Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Γνώμη: Περί τοῦ «ἄλλου»

Ὁλόκληρη ἡ ζωή μας ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπό τόν «ἄλλον» καί τίς σχέσεις μας μαζί του. Ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς μας εἶναι βασισμένο στήν ἀλληλεξάρτηση. Οἱ Ἐπιστῆμες καί οἱ Τέχνες πού συνεχῶς προβληματίζονται, ἐρευνοῦν, ἀναζητοῦν καί προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τό φαινόμενο τῆς Ζωῆς, τίς ἐκδοχές του καί τήν ἐπεξήγησή του, χρησιμοποιοῦν συνεχῶς τόν ἑτεροπροσδιορισμό, ἄν καί ὑποτίθεται πώς στό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός τους βρίσκεται ἡ βελτίωση, ἡ ἐξέλιξη καί ἡ ἰσορροπία κάθε μιᾶς ξεχωριστῆς ἀτομικότητας.
Τί εἶναι ὅμως τελικά ὁ «ἄλλος»; Καί γιατί περισσότερο ἀπό ποτέ ἡ κάθε ἀτομικότητα βιώνει τόν πόνο, τή δυστυχία, τήν κατάθλιψη, τήν  ἔλλειψη, τήν ἀπώλεια, τόν πανικό;
Ὁ Bert Hellinger (1) (2), ἕνας ἀπό τούς διασημότερους ψυχαναλυτές τῶν ἡμερῶν μας, πού γιά χρόνια ἀσχολεῖται μέ τή Συστημική Ἀναπαράσταση, ὁ γνωστός γιά τή μέθοδο τῶν family constellations, ἐξελίσσοντας ἤ διευρύνοντας κατά κάποιο τρόπο τίς μεθόδους τῆς «Θεραπείας τῶν Φυσικῶν Συστημάτων» (3) ἤ, ὅπως εἶναι εὐρύτερα γνωστές ὡς «Συστημικές προσεγγίσεις», μέ τίς ὁποῖες ἀσχολοῦνται οἱ ἐπίσης διάσημοι Σαλβαντόρ Μινούτσιν (4), Μάρεϊ Μπόουεν, Βιρτζίνια Σατίρ κ.ά., ὑποστηρίζει πώς τό βασικό ζητούμενο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «νά ἀνήκει».
Πιστεύει πώς αὐτή εἶναι ἡ βαθειά αἰτία ἀπό τήν ὁποία ἐκκινοῦν πλῆθος δυσαρμονιῶν καί ἀσθενειῶν, καί πώς στή διαταραχή τοῦ «νά ἀνήκεις», δηλαδή τοῦ «νά μήν ἀνήκεις» ἐν τέλει, βρίσκεται ἡ ἀπάντηση γιά ὅσα βιώνει ὁ καθένας μας σήμερα ὡς ἀποτυχία στήν προσωπική του ζωή καί σέ κάθε τί πού αὐτή ἀφορᾶ, π.χ. οἰκογενειακή, ἐπαγγελματική ζωή, κοινωνική, κ.ἄ.
Γενικῶς ὅμως ὁλόκληρος ὁ Κλάδος τῆς Ψυχολογίας / Ψυχοθεραπείας / Ψυχανάλυσης, ἀσχολεῖται μέ τόν «ἄλλον». Ἔστω καί ἄν προσπαθεῖ νά διερευνήσει τήν ἀτομική «ἀρρώστια», τό ἀτομικό πρόβλημα, αὐτό πάντοτε συμβαίνει μέσω τῶν ἐξαρτημένων σχέσεών μας μέ τούς «ἄλλους».
Ἡ Τέχνη ἐπίσης ἀσχολεῖται μέ τόν «ἄλλον». Ὄχι μόνον σέ ὅ,τι ἀφορᾶ αὐτό καθαυτό τό δημιούργημα, τό ὁποῖο προκύπτει ἀπό τίς ἀναζητήσεις καί ἀλληλεξαρτήσεις ἑνός ἑκάστου καλλιτέχνη μέ τούς «ἄλλους» ἤ καί μέ τόν ἑαυτό του ὡς «ἄλλον», ἀλλά στοχεύει καί ἀφορᾶ τούς «ἄλλους» καί ὡς κοινό, ὡς ἀποδέκτες δηλαδή τῆς καλλιτεχνικῆς του πρότασης / ἐκδοχῆς / δημιουργίας.
Ὁ Ἔρνστ Φίσερ (5) ὑποστηρίζει πώς «ἡ τέχνη ὡς «ὑποκατάστατο τῆς ζωῆς», ἡ τέχνη ὡς μέσο πού φέρνει τόν ἄνθρωπο σέ μιά κατάσταση ἰσορροπίας μέ τόν γύρω κόσμο - ἡ ἰδέα αὐτή περιέχει μιά μερική ἀναγνώριση τῆς φύσης τῆς τέχνης καί τῆς ἀναγκαιότητάς της. Καί, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά ἀναμένουμε πώς θά ὑπάρχει μόνιμη ἰσορροπία μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ γύρω κόσμου, ἀκόμα καί στήν ἀνώτατα ἐξελιγμένη κοινωνία ἡ ἰδέα αὐτή ὑποδηλοῖ ἐπίσης πώς ἡ τέχνη δέν ἦταν ἀναγκαία μόνο στό παρελθόν, ἀλλά θά παραμένει πάντοτε μιά ἀνάγκη».
