Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Γκιγιώμ Απολλιναίρ: Ο άνδρας χωρίς πρόσωπο [Μέρος 2ο]

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου
Μέρος Β': Θεατρική παντομίμα «Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι;»

 

Ψάχνοντας για μια υποτυπώδη λύση στον γρίφο του ανθρώπου χωρίς πρόσωπο του Απολλιναίρ, σίγουρα στέκεται κανείς στις εδραιωμένες ερμηνευτικές αναλύσεις του Marc Poupon(1) και του Willard Bohn(2, 3). O τελευταίος ήταν μάλιστα ο άνθρωπος που ανακάλυψε την ξεχασμένη θεατρική παντομίμα «Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι;» (A quelle heure un train partira-t-il pour Paris?), γραμμένη από τον Απολλιναίρ τον Ιούλιο του 1914 με τη φιλοδοξία όχι μόνο να μεταφέρει στο θέατρο τον «Μουσικό της Σαν Μερί»(1913), αλλά και να τον κάνει μία διατλαντική φιγούρα που θα ενέπνεε τον ακόμη έφηβο 20ό αιώνα.

Ώστε ο Απολλιναίρ και οι συνεργάτες του (Albert Savinio: μουσική, Francis Picabia/ Μarius de Zayas: σκηνικά και κοστούμια) σκόπευαν να ανεβάσουν την παντομίμα «Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι;» στη μεγαλούπολη του Νέου Κόσμου, Νέα Υόρκη, ταξιδεύοντας γι' αυτόν τον σκοπό στην Αμερική τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Ήταν όλοι τους σίγουροι για τη μεγάλη επιτυχία που θα έβρισκαν και για την αναταραχή που θα προκαλούσαν στα καλλιτεχνικά νερά εκεί. Δεν πρόλαβαν βέβαια, καθώς ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε μόλις έναν μήνα αργότερα, βάζοντας το σχέδιο τους στον πάγο -από τον οποίο δεν ξαναβγήκε τελικά ποτέ.

Στις προσεγγίσεις τους, ο Poupon και ο Bohn εστιάζουν σε πιο συμβολικές ερμηνείες της ιδέας πίσω απ' τον άνδρα χωρίς πρόσωπο, προκρίνοντας την ερωτική απογοήτευση του Απολλιναίρ, τον αυλητή του Χάμελιν και τα φαλλικά σύμβολα του Διονύσου, του θεού Πάνα και του μουσικού με το φλάουτο (βλ. Μέρος Α' του αφιερώματος).

Εδώ, από την άλλη, μεταφράζεται η παντομίμα χωρίς καμία πρόθεση να δοθεί μια ορισμένη εκδοχή των νοημάτων που εμπλέκει στο έργο ο Απολλιναίρ. Μία εξόφθαλμη όμως διαφορά του «Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι;» σε σχέση με τον Μουσικό της Σαν Μερί, η οποία είναι και η μοναδική παρέκκλιση της παντομίμας από το ποίημα, δίνει πολιτική χροιά στη μεταφορά της ιδέας στο σανίδι: ο αυτόματος Ανώτατος Άρχων, που εμφανίζεται στη σκηνή δίχως να προϋπάρχει στο ποίημα, και δρα καταλυτικά για το τέλος της παράστασης μέσω του καπνισμένου ρεβόλβερ του, φέρνει συνειρμούς του Ναπολέοντα ΙΙΙ, τελευταίου μονάρχη της Γαλλίας πριν την επανάσταση και την επακόλουθη ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Αν, λοιπόν, θα έπρεπε να διαλέξουμε μια εκδοχή του τί συνέβαινε στο μυαλό του Απολλιναίρ όταν γεννούσε και μεγάλωνε την ιδέα του άνδρα χωρίς πρόσωπο,  θα ξαναδιαβάζαμε τον στίχο 61 του Μουσικού:

«όταν η εξέγερση πέθαινε γύρω απ' τη Σαν Μερί(4)»,


και θα αρχίζαμε από εκεί να ξετυλίγουμε το κουβάρι των πομπών, στον απόηχο των οποίων στάθηκε μάρτυρας ο ποιητής:

ξένος και παράμερα αποτραβηγμένος απ' το παρόν που ζει, ίσως ο Απολλιναίρ μετατρέπεται σε έναν οξυδερκή καταγραφέα ιστορικών γεγονότων, τυφλών πομπών, ανθρώπινων μύθων και καθημερινών στιγμών. Και όλα αυτά  στο περιθώριο της πολύβουης αστικής ζωής στις απαρχές του νέου συντριπτικού αιώνα. Εκεί όπου δύσκολα μπορούν να απομονωθούν οι κάθε λογής θόρυβοι, είτε έρχονται από την Ιστορία αιώνων και αιώνων μοναρχίας ενός -άλλοτε χειραγωγούμενου άλλοτε επαναστάτη- λαού, είτε έρχονται από τον θρίαμβο της βιομηχανικής επανάστασης πάνω στην καθημερινότητα, τη σεξουαλική αφύπνιση των μαζών ή και το τέλος της αυταπάτης για έναν έρωτα.

