Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Γνώμη: Με αφορμή ένα παλιό συμπόσιο - Του Ντέμη Κωνσταντινίδη

kwnstantinidis28epif.jpg
Βλέπεις τη στάχτη; Μαυριδεροί κύκλοι επουλωμένοι.
Είναι γεμάτος σημάδια σαν τον δρόμο.
Γ. Σεφέρης

 

Πριν μερικά χρόνια είχα την τύχη να παρευρεθώ στο επιστημονικό συμπόσιο με τίτλο «Στα ίχνη της σύγχρονης μουσειολογίας» (15, 16, 17 Μαίου 2010, Θεσσαλονίκη-Αθήνα), που εκείνη τη χρονιά ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του ακάματου διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Δημήτρη Κωνστάντιου.  Από συστάσεώς της η συγκεκριμένη διοργάνωση, είτε πρόκειται για ημερίδα είτε για τριήμερο συμπόσιο –όπως στο ΜΜΣΤ και στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης– έχει γίνει πλέον θεσμός στο διευρυμένο επιστημονικό πεδίο των επαγγελματιών του κλάδου των μουσείων, αλλά και σε ό,τι αφορά στις εξελίξεις  στον κρίσιμο τομέα της πολιτισμικής διαχείρισης και τεχνολογίας.
Στη βάση του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Μουσειολογίας, του πρώτου μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών αυτού του είδους που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, ήδη από το 2002 (σπάνιο –για τα ελληνικά δεδομένα– να ξεκινά μια τέτοια προσπάθεια όχι από την πρωτεύουσα, αλλά από την περιφέρεια) και συνεχίζει, εντάχθηκε εξαρχής, οργανικά και αναπόσπαστα, ο εν λόγω θεσμός.
Σε εκείνη τη διοργάνωση, λοιπόν, είχε επιχειρηθεί μια αποτύπωση του ελληνικού  τοπίου της σύγχρονης μουσειολογίας, μέσα από μελέτες περίπτωσης (case studies), που αφορούσαν σε  μουσειολογικές μελέτες, μουσειοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις, κριτικές μουσειολογικές αναθεωρήσεις, εκθεσιακούς σχεδιασμούς, τεκμηριωτικά προγράμματα, επικοινωνιακές πολιτικές και πρακτικές κλπ. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα και έχοντας κατά νου το σκεπτικό των διοργανωτών, παίρνω το θάρρος να παραφράσω  τον τίτλο εκείνου του συμποσίου ως εξής: «Στα (χαμένα) ίχνη του σύγχρονου μουσειολόγου».
Αν ακολουθήσει κανείς αυτά τα ίχνη, θα βρεθεί αναπότρεπτα μπροστά σε κάποιες αντιφατικές και στενόχωρες διαπιστώσεις, που καθόλου δεν διαφοροποιήθηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν:
Ο ρόλος του εξειδικευμένου  μουσειολόγου στη χώρα μας, παρ’ ότι η συμβολή του «στη γενικότερη διαχείριση του πολιτισμού μπορεί να πολλαπλασιάζει τα αποτελέσματα των όσων διατίθενται στο πολιτισμό, είτε από κρατικές πηγές είτε από ιδιωτικές χορηγίες», δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητός και ξεκάθαρα διακριτός από όλους όσοι δραστηριοποιούνται σε φορείς πολιτισμού.
Επιπρόσθετα, η συμμετοχή του μουσειολόγου «στους επίσημους θεσμικούς φορείς, όπως είναι τα μουσεία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια» και η συμβολή του στην «κριτική κατανόηση των πολιτιστικών φαινομένων», δεν αποτιμάται πάντοτε σε ένα περιβάλλον «αλληλοκατανόησης και αποδοχής του άλλου» (εντός εισαγωγικών κάποια αποσπάσματα-φράσεις από τους διατυπωμένους στόχους του συμποσίου).