Σέ αὐτήν τήν «ἀνάγκη» πού ἀναφέρει ὁ Φίσερ βασίζονται οἱ Ψυχοεπιστήμες καί τά παρακλάδια τους, ὅπως παραπάνω εἴδαμε νά τό «στρογγυλεύει» ὁ Hellinger. Ἡ ἀνάγκη τόσο νά ἐκφραστεῖς ὅσο και τό νά ἀκουστεῖς ἤ, ἀκόμη καλλίτερα νά εἰσακουστεῖς, συνδέεται μέ τήν κάλυψη τῆς ἀνάγκης τοῦ «νά ἀνήκεις».
Ὅσο περισσότερο ἐξωτερικεύεις κάθε τί πού βρίσκεται ἐντός, τόσο περισσότερο πιστεύεις ὅτι θά γίνεις ἀποδεκτός ἀπό τό περιβάλλον σου ἤ καί, ἀκόμα καλλίτερα, ἀπό ἕνα εὐρύτερο κοινωνικό περιβάλλον,  καί θά ἀναγνωριστεῖς. Θά καταφέρεις δηλαδή νά ἐπιβεβαιωθεῖς ὡς προσωπικότητα, ἀλλά καί νά ἐπιβεβαιώσεις ὅτι «ἀνήκεις», ἐφ’ ὅσον μέσω τῆς ἐν λόγῳ ἀντίληψης προϋποθέτεις ἤ ἐπιτελεῖς τό σκοπό ἤ καί τό νόημα τῆς ὕπαρξής σου.
Εἴτε μέσω τῶν Ψυχοεπιστημῶν εἴτε μέσω τῆς Τέχνης μέ ὄχημα καί προσδιοριστικό σημεῖο ἀναφορᾶς τόν «ἄλλον», προσπαθεῖς νά αὐτοαναλυθεῖς, νά αὐτοπροσδιοριστεῖς καί νά αὐτοαναγνωριστεῖς, προκειμένου νά καταφέρεις ν’ ἀνακαλύψεις ποῦ καί πῶς «ἀνήκεις» ἤ ἄν «θά ἀνήκεις», προκειμένου νά κατά-κτήσεις τήν ἀσφάλεια. Ἡ σχέση ὅμως εἶναι ἀμφίδρομη. Δηλαδή ἡ ἀνάγκη τοῦ «νά ἀνήκεις» καλύπτεται ὅταν συμβαίνει καί τό «νά σοῦ ἀνήκουν» ἤ, «νά σοῦ ἀνήκει» τουλάχιστον ἕνας «ἄλλος».
Ποῦ «ἀνήκεις»; Ποιές συνθῆκες διαμορφώνουν τό «νά ἀνήκεις»; Ποιές προϋποθέσεις; Καί τί σοῦ συμβαίνει ὅταν νιώθεις ἤ πείθεσαι πώς δέν εἰσπράττεις αὐτό πού ἐπιδιώκεις;Μέσω τῆς Τέχνης ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά περιγράψει, νά ἀπεικονίσει, νά σμιλέψει, νά εἰκονοποιήσει, νά μελωδήσει ὅ,τι καί ὅσα βρίσκονται μέσα του ἤ/καί γύρω του. Σέ μιά προσπάθεια ἀφ’ ἑνός νά τά ὁρίσει καί νά τά ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά κυριώτερα νά καταφέρει, ἐξωτερικεύοντας τό ἐντός, νά ἐπικοινωνήσει καί νά ἀναγνωριστεῖ ἀπό τό ἐκτός.

Κατ’ ἀρχήν μέσω τῆς ἀναγνώρισης τοῦ καθενός ἀπό τόν ὅμοιό «ἄλλον», τόν ὁποῖον ἕλκει ἤ ἀπωθεῖ ἤ ἀπό τόν ὁποῖον ἕλκεται ἤ ἀπωθεῖται, και κατά δεύτερον ἀπό τήν ἐπισήμανση τοῦ διαφορετικοῦ «ἄλλου», τόν ὁποῖον ὁμοίως ἕλκει ἤ ἀπωθεῖ ἤ ἕλκεται ἤ ἀπωθεῖται. Ὁ στόχος εἶναι ἡ ἔνταξη τοῦ ἀτόμου σέ μία ἤ πολλές ὁμάδες, ἡ διεύρυνση ταῆς συλλογικότητας.
Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι πολλές φορές οἱ Τέχνες ἔχουν ἐμπνευστεῖ ἀπό τίς Ψυχοεπιστῆμες, ἀλλά καί αὐτές μέ τή σειρά τους ἔχουν χρησιμοποιήσει τίς διάφορες ἐκδοχές τῶν Τεχνῶν ὥστε νά προσεγγίσουν, νά ἀναλύσουν, νά περιγράψουν ἤ νά διευκρινίσουν τά ἀνθρώπινα πάθη.
Τό θέατρο καί οἱ ρόλοι, οἱ λογοτεχνικοί ἤ κινηματογραφικοί ἥρωες, ἡ μουσική, ὁ χορός ἔχουν δανείσει τή δομή ἤ τό ἐκφραστικό τους ἀποτέλεσμα στίς Ψυχοθεραπευτικές Ἐπιστῆμες.
Συνεχίζοντας ὁ Ἔρνστ Φίσερ λέει: «Τό ἕνα ἀπό τά δύο στοιχεῖα τῆς τέχνης μπορεῖ νά ὑπερισχύσει σέ μιά ὁρισμένη ἐποχή, ἀνάλογα μέ τή βαθμίδα ὅπου ἔχει φτάσει ἡ κοινωνία – πότε τό μαγικά ὑποβλητικό, ἄλλοτε τό ὀρθολογιστικό καί διαφωτιστικό. Πότε ἡ ὀνειρώδης ἐνόραση, ἄλλοτε ἡ ἐπιθυμία νά ὀξυνθεῖ ἡ ἀντίληψη. Ὅμως εἴτε ἡ τέχνη καταπραΰνει, εἴτε ἀφυπνίζει, εἴτε ρίχνει ἴσκιους, εἴτε φέρνει φῶς, δέν εἶναι ποτέ ἁπλῶς μιά κλινική περιγραφή τῆς πραγματικότητας. Λειτούργημά της εἶναι πάντοτε νά συγκινεῖ ὁ λ ό κ λ η ρ ο τόν ἄνθρωπο, νά κάμει ἱκανό τό «Ἐγώ» νά ταυτιστεῖ μέ τή ζωή κάποιου ἄλλου, νά κάμει δικό του ἐκεῖνο πού δέν εἶναι δικό του μά πού, ὡστόσο, μπορεῖ νά γίνει δικό του».
Τό κυρίαρχο θέμα λοιπόν εἴτε στή ζωή εἴτε στήν τέχνη, ἡ ὁποία μέσω τῆς ὅποιας της μορφῆς εἶναι ἀπείκασμα τῆς ζωῆς, εἶναι τό «Ἐγώ» καί «ὁ ἄλλος». Ὁ στόχος τό «ἀνήκειν». Ἔτσι ὥστε νά καταφέρει ὁ ἄνθρωπος μέσα στά ἀσφυκτικά περιθώρια τοῦ γραμμικοῦ χρόνου, ἐντός τοῦ ὁποίου ὁρίζει τη ζωή του, νά βρεῖ, νά δημιουργήσει ἤ νά ἐπινοήσει τόν κατάλληλο χῶρο ὅπου θά βιώσει τό πολυπόθητο «ἀνήκειν». Ἄν τελικῶς ὁ καθένας καταφέρει νά ἐπιτύχει τό «ἀνήκειν», τότε ἐλπίζει ἤ θεωρεῖ ὅτι θά λειτουργήσει καί ἡ ἀμφιδρομικότητα.
Ὡστόσο, αὐτή ἡ ἀμφιδρομικότητα εἶναι στήν οὐσία πλαστή. Ἕνα πρόσχημα. Εἶναι ἡ βασική δικαιολογία πού διέπει τό κίνητρο τοῦ ἐλέγχου. Ἐπειδή τό «νά ἀνήκω» στήν πράξη, τήν ὁποία ἀνακλᾶ τό ἰσχύον σύστημα τῆς σκέψης, σημαίνει «νά μοῦ ἀνήκει» ἤ «νά μοῦ ἀνήκουν». Δηλαδή: «νά τόν ἐλέγχω», «νά τούς ἐλέγχω».
Φυσικά, ἐννοεῖται καί τό νά «μέ ἐλέγχει» ἤ «νά μέ ἐλέγχουν», ἀλλά αὐτό με τη σειρά του ὑποτίθεται ὅτι καθορίζεται ἀπό συνθῆκες καί ὅρους πού καί πάλι ἐξετάζει, θέτει καί ἐλέγχει τό ἀτομικό «ἐγώ».
Ὁ ἀπώτερος καί ἰδιοτελής στόχος εἶναι ἡ ἐξουσία. Αὐτό λοιπόν πού στήν οὐσία ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ἐξουσία ἐπί «τοῦ ἄλλου». Καί πάνω σ’ αὐτά τά τρεμάμενα θεμέλια (ἔλεγχος + ἐξουσία) εἶναι χτισμένο ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τῆς ἀσφάλειας.