Ίσως ο Απολλιναίρ, απλά μην έχοντας ο ίδιος τη λύση, με αυτήν τη θεατρική παντομίμα διαλαλεί στις μάζες την ίδια του την εποχή. Ίσως ο Άνδρας χωρίς πρόσωπο να είναι ακριβώς αυτό: μια καθαρή απόπειρα του ποιητή να διασπείρει τους μη αναγνωρίσιμους σπόρους της μπερδεμένης εποχής του στο κοινό, και στους καιρούς που θα ακολουθήσουν.

Με ένα -αυθαίρετο πάντως- λογικό άλμα, φαντάζεται κανείς ότι ο Άνδρας χωρίς μάτια, χωρίς μύτη και χωρίς αυτιά είναι το από μηχανής εφεύρημα του ποιητή, το οποίο σταματάει να ξαποστάσει σε κάποιο σιντριβάνι του παρισινού  1914, πριν ξαναρχίσει να οδηγεί το υπνωτισμένο ρεύμα των ανθρώπων μέσα από μία εποχή ακαθόριστων ήχων, ακαθόριστων μυρωδιών και ακαθόριστης ορατότητας.

«Τι ώρα φεύγει ένα τρένο για Παρίσι;»

Χαρακτήρες
- ο Μουσικός χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, και χωρίς αυτιά
- όσες περισσότερες γυναίκες γίνεται
- ο Πύργος του Άιφελ
- η Αψίδα του Θριάμβου
- η Νοτρ-Νταμ
- μία ψηλή καμινάδα εργοστασίου
- ο Aνώτατος Άρχων
- δύο ακόλουθοι
- ο στρατιώτης
- ο ποιητής

Σκηνή 1


Ένα παραπέτασμα από λευκό πανί – τοποθετημένο αρκετά κοντά στα φώτα του προσκηνίου– γεμίζει όλη τη σκηνή. Ο Ποιητής στέκεται μεταξύ του παραπετάσματος και των φώτων, στη μία άκρη. Βλέπουμε να διασχίζουν τη φωτεινή οθόνη οι μαύρες σιλουέτες για τις οποίες ο Απολλιναίρ γράφει ότι 'έχει επιτέλους το δικαίωμα να χαιρετάει χωρίς να τις γνωρίζει' (στίχος 1, Ο Μουσικός της Σαν Μερί). Και αλήθεια, ο Ποιητής χαιρετάει κάθε περαστική φιγούρα με μια σύντομη, σπασμωδική, μηχανική χειρονομία.

Τότε μια μαύρη κουρτίνα πέφτει μπροστά από το παραπέτασμα, κρύβοντας ακόμα και τον ποιητή. Στο απόλυτο σκοτάδι, μια δυνατή φωνή λέει απ' το μεγάφωνο:

«Δεν τραγουδώ αυτόν τον κόσμο ούτε τα άλλα άστρα
Τραγουδώ όλες τις πιθανότητες που είναι δικές μου έξω απ' αυτόν τον κόσμο κι από τ' άστρα
Τραγουδώ την χαρά του να περιπλανιέσαι και την ευχαρίστηση του έτσι να πεθαίνεις»
   
(στίχοι 5-7, Ο Μουσικός της Σαν Μερί)


Σκηνή 2

Ενάντια στη μαύρη κουρτίνα, που είναι ακόμα κατεβασμένη, μια λωρίδα άσπρο πανί περνάει οριζόντια (από τα δεξιά προς τα αριστερά), στην οποία είναι γραμμένη η ημερομηνία: 21η του μηνός Μαΐου 1913 (τα γράμματα είναι όλα κεφαλαία, μαύρα, και τυπωμένα σε πρέσα παρά γραμμένα με το χέρι• τα νούμερα είναι κόκκινα).

Στο βάθος ακούγεται το φλάουτο του μουσικού χωρίς πρόσωπο.

Η μαύρη κουρτίνα ανεβαίνει. Βλέπουμε μυριάδες μύγες να πετούν γύρω από μία φωτεινή στήλη (αυτό το σκηνικό είναι λίγο πιο κοντά στο πίσω μέρος της σκηνής απ' ό,τι το παραπέτασμα στη σκηνή 1, αλλά όχι πολύ μακριά από τα φώτα της σκηνής).

