Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Γραφή, λογοτεχνία, φιλοσοφία : Σχέσεις διαφυγής και αλληλεξάρτησης

Του Δάνη Κουμασίδη
Ο Ντανίλο Κις ισχυριζόταν πως η τέχνη είναι το αντίθετο της ζωής, μιας κι ‘ένας νορμάλ άνθρωπος δε γράφει βιβλία’. Συνεπώς η λογοτεχνία ως επιτέλεση συνιστά μια παρέκκλιση από την κανονικότητα. Μια θέση που θα επιβεβαίωνε τον ορισμό της λογοτεχνίας ως την ‘οργανωμένη βία ενάντια στη συμβατική γλώσσα’. Υπάρχει λοιπόν ένα μη κανονικό υποκείμενο, που πράττει κάτι εξωκανονικό: γράφει. Παρότι θεωρώ πως η γραφή είναι έμφυτη στον άνθρωπο,  ως ένα συνειδησιακό επί μέρους, δέχομαι την άποψη του Κις ως υπόθεση εργασίας. Για να μπορέσει όμως να γράψει κανείς αποτελεσματικά πρέπει να διαθέτει μια πολυεπίπεδη σκέψη και την ικανότητα μιας αντίστοιχης μετουσίωσής της σε λέξεις και νοήματα. Μιλώντας για την πολυεπίπεδη σκέψη κάποιου αναγκαστικά εισερχόμαστε σε μια συζήτηση περί του ποιο είναι το σημείο που την ορίζει. Ή μήπως πρόκειται για σημεία; Για μια γραμμή; Για ένα χώρο; Για κενό; Καταλήγουμε πάλι λοιπόν σε σχηματοποιήσεις που αδυνατούν να αποδώσουν την περιβόητη σχέση γενικού-ειδικού, ή έστω το μεταίχμιο που καθορίζει και ταυτόχρονα διαχωρίζει τα επίπεδα. Το ίδιο συμβαίνει και στην αφήγηση. Υπάρχει ένα ενδιάμεσο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μεταξύ αφήγησης και γραφής.
Η γραφή είναι στην ουσία η ίδια η συγκρότηση των γεγονότων, η αποτύπωσή τους. Είναι το χάρισμα, η κατάδειξη του ενοποιητικού τους σημείου και ταυτόχρονα η επιβεβαίωση του ‘υποκειμένου’. Λόγου χάρη, ένας ξενοδόχος που αναφέρεται σε διαφορετικά πρόσωπα και τις ιστορίες τους. Έτσι συγκροτείται η γραμμή γραφή-αφήγηση, το ‘αρχείο’. Στα τέλη του 20ου αιώνα, με τις θεωρίες περί αποσαρθρωμένου, αποδομημένου υποκειμένου και του θανάτου του συγγραφέα φθάνουμε στο σημείο το υποκείμενο να γίνεται το ίδιο αντικείμενο αφήγησης από τις επί μέρους ‘ιστορίες’. Η διάλυση του υποκειμένου συμβαίνει ως μεταστρουκτουραλιστικό επακόλουθο και η αφήγηση προκαλεί τη γραφή, εξ αντιστροφής.     Παρ’ όλα αυτά, «Ο Άλλος ορίζει τη συμβολική τάξη στην οποία υπάγομαι, ορίζει όμως και την κοινωνική»(1).
Ο αναγκαστικός περιορισμός στα όρια της γλώσσας – σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν- δεν αφορά μόνο το σημαινόμενο ή την έκφραση. Αφορά κυρίως τις διατάξεις της σκέψεις, τις σχηματοποιήσεις αυτών που επιθυμεί να πει κανείς. Έτσι το μη παριστώμενο ή τα διαφυγόντα νοήματα επιχειρούν να εκφραστούν με λεκτικά σχήματα, δηλαδή να καθυποτάξουν το καθολικό, επινοώντας και προβάλλοντας μια βέβηλη εκδοχή που ‘αποκαλύπτει’ στο φιλοθεάμον κοινό. Εξ ου και ο υπερτονισμός της σιωπής στην καλλιτεχνία –ορισμένοι μιλούν συνεχώς για να μας πείσουν για την αξία και τη μαγεία της. Ας μη μιλήσουν τότε! Πρόκειται για μια από τις κλασικές αντιφάσεις στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας. Μια άλλη είναι η κριτική απέναντι σε πεζογραφήματα ή ποιήματα που είναι ιδιαζόντως προσωπικά, ενδεχομένως εγωιστικά, που ‘δε αφορούν κανέναν’. Συνήθως αυτοί που εξαπολύουν αυτήν επίθεση, έχουν ως κορυφαίο στις προσωπικές τους επιλογές κάποιον λογοτέχνη ή ποιητή που εκφράζει τις μύχιες σκέψεις τους και του υποκλίνονται μιας και είναι ο ‘αδιαμφισβήτητα μέγιστος των μεγίστων’. Εξαίρεση θα μπορούσαν να αποτελέσουν λογοτεχνήματα που διατρέχονται από έναν άκρατο, ασυνείδητο ναρκισσισμό, στα όρια του κυνισμού.