Ἔτσι λοιπόν κάνοντας τέχνη γράφεις γιά τόν «ἄλλον», ζωγραφίζεις, σμιλεύεις, χορεύεις, τραγουδᾶς, ἐνδύεσαι ρόλους ἐπιπλέον τῶν ρόλων πού ἤδη ἔχεις στή ζωή σου γιά τόν κάθε ἐντός ἤ ἐκτός σου «ἄλλον».
Μέσω τῆς Τέχνης συνεχῶς διαλέγεσαι μαζί του μέ διαλόγους πού πρίν ἐκφραστοῦν μέ τά ἐκφραστικά της μέσα, φτιάχνονται στό μυαλό σου, ἀόρατοι διάλογοι πλήρεις ἐρωταπαντήσεων, πού συνθέτουν ἑρμηνεῖες καί συμπεράσματα γιά κάθε τί καί γιά κάθε ἕναν.
Κι ὅλη αὐτή ἡ ἀπίστευτη φασαρία, ὁ ἐσωτερικός θόρυβος, σκεπάζει στήν πραγματικότητα τήν ἄγνοια, πού ὅλοι ἔχουμε, μέ τεχνητές καταστάσεις οἱ ὁποῖες συνθέτουν κάθε σαθρή γνώση. Κάθε θέσφατο.
Ἡ ἐπιδίωξη, ἐκτός ἀπό τήν ταύτιση «τῶν ἄλλων» μέ τό ἔργο τέχνης, εἶναι καί ἡ ἐξάρτησή τους ἀπό τρόπους σκέψης ἤ μοντέλα ζωῆς, ἀλλά καί ἀπό τόν δημιουργό ἤ καί τό δημιούργημά του.
Τελικά, ἔστω ἕνας «ἄλλος» ἤ πολλοί «ἄλλοι»-τό κοινό, ὁμαδοποιοῦνται ἀνάλογα μέ τό συναισθηματικονοητικό τους ὑπόβαρθο. Καί ἔτσι  ἐπί-τρέπουν πλέον νά κατευθύνονται ἐκεῖ πού ὁ «δημιουργός» ἔχει τήν πρόθεση νά τούς πάει.
Μέ αυτόν τόν τρόπο ὁ καλλιτέχνης ἔχει γίνει πολιτικός ἤ, ἕνας «ἄλλος» πολιτικός. Μέ μικρό ἤ καί μεγάλο κοινό-δέν ἔχει σημασία. Ἄν καί συγχρόνως ὁ ἴδιος μπορεῖ νά διώκεται ἀπό τή φαντασίωσή του ὅτι «ὁ καλλιτέχνης ἀνήκει στό κοινό του»,  μπορεῖ νά μιλάει γιά τήν «ἐνέργεια πού ἀνταλλάσσει μαζί του κι αὐτή ἡ σχέση τόν κρατάει ζωντανό», μπορεῖ καί νά πιστεύει ἐν τέλει ὅτι ἀξίζει νά ὑπάρχει ἐπειδή κατάφερε νά ἐλέγξει ἕνα μικρό ἤ μεγάλο σύνολο ἀνθρώπων, τό ὁποῖο ταυτίστηκε μέ τό «ἔργο», τίς «ἀναζητήσεις», τή «στάση ζωῆς του» κ.λπ.
Κι ὅταν ἤ ἐάν τό κοινό κάνει νά μετακινηθεῖ ἀπό τόν ἔλεγχό του, καί ἄν φανεῖ πώς τόν ξεχνάει γιά λίγο, τότε τί τοῦ συμβαίνει; Σέ ποιό σκοτεινό πηγάδι πέφτει; Τί γίνεται μέ τήν ἀσφάλειά του; Πῶς ἤ ποῦ ψάχνει νά ἐπιστρέψει; Πῶς ξανακερδίζει τό «ἀνήκειν»;

«Ὁ ζωγράφος Μοντριάν (6) ἀνέφερε κάποτε ὅτι εἶναι πιθανή ἡ «ἐξαφάνιση» τῆς τέχνης. Πίστευε πώς ἡ πραγματικότητα ὅλο καί περισσότερο θά ἐκτοπίζει τό ἔργο τέχνης, πού κυρίως εἶναι ὑποκατάστατο μιᾶς ἰσορροπίας ἡ ὁποία λείπει τώρα ἀπό τήν πραγματικότητα. «Η τέχνη θά ἐξαφανίζεται καθώς ἡ ζωή θά ἀποκτᾶ περισσότερη ἰσορροπία», εἶπε.»