Ο μουσειολόγος λειτούργησε τα τελευταία χρόνια, και εξακολουθεί να λειτουργεί –τουλάχιστον προς το παρόν–, ως κομιστής καινών δαιμονίων, όχι γιατί επιδιώκει την αλλαγή για την αλλαγή, αλλά γιατί, στο μέτρο που πραγματικά του δίνεται η δυνατότητα της παρέμβασης, έχει να αντιπαλέψει παγιωμένες δομές, αργοκίνητους μηχανισμούς και αμυντικές νοοτροπίες στην εργασιακή του καθημερινότητα. Η τελευταία, βέβαια, δεν είναι καθόλου αυτονόητη, μιας και το φάσμα της ανεργίας είναι κάτι παραπάνω από αισθητό για την μεγαλύτερη ίσως μερίδα των συναδέλφων. Η κατάσταση επιτείνεται από την πλήρη απουσία δυναμικής εκπροσώπησης των επαγγελματικών συμφερόντων του κλάδου στα κέντρα αποφάσεων, καθώς και από την ελιτίστικη έως αδιάφορη αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων από αρμόδιους και μη...
Σε μια εποχή που έκθεμα μπορεί να θεωρείται ακόμη και το «μη αντικείμενο» (σχετικά πρόσφατη η περίπτωση ένταξης του διεθνούς συμβόλου @ στις συλλογές του ΜΟΜΑ) και που όλοι –ανοιχτά– παραδέχονται ότι η βιωσιμότητα των μουσειακών ιδρυμάτων εξαρτάται άμεσα από την επισκεψιμότητά τους, στην Ελλάδα ο μουσειολόγος εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος απών! Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα απουσίας μουσειολόγου τόσο από τον κεντρικό σχεδιασμό, όσο και από τα επιμέρους στάδια προγραμματισμού, σχεδιασμού και υλοποίησης σημαντικών πολιτιστικών φορέων στο κέντρο και στην περιφέρεια, με επιστέγασμα το (Νέο) Μουσείο της Ακρόπολης, για το οποίο η σχετική αρθρογραφία είναι εκτενέστατη (η απουσία των -πραγματικών- γλυπτών από την αίθουσα του Παρθενώνα, θα μπορούσε περίφημα να λειτουργήσει ως ένα «μη έκθεμα» ή -καλύτερα- ως ένα αποσπασματικό έκθεμα «εν αναμονή», υπαινικτικό και διαρκές, αν π.χ. δεν είχαν σπεύσει, ατυχέστατα, οι «αρμόδιοι» να τα συμπληρώσουν με αντίγραφα, εναποθέτοντας -εν τέλει- τις τύχες του ζητήματος σε απαστράπτουσες δημόσιες σχέσεις για εγχώρια λαϊκή κατανάλωση).
Το «σύνδρομο του μεγεθυντικού φακού», να βλέπεις δηλαδή το δέντρο και να χάνεις το δάσος, φτάνει στην περίπτωσή μας και ένα βήμα παραπέρα: να μην παραδέχεσαι καν ότι υπάρχει δάσος! Να μην παραδέχεσαι, δηλαδή, την ανάγκη εμπλοκής μιας επιστημονικής ειδικότητας, που στο εξωτερικό μετρά ήδη πάνω από μισό αιώνα ζωής, από την αρχή και σε όλη τη διαδρομή ενός –οσοδήποτε μεγάλου ή μικρού– έργου ή πρότζεκτ, όπως τα προαναφερθέντα.
Κι όμως, η «ειδική όραση» του μουσειολόγου, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της διεπιστημονικής συνεργασίας και της συνεχούς ανατροφοδότησης, είναι ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος μεταξύ μουσείου-εκθεμάτων-επισκέπτη (πρόσληψη –συν-δημιουργία νοήματος). Και αυτό γιατί, αν κάτι έμαθε στις κοπιώδεις και απαιτητικές σπουδές του, είναι να επεξεργάζεται, να απλοποιεί (όχι να απλουστεύει) και να διαμεσολαβεί το μήνυμα στο κοινό: σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά, καθότι για τη (νέα) μουσειολογία ο «μέσος όρος» είναι το λιγότερο αδόκιμος, αν όχι ανύπαρκτος...

Συντομογραφίες:
ΜΜΣΤ: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
ΜΟΜΑ: Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (της Νέας Υόρκης)