Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 7

Γιώργου Χειμωνά, "Πεισίστρατος" - "Γιατρός Ινεότης" - "Χτίστες"

του Δημήτρη Παλάζη

Τρία αντιπροσωπευτικά έργα της περιόδου 1960-1979
Γεννημένος το 1936 ο Γιώργος Χειμωνάς κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία με τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ (1960). Από χρονολογικής πλευράς ο συγγραφέας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Το όνομα Πεισίστρατος παραπέμπει στον γιο του Ιπποκράτη, τύραννο των Αθηνών και προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών. Στο κείμενο του πεζογραφήματος κυριαρχεί ο διάλογος του αφηγητή με έναν εναλλακτικό του εαυτό, που τον ονομάζει Πεισίστρατο. Ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατρός στο επάγγελμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί παιδί του Ιπποκράτη με την έννοια της συγγένειας του επαγγέλματος. Ο σχέση του αφηγητή και του Πεισίστρατου είναι, θα λέγαμε, σχέση αγάπης και μίσους, που εναλλάσσονται και εναλλάσσουν τη βάση τους. Εμφανίζονται στιγμιότυπα ζωής και στιγμιότυπα σκέψεων και στοχασμών, που, όταν ωθούνται στα όρια, στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «το υπερβολικό διήγημα». Άλλα θέματα είναι «ο δρόμος», «το ιατρείο», «η γειτονιά», « τυμπανιστής», «η χάρη», «ο βασιλιάς της Καρθαγένης», φιλοσοφία, με αυτοβιογραφικές νύξεις, δοσμένα με μια σουρεαλιστική μεγαλοπρέπεια.

Ήδη απ’ τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ εμφανίζονται τα στοιχεία και οι τρόποι της γραφής του Χειμωνά, που θα ακολουθήσει και στα επόμενα πεζογραφήματά του. Η γραφή δεν ακολουθεί πιστά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Διαπνέεται από μια προφορικότητα, που της χαρίζει ζωντάνια και θεατρικότητα. Η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου είναι αινιγματική, η γραφή σκοτεινή, χωρίς όμως να γίνεται μεταφυσική. Αλλού επικρατεί η ποιητικότητα, αλλού ο στοχασμός, αλλού η διήγηση.

Μεσολαβούν τα πεζογραφήματα «Η εκδρομή» (1964) και «Το μυθιστόρημα» (1966).
Στο ΓΙΑΤΡΟ ΙΝΕΟΤΗ (1971), πρόκειται να έρθει το νέος είδος των ανθρώπων. Οι παλιοί άνθρωποι, ο τρομαγμένος λαός, πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα, αφού γυρίσει ο καθένας στον τόπο του. Ο γιατρός Ινεότης ακολουθεί κι αυτός τον κόσμο. Έχει συντροφιά ένα γύφτο, ακονιστή μαχαιριών. Έμαθαν πώς δεν θα πεθάνουν χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει, αλλά με βασανιστικό θάνατο σαν τιμωρία.
Πυκνή γραφή, τελετουργική, εσχατολογική. Ο Χειμωνάς αναδεικνύεται ανατόμος του ανθρώπινου σώματος. Διάσπαρτες εμπειρίες του συγγραφέα από νοσοκομεία, αρρώστιες, θανάτους. Γλαφυρές, δυνατές περιγραφές των προσώπων, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα, χαρακτηριστικές κινήσεις, στάσεις. Χωρίς νύξη στο χαρακτήρα τους. Η γραφή δομείται και αποδομείται από πολύπλευρες αναφορές στο ίδιο θέμα. Η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο είναι μια πράξη θανάτου, μια απογραφή θανάτου, μια επιστροφή στη γη, στο άγγιγμα του ανθρώπινου ορίου.

Από τον «εφηβικό» ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ μέχρι τους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979) μεσολαβεί περίπου μια εικοσαετία και επιπλέον τα πεζογραφήματα «Ο γάμος» (1975) και «Ο αδελφός» (1976).
Στους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979), εκεί που όλα φαίνονταν να τελειώνουν, αρχίζει μια αναγέννηση των ανθρώπων. Βίαιη και σκληρή αναγέννηση. Εμφανίζεται ενας κήρυκας, που θα αναγγείλει αυτα που έχουν γίνει, δηλαδή είναι το αντίθετο του προφήτη. Ο κήρυκας θα σταθεί σ' ένα προσωρινό νησί από πέτρες στη μέση του νερού, που χτίστηκε απ' τους θαλασσινούς εργάτες, που χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στον κήρυκα. Οι άνθρωποι της χώρας του δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Εμφανίζονται οι κόρες του κήρυκα, που υπονομεύουν τον κήρυκα για λογαριασμό των ανθρώπων. Στο τέλος εμφανίζονται οι "χτίστες" [από τη Ξάνθη], σπουδαίοι τεχνίτες από αρχαία παράδοση, νομάδες. Έχτισαν τη χώρα που είχε ρημαχτεί με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Τέλειωσαν κι έφυγαν, αλλά τα σπίτια έμειναν άδεια. Οι μόνοι κάτοικοι τους ήταν οι χτίστες, όσο τα έκτιζαν.

Ο αφηγητής ασχολείται με τη γέννηση, τις οικογένειες των ανθρώπων, τις «ραγισματιές απ' όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο», την καταγωγή, τη παιδική ηλικία, τη βία, το θάνατο. Ο λόγος προσιδιάζει περισσότερο στην ονειρική ή οραματική εκδοχή του. Διαπλέκει το όνειρο με το στοχασμό και φτιάχνει μιαν άλλη πραγματικότητα ανιστορική. Ένα δίδυμο, έναν Πεισίστρατο του εαυτού του. Παράλληλα και επάλληλα αναδύεται η τραυματική επώδυνη πραγματικότητα των ανθρώπων, η ανθρώπινη συνείδηση, ο φόβος, οι λύπες τους, οι διωγμοί τους, οι λεπτομέρειες της ζωής, η ομορφιά και η ασκήμια, η γυμνή τοπολογία των σωμάτων. Το ανθρώπινο σώμα του Γιώργου Χειμωνά μιλά για το γένος και τα πάθη των ανθρώπων, όπως στην αρχαία τραγωδία. Η τέχνη αναπαράγει την ανθρώπινη πραγματικότητα, χοϊκή και σωματική.

Υπερρεαλιστικές εικόνες, όπως «η γυναίκα που ήταν μόνο κεφάλι», η συγκέντρωση των γυναικών με τα λευκά ρούχα, οι κλειστές ομπρέλες στα χέρια στην άμμο, προσδίδουν στο κείμενο μια ποιητική ένταση και φέρνουν στο νου πίνακες του Εγγονόπουλου. Όλα ζουν τον συμβολικό και συνάμα πραγματικό τους χαρακτήρα, συμβαίνουν σαν να γίνονταν πάντοτε.

Ο Χειμωνάς, αυτός ο σημαντικός σκαπανέας των γραμμάτων μας, με τη βιογραφία της όρασής του σε κανει ν’ αντιμετωπίζεις σοβαρά τη λογοτεχνία, κάτι που λείπει ασφυκτικά τον τελευταίο καιρό, που η εμποροποίηση και ειδωλοποίηση των πάντων κατέχει τα σκήπτρα. Η γραφή του, μαρτυρική ως τα όρια, κρατά ενωμένη την τέχνη με τη ζωή. Σε κανει να σκέφτεσαι για σένα, τη γλώσσα, το νόημά σου, το μύθο σου.