Πῶς ἄραγε ἐπιτυγχάνεται ἡ ἰσορροπία; Καί γιατί, παρ’ ὅτι ἔχουμε ταυτιστεῖ προσωρινά ἤ μόνιμα μέ ἀνθρώπους καί καταστάσεις στή ζωή μας, παραμένουμε ἐν τέλει ἀνισόρροποι, ἀνικανοποίητοι, καί βιώνουμε τή μοναξιά, τό χάος, τήν ἀπελπισία, τήν κατάθλιψη;
Μήπως λοιπόν ἡ καί κατά τόν Μοντριάν ἰσορροπία ἀφορᾶ τήν ἐπανανακάλυψη τοῦ «ποιός εἶμαι» ἀπό τίς κατά συνθήκην διαπιστώσεις τοῦ «ποιός νομίζω ἤ πιστεύω ὅτι εἶμαι»;
Καί μήπως ἡ ἀπάντηση βρίσκεται πολύ μακριά ἀπό τήν ἀνάγκη «νά ἀνήκω» καί «νά μοῦ ἀνήκουν»; Μήπως τελικά ἡ βάση τῆς ὅλης διαδικασίας ἀναζήτησης εἶναι στρεβλή; Μήπως τό θέμα δέν εἶναι «νά ἀνήκω», ἀλλά «νά Εἶμαι»;
Ἡ διαφορά εἶναι τεράστια. Τό «νά ἀνήκω» σημαίνει ταύτιση. Ἄν δέν ἀναγνωρίσω τό ὅμοιο, δέν μπορῶ νά ταυτιστῶ μαζί του. Χωρίς καθρέφτη δέν μπορῶ νά μέ δῶ. Ἄν ἀναγνωρίσω κάτι διαφορετικό μπορῶ τό ἀπωθῶ ἤ τό ἀπορρίπτω. Χωρίς καθρέφτη δέν γνωρίζω τί ίδιο ἤ τί διαφορετικό ἔχω. Ἀλλά, εἶμαι κιόλας ὅ,τι ἔχω; Καί τί γίνεται μέ ὅσα δέν ἔχω;
Ταύτιση ἤ ἀπόρριψη εἶναι μιά συνεχής πάλη, μιά διαδικασία πού μᾶς μετατρέπει σέ ναυαγούς στο κέντρο τῆς τρικυμίας. Τεράστια κύματα μᾶς πετᾶν τό ἕνα στό ἄλλο, κι ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά μή πνιγοῦμε, νά ἐπιβιώσουμε.

Ἀλλά εἶναι δυνατόν νά βρισκόμαστε σέ καταστάσεις συνεχῶν ψυχονοητικῶν μεταπτώσεων καί νά ψάχνουμε ἐκεῖ ἀνάμεσα νά βροῦμε τήν ἰσορροπία;

Εἶναι δυνατόν νά ἐξαρτώμαστε ἀπό τό κάθε τί καί ἀπό τόν κάθε ἕναν «ἄλλον» ἤ ἀπό τίς καταστάσεις καί ἐκεῖ ἀνάμεσα νά γυρεύουμε τήν ἰσορροπία;
Πῶς γίνεται νά εἴμαστε μετέωροι ἀνάμεσα σέ καταιγισμούς ἐπιθυμιῶν, κι ὄχι μόνον ἐκείνων πού ἔχουν «ὑλική» ὑπόσταση, ἀλλά ἀκόμη κι ἐκείνων πού ἐξαγιάζονται ὡς «ὑγιεῖς πνευματικές ἀναζητήσεις» καί νά καταφέρουμε νά βιώνουμε διαστήματα ἰσορροπίας;
Μά ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ἀκόμη καί ἄνθρωποι κοινῶν ἐνασχολήσεων συγκροτοῦν ὁμάδες στούς χώρους τῶν «πνευματικῶν» ἐνδιαφερόντων βάσει τοῦ «ἀνήκειν», τότε οὔτε καί τό πνεῦμα μπορεῖ ν’ ἀπελευθερωθεῖ.
Δέν γίνεται μέσα ἀπό τόν ἀτομικό προσδιορισμό πού βασίζεται ἤ συμβαίνει χάρη στήν ταύτιση μέ τούς σκοπούς ἤ τούς στόχους μιᾶς κάστας ν’ ἀνοίξει κανένας δρόμος γιά τήν εὕρεση τῆς ἀλήθειας, ἀλλά οὔτε καί ἡ ἀναζήτησή της.
Ἴσως μάλιστα κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας νά εἶναι τό πρόσχημα ὥστε ὅλο καί καινούργιες ἐκδοχές ἀτομικῶν ταυτίσεων νά βροῦν κοινά μέ κάποια ὁμαδοποιημένη συλλογικότητα, ὅπου ἀκόμη κι αὐτά τά «κοινά» ἀποτελοῦν ἕνα ἐπιπλέον πρόσχημα ἀνάμεσά τους.
Στό τέλος ἡ ὅποια ἀναζήτηση καταντᾶ ἐπιβεβαίωση τῶν κοινῶν ἑρμηνειῶν περί τῆς ἀναζήτησης καί περί τῆς ἀναζητούμενης ἀλήθειας, ὁπότε τά πέπλα τῆς ἄγνοιας πολλαπλασιάζονται ὥσπου κι αὐτό τό ἴδιο τό διακύβευμα ἀπόλλυται.

