγόγγυστα στη σκληρή δοκιμασία. Ηταν φανερό ότι οι κακουχίες, η πείνα, η ψυχική όσο και η σωματική εξάντληση τον κατέβαλλαν αλλά δεν τον  πτοούσαν εν τέλει - ήταν η ηθική βάση της προσωπικότητάς του, η αξιοπρέπεια, η στωικότητα, ο βαθύτερος φιλοσοφικός στοχασμός του που τον έσπρωξαν στο καθήκον. Ο ίδιος έλεγε: «Φοβάμαι τον πόλεμο γιατί δεν έχω όσο ένστικτο χρειάζεται για να τον αντιμετωπίσω». Σε κάποιο ποίημα είχε γράψει το εξής δίστιχο: «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε / σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα». Λεπτός κι ευαίσθητος, με ευγένεια και ανατροφή που σπάνιζε, διέκρινε τον παραλογισμό του πολέμου και προσπαθούσε σε συζητήσεις να τον αντιπαραβάλει με τη Λογική ως μέσο ελπίδας, ιδανικών και ευτυχίας. Ο τρόπος που βίωσε την επώδυνη δοκιμασία του ελληνοϊταλικού πολέμου (με συγκλονιστική την ψυχική σύγκρουση που συνεπαγόταν η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πατρίδων του) αποδεικνύει την ευψυχία του φιλοσόφου-ποιητή, συνυφασμένη με τη μοιραία, ντοστογιεφσκική του υπόσταση.

Στα «Ανοιχτά Χαρτιά» ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει χαρακτηριστικά για τον φίλο του: «Ηταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Εναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ηταν σχεδόν μια δολοφονία [...] Επρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου». Πράγματι, ο Σαραντάρης επέστρεψε εξουθενωμένος από το μέτωπο. Είχε υποστεί βαριά πνευμονία, η οποία τον υποχρέωσε να εισηχθεί σε κλινική. Ομως εκεί κόλλησε τύφο, ο ήδη αδύναμος οργανισμός του δεν άντεξε δίχως φάρμακα και θεραπεία με αποτέλεσμα να εκπνεύσει στις 25 Φεβρουαρίου 1941. Ο θάνατός του δεν έτυχε μεγάλου αντίκτυπου. Δεν προκάλεσε ρίγη ούτε συγκίνησε ιδιαίτερα η είδηση για το γεγονός, πέραν των κάποιων λίγων φίλων ή ατόμων που τον συμπαθούσαν και τον θαύμαζαν ειλικρινά. Επρόκειτο για έναν νεαρό ποιητή, που παρ' όλα ταύτα οι όσοι λίγοι τον γνώριζαν έφεραν το βάρος της θλίψης και της απώλειας για έναν άνθρωπο «άγιο», για έναν ποιητή «παράδοξο» και «σκοτεινό».

Ηταν εν τέλει ο ποιητής που επηρέασε, έστω και βραδυφλεγώς αλλά κατ' ουσίαν, την ελληνική ποίηση προς νέες κατευθύνσεις. Ανθρωποκεντρικός κι αναζητητής της πργματικότητας, της ομορφιάς, σημείωνε πως αξίζει να προσπαθήσει ο άνθρωπος να πιστέψει αληθινά, «να βρει την ενότητα ανάμεσα στον εαυτό του και την απόλυτη πραγματικότητα», να υπάρξει απόλυτα χωρίς αντιφάσεις στην «αναγκαία κατάφαση του συνολικού εγώ...». Αποτελεί όμως μια παραδοξότητα το γεγονός ότι τα κείμενα του Σαραντάρη έμειναν στην αφάνεια για δεκαετίες. Εχουν περάσει 67 χρόνια και δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί τη σχοινοτενή και εις βάθος μελέτη κι αξιοποίηση του πολυσχιδούς έργου του. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το έργο με τη φιλολογική φροντίδα της Σοφίας Σκοπετέα («Γιώργος Σαραντάρης, 1. Τα δημοσιευμένα από 1933 έως 1942» και «Γιώργος Σαραντάρης, 2. Κατάλοιπα 1932-1940», αμφότερα εκδοθέντα από τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, 2001 & 2006 αντίστοιχα) για να ρίξει πραγματικό φως στο πλούσιο μα δυσπροσέγγιστο έργο του˙ υποβλητικό και άμεσο εξάλλου, σταθερό στα ιδανικά του αλλά και ατίθασο, με ήθος και ευγένεια ζηλευτή, αποτελώντας αποστάλαγμα ενός σημαντικού των ελληνικών γραμμάτων.