Τότε τα φώτα χαμηλώνουν για μια στιγμή.

Όταν τα φώτα ξανανάβουν, βλέπουμε την πόλη πολύ χαμηλά στο φόντο, σχεδόν στο επίπεδο της σκηνής: στέγες σπιτιών• καμινάδες που καπνίζουν, τόσο ψηλές όσο και κοντές (αυτό το σκηνικό τοποθετείται στο βάθος της σκηνής). Δέντρα χρησιμεύουν για να γεμίσει η σκηνή στο βάθος. Ο Πύργος του Άιφελ, η Αψίδα του Θριάμβου, η Νοτρ-Νταμ, μία Ψηλή Καμινάδα Εργοστασίου. Κοντά στη δεξιά άκρη της σκηνής, η μορφή ενός μαύρου χεριού είναι τυπωμένη στον τοίχο. Αυτό το χέρι δείχνει σε ένα κοντινό πλακάτ, που γράφει: «Οδός Ομπρί λε Μπουσέ».

Ο άνδρας χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, και χωρίς αυτιά μπαίνει από τα αριστερά. Διασχίζει την σκηνή αργά, μετά μπαίνει στον δρόμο που υποδεικνύει το πλακάτ και εξαφανίζεται (στίχοι 10-11, Ο Μουσικός της Σαν Μερί).

Ο Πύργος του Άιφελ προβάλλει εικόνες μέσα στο κοινό. Τους ήχους της ζωής στην πόλη: κόρνες αυτοκινήτων, κουδούνια, κλάξον, κροταλίσματα από ασύρματο τηλέγραφο, ξεφωνητά που αναπαριστάνονται από:

Φωνές:

Όταν ήμουν παιδί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα.
Βοήθεια! -  κι ύστερα, Ένα αεροπλάνο μας χτυπάει.
Ζήτω η ελευθερία! - Φεύγουμε για την Αμερική.

Σκηνή 3


Μία μικρή πλατεία. Ένα σιντριβάνι στα αριστερά. Στο βάθος, ο Πύργος του Άιφελ, η Νοτρ-Νταμ, η Αψίδα του Θριάμβου, και η Ψηλή Καμινάδα Εργοστασίου. Αρκετοί δρόμοι, υποδεικνυόμενοι με πλακάτ, διασταυρώνονται με την μικρή πλατεία: «Οδός Ομπρί λε Μπουσέ», «Οδός Σαν Μαρτέν», «Οδός Σιμόν λε Φρανκ».

Ο Άνδρας χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, και χωρίς αυτιά προχωράει αργά, μπαίνοντας στα δεξιά και παίζοντας το φλάουτό του. Δεν έχει στόμα αλλά παίζει το φλάουτο από ένα άνοιγμα στο λαιμό του, καλυμμένο με ένα λαστιχένιο ή μεταλλικό παρέμβυσμα (φλάντζα), όπως αυτά που βάζουν στα άλογα μετά από χειρουργείο στις αναπνευστικές τους οδούς. Μετά από λίγο κάνει μια στάση (κοντά στη δεξιά πτέρυγα). Ενώ συνεχίζει να παίζει, διάφορες γυναίκες σταδιακά μαζεύονται γύρω του: μια γυναίκα χωρίς κεφάλι, μια γυναίκα χωρίς χέρια, μια μπλε γυναίκα, μια κόκκινη γυναίκα, μια φαλακρή γυναίκα, μια γυναίκα κομψά ντυμένη, ένα μικρό κορίτσι, μια γριά γυναίκα. Αρκετές ελκυστικές πόρνες, μερικές γυναίκες με μακριά μαλλιά, μερικές γυμνές γυναίκες (φορώντας καλσόν).

Όταν έχουν όλες συγκεντρωθεί, ο Άνδρας πηγαίνει αργά στο σιντριβάνι, ακολουθούμενος από τις γυναίκες. Η καμπάνα της εκκλησίας σημαίνει. Ο Άνδρας σταματάει να παίζει φλάουτο και πίνει από την πηγή. Οι γυναίκες συνωστίζονται τριγύρω του έτσι ώστε να τον δουν, έτσι ώστε να τον αδράξουν.

Ύστερα ο Άνδρας ξαναπιάνει τη μελωδία του και ξαναβρίσκει τον βηματισμό του, ακολουθούμενος πάντα από τις γυναίκες. Περισσότερες γυναίκες φτάνουν από αρκετές διαφορετικές κατευθύνσεις, με ένα άγριο βλέμμα στα μάτια τους, τα χέρια τους τεντωμένα μπροστά. Η μουσική σβήνει κάπου μακριά.