Ἐπίσης, ἀκόμη καί σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς καλλιτέχνες καθαυτό, πῶς γίνεται, ὅταν ἀναλώνονται σέ περιγραφές ἐλλείψεων, παθῶν, ἤ ἀκόμη καί μιᾶς διαστροφικῆς ἤ καί ἰδανικῆς πραγματικότητας, ἀσχέτως τοῦ ἄν αὐτή βιώνεται ἤ ὁρίζεται ὡς πραγματική στούς κύκλους τοῦ μυαλοῦ τους, νά συνεισφέρει ὥστε νά βρεθεῖ ἡ ἀναζητούμενη «ἰσορροπία»;

Κι ἄραγε εἶναι πράγματι ἡ προσωρινή ἰσορροπία σέ τεντωμένο σχοινί, αὐτό πού ὁ Μοντριάν ἐννοεῖ σάν μιά μόνιμη κατάσταση;
Ἤ μήπως εἶναι μιά καλή ἀφορμή, παρατηρώντας τις ὁμοιότητες τῆς τέχνης μέ τή ζωή ν’ ἀντιληφθοῦμε τήν οὐσία τῆς ἄποψης τοῦ Μοντριάν σχετικά μέ τήν ἐξαφάνιση τῆς τέχνης;
Μέ τόν ἴδιο τρόπο λειτουργεῖ ὁ καθένας μας. Ἀκόμη καί μέ τόν ἑαυτό μας ἔχουμε ἀναπτύξει μιά τουλάχιστον δισχιδή σχέση. Εἴμαστε ὁ «ἐγώ» καί ὁ «ἄλλος». Ἐγώ καί ὁ «ἑαυτός μου». Ἀκόμη καί στίς πιό ἀπόρρητες συνομιλίες μας. Πρίν ἀπευθυνθοῦμε στόν «ἐξωτερικό ἄλλον» ἔχουμε δημιουργήσει ἕναν, τουλάχιστον ἕναν «ἐσωτερικό ἄλλον».
Ἀνάμεσα σ’ ἐμένα κάι τόν «ἐσωτερικό ἄλλον» βρίσκεται ἡ ἀρχή τοῦ διαχωρισμοῦ, ἡ ἀπαρχή τοῦ πόνου, ἡ γενεσιουργός αἰτία πολλῶν ψυχονοητικῶν καί σωματικῶν ἀσθενειῶν. Καί μέ τό βλέμμα στό «δάκτυλο»-τό «ἐγώ» καί «ἐμένα τόν ἄλλον» ἤ τό «ἐγώ» καί ὁ κάθε «ἄλλος», χάνεται τό «δάσος»-«εἶμαι Ἕνα» καί κάτ’ ἐπέκταση «εἶμαι Ἕνα μέ κάθε τί».
Μήπως ἡ ἴαση πού ἀναζητᾶμε βρίσκεται ἁπλά καί μόνο στήν ἀλλαγή τῆς ἑστίασής μας; Καί μήπως ἡ τέχνη βρίσκεται καί εἶναι ὅλη κι ὅλη αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀλλαγή ἑστίασης; Γιατί κάποτε χρειάζεται καί ἡ σύνθεση. Καθώς καί ἡ σύνδεση.
Δέν γίνεται νά κόβουμε συνεχῶς καί ν’ ἀναλύουμε τά φύλλα τοῦ δέντρου. Δέν γίνεται ἐπί παραδείγματι ν’ ἀσχολούμαστε συνεχῶς μέ τήν αἰτία, τήν προέλευση, τήν ἐνδελεχή ἀνάλυση τῆς σύστασης τῆς χλωροφύλλης ἤ τῶν χυμῶν τοῦ δέντρου. Κόβοντας κι ἀναλύοντας στό τέλος δέν μένει κἄν δέντρο, κἄν φύλλο.
Κι οὔτε γίνεται μόνο μέ τή χλωροφύλλη ἤ τούς χυμούς νά φτιάξουμε τό ἴδιο δέντρο. Ἀκόμη καί μέσω τῆς κλωνοποίησης θά πάρουμε ἕνα ἀντίγραφό του. Κάτι ἄλλο. Καί πάντως ὄχι τό ἴδιο αὐτό.
Τό ζητούμενο εἶναι ἡ ἀνάλυση τοῦ κάθε «Ἑνός» νά συντείνει στή σύνθεση τοῦ ἴδιου «Ἑνός».

Ἄραγε, μήπως τό ἄλμα ἀπό τήν ψυχολογία στή φιλοσοφία εἶναι μιά ἀφορμή ἤ μορφή ἀφύπνισης; Τό ἄλμα δηλαδή ἀπό τούς «περί ψυχῆς λόγους» (αἰτίες, δικαιολογίες, ἀναλύσεις, ἔπεα) στήν «ἀναζήτηση τῆς σοφίας μέ φιλότητα», ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε ἀφυπνίζει τήν ἀτομική (προσωπική) σοφία καί μέσω αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται ἤ ἀποκαθίσταται ἡ σύνδεση, ἤ καί ἀποκαλύπτεται ἡ τοῦ Ἑνός-ἐντός Σοφία.