Οι διατάξεις, λοιπόν, της σκέψης εμφανίζονται ως μια μεταδομή, ή ως μια δομή ακαθόριστη. Αυτή η επισήμανση σαφώς επηρεάζει και αυτό που εννοούμε ως δομή ενός λογοτεχνήματος. Μια καλή ιδέα για να κατανοήσουμε το παραπάνω (ή για να το αμφισβητήσουμε) θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε τη διαλεκτική, δηλαδή μια φιλοσοφική μέθοδο. Η διαλεκτική προσέγγιση στη φιλοσοφία έχει χαρακτηριστεί ως αποθέωση της ετερότητας αλλά επίσης έχει κατηγορηθεί πως συνιστά έναν εγκλωβισμό σε δυισμούς και οδηγεί σε μια ουσιαστική ακύρωση της πολλαπλότητας. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, η διαλεκτική πέραν της παλιάς της σημασιοδότησης ως ‘τέχνης του διαλόγου’,- όπου το διαλογικό αδιαμφισβήτητα υπήρξε γενεσιουργό αίτιο της λογοτεχνίας- μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος ερμηνείας των χαρακτήρων και της σημειολογίας ενός λογοτεχνήματος. Κάθε λογοτεχνική σήμανση διατηρεί και το έτερο της.   Έτσι, προκύπτει μια παραγωγή νοήματος και από το υλικό αλλά και από το αποϋλοποιημένο. Φθάνουμε λοιπόν σε μια κριτική των μορφών, του υποκειμένου και της προθετικότητας πέραν μιας τελολογίας που ενδεχομένως να υπονοείται από την ίδια τη διαλεκτική. Σε μια τέτοια διαδικασία, εξαιρετικά χρήσιμη είναι η ντεριντιανή εισήγηση περί αναδιπλασιαστικού σχολίου (commentaire redoublant). 
Είναι σαφές πως σε κάθε περίπτωση αναφερόμαστε σε δυνητικές ερμηνείες των λογοτεχνικών νοημάτων. Ακόμα και η ψυχανάλυση, ότι πιο ενδοσκοπικό ως λειτουργία, επικεντρώνεται πάνω κάτω στα ίδια σημεία όταν λαμβάνει τη μορφή της λογοτεχνικής κριτικής- συγγραφέας, περιεχόμενο, μορφική κατασκευή, αναγνώστης(2). Όπως όμως γίνεται αντιληπτό, οι δυνητικές ερμηνείες ξεπερνούν σαφώς τα όρια του συμβάντος της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, συχνά αναφέρεται η Νέα Υόρκη ως πόλη ‘περισσότερο επινοημένη’. Η επινόηση λοιπόν είναι τελικά ένα φαντασιακό προϊόν ή ερμηνεία; Υπό όρους, η λογοτεχνία είναι φαντασιακό προϊόν και ταυτόχρονα ερμηνεία πραγματικών συμβάντων, δίχως ποτέ να κατορθώνει να είναι αμιγώς και ξεκάθαρα κάτι από τα δύο. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια προσφορά γνώσης, φιλτραρισμένη με αισθητικά κριτήρια. Η προσφορά νέας γνώσης πάντα δημιουργεί την ανάγκη για νέα ερωτήματα, νέους ορισμούς. Το πρώτο που μπορεί να ορίσει είναι τα περιγράμματα. Π.χ., γιατί βασικός λόγος για να αρχίσει να γράφει κανείς είναι η ανακάλυψη ενός μεγαλειώδους τίτλου;
Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις επιχείρησης διάρρηξης του νοήματος, και της γραφής, σε σχέση με τον κλασικό, δυτικό ορθολογικό τρόπο προσέγγισης, όλες από την πλευρά της τέχνης – και όχι της κλασικής φιλοσοφικής: ντανταϊσμός και υπερρεαλισμός υπήρξαν οι πιο φιλόδοξες απ’ αυτές. Όλες οι προσπάθειες κατέληξαν στη δόμηση νέων μετωνυμιών, αντικειμένων της γλώσσας που γίνονται «τυπικοί προσήλυτοι», κατά τον Μπαρτ(3), ανασυνθέσεις της τυπικής αφηγηματολογίας και σημασιολογίας. Στην εξέλιξη της καθεαυτό φιλοσοφίας, αντίθετα, υπήρξαν ορισμένοι σταθμοί στην εκφορά ενός λόγους που να υπηρετεί λογοτεχνικές και συνάμα φιλοσοφικές αξιώσεις. Μεταξύ αυτών, ο πλατωνικός διάλογος, οι ρουσωικές διδαχές, ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, ο Σίσυφος του Καμύ και οι σαρτρικοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες. Περιπτώσεις που παρά τις επί μέρους εντονότατες διαφοροποιήσεις τους, διατηρούν κάτι κοινό: την αδυναμία συγκρότησης μιας κριτικής ή μιας (μορφής) θεωρίας της λογοτεχνίας, καθώς ήδη φιλοδοξούν να αποτελέσουν και φιλοσοφία και λογοτεχνία. Ο μόνος που κατόρθωσε τεχνηέντως να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση υπήρξε ο Σαρτρ αλλά με ένα έργο -τι ωραιότατη σύμπτωση(;)!- το ‘Τι είναι λογοτεχνία’, όπου καταλήγει εν τέλει να απαντά στο ερώτημα περί γραφής με φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά κριτήρια(4). Ορθότατα επισημαίνει η καθηγήτρια φιλοσοφίας και λογοτέχνης Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, πως «με τη διάσπαση της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας σε μεγάλες και μικρές αφηγήσεις, δεν ήταν δύσκολο η οντολογία, η ανθρωπολογία, η επιστημολογία, η ιστορία συμβάντων (θεωρητικών και πολιτικών) κλπ. να αναζητήσουν το όριο τους στη λογοτεχνία»(5)
Η γραφή, λοιπόν διαθέτει ενδημικά δύο, φαινομενικά ασυμβίβαστες, υποστάσεις: από τη μια αποτελεί κοινωνικό γεγονός και από την άλλη διαθέτει μείζονες ψυχαναλυτικές προκείμενες. Η εκφορά του δημοσίου λόγου σε διαπάλη με το λακανικό objet à, το αντικείμενο που δεν αποκτούμε παρά βιώνουμε τη διαρκή επιθυμία του, μεταλλάσει τις καθεαυτό έννοιες του υποκειμένου (συγγραφέας ή αναγνώστης), του αντικειμένου (λογοτέχνημα, λογοτεχνία) και αναδιατάσσει την ίδια τη λογοτεχνία, τις χρήσεις και το ρόλο της σε σχέση με τη φιλοσοφία.Ο Ιορδάνης Κουμασίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας και αισθητικής στο Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει το αφήγημα ‘Ερωτικό Παραλήρημα’ (Λογείον, 2010), μεταφράσεις φιλοσοφικών έργων και πλήθος δημοσιεύσεις φιλοσοφικού, λογοτεχνικού και πολιτικού ενδιαφέροντος.

Σημειώσεις (1) Γ. Βέλτσος Κοινωνία και γλώσσα – για την αμίλητη και μιλημένη γλώσσα, (Παπαζήση, 1976), σελ. 98., (2) Τέρυ Ίγκλετον Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας (Οδυσσέας, 1989), σελ. 264., (3) Στο Η επικράτεια των Σημείων (Ράππα, 1980), σελ. 87., (4) Επ’ αυτού, βλ. το άρθρο μου Jean-Paul Sartre ‘Τι Είναι Λογοτεχνία’ – Φιλοσοφική θεμελίωση μιας θεωρίας της λογοτεχνίας στο περιοδικό Astu, τ. 1, Θεσσαλονίκη 2011., (5) ‘Η απαρασάλευτη τάξη του λόγου και η Κριτική των ιδεολογιών’, στο Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά (Το Πέρασμα, 2008).