Σκηνή 4


Ενώ η μουσική του φλάουτου σβήνει και χάνεται, μία κουρτίνα πέφτει στο πίσω μέρος της σκηνής και κρύβει τα μνημεία. Είτε μια προβολή φωτός ή κινούμενες εικόνες απεικονίζουν τώρα τα θέματα της ζωής και τις διαφορετικές πτυχές της: Τρένα που αφήνουν τον σταθμό – Τροπικά πουλιά και βλάστηση – Θρησκευτική ζωή του Πάνα στην Αφρική του Ισημερινού – Ευρωπαϊκά ποτάμια που ρέουν ήσυχα – Ζωή στις μικρές, νέες πόλεις της κεντρικής Γαλλίας – Εμπορικές αμαξοστοιχίες να διασχίζουν νύχτα την Ευρώπη – Ευρωπαϊκή αστική ζωή – και μερικές σκηνές με ψηλές καμινάδες.

Τότε, συνοδευόμενη από μουσική και προβολές, η ιστορία του Παρισιού με τις παμπάλαιες πομπές της. Ένα μπουλούκι καπελάδων, πραγματευτές μπανάνας, και ειδικά μερικοί άνδρες της Προεδρικής Φρουράς. Ο Ανώτατος Άρχων περνάει φορώντας ένα μοντέρνο κοστούμι: είναι ο Ναπολέων ο ΙΙΙ με δύο ακόλουθους.

Σκηνή 5


Ένας παρισινός δρόμος. Μεταξύ της κεντρικής σκηνής και της δεξιάς πτέρυγας είναι ένα παμπάλαιο σπίτι με σπασμένα παράθυρα που πωλείται. Η μπροστινή του πόρτα είναι ανοιχτή. Ο Μουσικός καταφτάνει από τα αριστερά και εισέρχεται στο σπίτι, ακολουθούμενος από τις γυναίκες. Προτού να μπουν, οι γυναίκες φωνάζουν δυνατά τα ονόματά τους: Αριάδνη, Πακερέτ, Αν, Μία, Σιμόν, Μαβίζ, Κολέτ, Ζενεβιέβ, Λουίζ, Ζουλί, και Αρμάντ.

Δύο άνδρες – ένας στρατιώτης και ένας ποιητής – φτάνουν από αντίθετες κατευθύνσεις. Ακούν τη μουσική και τις φωνές που βγάζουν οι γυναίκες. Ξαφνιασμένοι και φανερά τρομαγμένοι, κοκαλώνουν στις θέσεις τους και περιμένουν.

Η μουσική σβήνει. Η νύχτα πέφτει. Ο στρατιώτης και ο ποιητής, που μένουν πίσω, μοιάζουν να ψάχνουν για κάτι. Η πόρτα του σπιτιού είναι κλειδωμένη. Σπάνε την πόρτα και την ανοίγουν. (Ο μουσικός και οι γυναίκες έχουν εξαφανιστεί. Το σπίτι είναι έρημο).

Σκηνή 6


Τώρα το σκηνικό αλλάζει, κι είμαστε πίσω στην μικρή πλατεία της σκηνής 3. Ο Άνδρας έχει επιστρέψει στη θέση του στα δεξιά. Ο στρατιώτης και ο ποιητής μπαίνουν από μία πόρτα στα αριστερά και τον πιάνουν με το μάτι τους. Ο αυτόματος Ανώτατος Άρχων διασχίζει τη σκηνή μαζί με τους ακόλουθους του, που φυσούν τη μύτη τους(5).

Ο Ανώτατος Άρχων αυτοκτονεί με έναν πυροβολισμό από το ρεβόλβερ του.

ΤΕΛΟΣ

 

Σημειώσεις:
(1)M. Poupon: “Le Musicien de Saint-Merry”(1971), Cahiers de l'Association internationale des études francaises, Volume 23, Issue 23, pp. 211-220.
(2)W. Bohn: “Apollinaire and the Faceless Man – The creation and evolution of a modern motif” (1991), Associated University Presses.
(3)W. Bohn: “A new play by Apollinaire”(1977), Comparative Drama, Vol. 11, No. 1, Spring 1977.
(4)Η αναφορά σηματοδοτεί την επανάσταση του 1832 μετά τον θάνατο του στρατηγού Λαμάρκ και την εξέγερση με τα οδοφράγματα στους δρόμους του Παρισιού.
(5)Στο πρωτότυπο: 'se mouchent', έκφραση που παραπέμπει κα
ι στις μύγες της σκηνής 2 (mouche= μύγα, στα γαλλικά). (ΣτΜ)