Διότι ἄν δέν σταματήσει ὁ ἑτεροπροσδιορισμός δέν γίνεται ἀντιληπτός ὁ αὐτοφωτισμός. Τό φῶς τοῦ ἑαυτοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει οὔτε κἄν αἰσθητό. Καί ἑαυτοί σκοτεινοί δέν γίνεται ποτέ νά ἀπαρτίσουν ἕνα φωτεινό ἤ φωτισμένο σύνολο. Ἡ σκοτεινή μάζα δέν θ’ ἀποτελέσει μιά φωτεινή ἤ φωτισμένη συλλογικότητα.
Ἄλλωστε καί ἡ πράγματι ἰσορροπία δέν προκύπτει ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιλογῆς τοῦ «ἀνάμεσα». Εἶναι Κατάσταση. Βρίσκομαι πάντα «ὄρθιος», ἐν «μέσῃ ὁδῶ». Ὄχι μέ τήν πολιτική ἤ ψυχολογική ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλαδή κρατάω ἴσες ἀποστάσεις ὥστε ὅλα καί ὅλοι νά εἶναι καλά. Γιατί καί πάλι ἐκεῖ δέν γνωρίζω πού εἶμαι. Βρίσκομαι ἀνάμεσα στούς «ἄλλους», στά «θέλω» τους, στίς «ἀνάγκες» τους, στίς «ἐπιταγές», στίς «ἐπιλογές» τους. Δέν ἔχω κἄν σκέψη, κἄν συναίσθημα, κἄν συνείδηση οὔτε τοῦ ποῦ στέκω ἀκριβῶς.
Στήν Κατάσταση «Ἰσορροπία» δέν ἔχω συμφέρον, δέν ἔχω ἐπιθυμίες, δέν ἔχω ἐπιδιώξεις, οὔτε ἀνάγκες, δέν χρειάζομαι νά ἐξουσιάζω, δέν «ἀνήκω», δέν «μοῦ ἀνήκουν», οὔτε ὑφίστανται ὅροι καί προϋποθέσεις, δέν ὑπάρχει «τεντωμένο σχοινί», παρά συνεχῶς ἕνα στέριο ἔδαφος ὅπου ἵσταμαι. Δέν ἐπι-βιώνω-Ζῶ.
Βασική συνιστώσα ἡ ἀποδοχή τῆς ροῆς τῆς Ζωῆς. Δέν χρειάζεται ν’ ἀλλάξω τίποτα καί σέ τίποτα νά ἐπέμβω. Ὅλα εἶναι ἐν-τάξει. Ἄνθρωποι καί καταστάσεις ἔρχονται καί φεύγουν κι ἁπλῶς ἀποδέχομαι τή ροή. Κι ἔτσι εἶμαι ἡ ἴδια ἡ Ζωή. Ὄχι μέρος της, ὄχι ἁπλῶς ἐκδοχή της, ἀλλά Ζωή. Κι ὅ,τι κάνω τότε εἶναι Τέχνη. Ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ Ζωή εἶναι Τέχνη, ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ μέ Τέχνη βίωση τῆς Ζωῆς.
Κι αὐτό δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πρός ὥρας μίμηση καί ἀντιγραφή τῶν ἐκδοχῶν ζωῆς πού «ἐγώ» ἀντιλαμβάνομαι, ἀναπαριστῶ ἤ θεωρῶ ποιώντας το ὡς ἦθος, ὡς τό δικό μου ἦθος.
Διότι ἔτσι, ὅ,τι κατασκευάζω, ἀκόμη κι ἄν ὑπερβαίνει τόν ψυχολογικό ἤ γραμμικό χρόνο, τόν χρόνο πού μετριέται, ἀκόμη κι ἄν ὑπερβαίνει τήν ἐποχή του, δέν μέ συνδέει κιόλας μέ τόν ἄχρονο χρόνο-τό αἰώνιο παρόν.
Ὁ Μοντριάν ὅπως καί κάθε πραγματικός καλλιτέχνης γνωρίζει ὅτι ὅταν βρίσκεσαι στό χῶρο τῆς ἔμπνευσης (ἔν+Πνεῦμα), ὁ χρόνος  καταργεῖται. Ἐκεῖ χωρίς νά ὑπάρχει στατικότητα ἡ κίνηση εἶναι ὄντως γεννεσιουργός.
Ὁ πυρήνας τοῦ ἑαυτοῦ (ἀτομικό πνεῦμα) συνδέεται μέ τήν Πηγή (παγκόσμιο Πνεῦμα/Ἕνα/Ἀπόλυτο) καί ἀπό ἐκεῖ ἀντλεῖ τίς πληροφορίες προκειμένου νά τίς μεταφέρει μέσα ἀπό τό ἔργο του στό «ἐγώ» καί στούς «ἄλλους».
Ἡ δράση, ἡ κίνηση ἐκφράζεται μέσω τῆς δημιουργικῆς δύναμης, δηλαδή τῆς μεταφορᾶς τῆς ἐπικοινωνίας μέσω τῆς ἀντίληψης, ἀναλόγως πρός τό ἀντιληπτικό ἐπίπεδο ἑνός ἑκάστου καλλιτέχνη στό ἔργο του, ἀλλά ἡ καθαυτό σύνδεση καί ὁ χρόνος πού αὐτή συμβαίνει ἤ διαρκεῖ ὡς αἴσθηση εἶναι ἡ στατικότητα.
Κατά τή διάρκεια τῆς σύνδεσης αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ κατάσταση Ἰσορροπίας. Δέν ἔχει προσδοκίες οὔτε κἄν γιά τό ἔργο του το ἴδιο, ἤ, ἐκείνη τή στιγμή δέν ὑπάρχει γι’ αὐτόν οὔτε καί τό ἔργο-ἡ ἀφορμή τῆς σύνδεσής του. Εἶναι ὁ Ἑαυτός καί ἡ Πηγή.
Ἐάν λοιπόν ἡ προσωπικότητα τοῦ καλλιτέχνη (ὁ ψυχολογικός ἑαυτός του, τό «ἐγώ»), ἀλλά καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου μποροῦσε νά εἶναι κάθε στιγμή συνδεδεμένη μέ τόν Ἑαυτό του, θά βίωνε τή συνεχή (σέ σχέση μέ τόν χρόνο ὅπως τόν ἀντιλαμβανόμαστε γραμμικά) Ἰσορροπία. Θά ἦταν σέ Κατάσταση Ἰσορροπίας.
Ἔτσι δέν θά εἶχε τίποτα νά παράγει, τίποτα νά μεταφέρει, ἀλλά θά βιώνε στό ἔπακρο τήν Τέχνη τῆς Ζωῆς. Καί θά ζοῦσε τή Ζωή μέ Τέχνη.
Διότι στήν Κατάσταση αὐτή ἀναιρεῖται ἡ ψυχολογία καί κάθε σύστημα ψυχολογικό πού συντηρεῖ τίς βακτηρίες διαρκῶν ἀναζητήσεων μέ κίνηση πρός τά ἔξω, πρός τή ρευστή καί ἐλλιπή καθημερινότητα, πρός τή νοσηρότητα, τήν ἀσθένεια, τούς φόβους, κάθε εἴδους δόγμα καί διαχωρισμό, καί τόν θάνατο.
Στήν Κατάσταση αὐτήν δέν ὑπάρχουν ἡμίσεα καί ἀνολοκλήρωτα. Δεν ὑπάρχουν ἀτομικές καί διαφορετικές ἐκδοχές καί ἀπόψεις. Ἁπλά Εἶσαι ἡ Ἰσορροπία, Εἶσαι ἡ Τέχνη, Εἶσαι ἡ Ζωή.
Μήπως λοιπόν ἡ πράγματι ὑπέρβαση στή ζωή μας εἶναι νά βιώσουμε τήν Τέχνη τῆς Ζωῆς;

Σημειώσεις (1) Bert Hellinger, «Η κρυφή συμμετρία της Αγάπης», Επιμ. Δημ. Σταυρόπουλος, εκδ. Medicum, Αθήνα 2002, (2) Bert Hellinger, «Ευτυχία που διαρκεί», μετ. Μαριάννα Σταυροπούλου, εκδ. Κλωθώ, Αθήνα 2007, (3) Θεραπείας Φυσικών Συστημάτων» ή «Συστημική προσέγγιση». Γίνεται ακόμη και με ένα άτομο. Βοηθάει στο να εξεταστούν οι συνθήκες που ζούμε μέσα στο Σύστημα της οικογένειας, εργασίας κ.λπ. (4) Salvador Minuchin, «Οικογενειακό καλειδοσκόπιο», «Τεχνικές οικογενειακής θεραπείας», εκδ. Ερευνητές, Κέντρο Θεραπείας εξαρτημένων ατόμων (ΚΕΘΕΑ), Αθήνα. «Οικογένειες και οικογενειακή θεραπεία», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα (5) Ερνστ Φίσερ, Η αναγκαιότητα της Τέχνης, μετ. Φούλας Χατζηδάκι, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1979, (6)   Ο Πιέ Μοντριάν (Piet Mondrian, πραγματικό όνομα Pieter Cornelis Mondriaan, 7 Μαρτίου 1872 – 1 Φεβρουαρίου 1944) ήταν Ολλανδός ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας τέχνης και συνιδρυτής του κινήματος του νεοπλαστικισμού μαζί με τον Theo van Doesburg. Θεωρείται από τους πλέον επιδραστικούς ζωγράφους του 20ου αιώνα. Πηγή: http://el.wikipedia.org/