Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 34

Γιώργος Φειδάς: "Τέχνη σημαίνει επικοινωνία"

Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο

Συνομιλήσαμε με τον θεατρικό συγγραφέα και τηλεοπτικό σεναριογράφο Γιώργο Φειδά για το θεατρικό του έργο «Ένα εξοχικό παρακαλώ» αλλά και τις επιτυχίες του στην τηλεόραση.

«Ένα εξοχικό παρακαλώ» είναι το θεατρικό σας έργο που παίζεται αυτή την περίοδο στο θέατρο Αθηνά. Μιλήστε μας γι’ αυτό καθώς και για τα μελλοντικά σας σχέδια στο θεατρικό σανίδι.
Το «Εξοχικό» είναι ένα έργο που έγραψα με πρόταση του Βασίλη Θωμόπουλου, με τον οποίον συνεργαζόμαστε και στην τηλεόραση στους «Συμμαθητές». Είναι μια καλοκαιρινή ανάλαφρη κωμωδία, ουσιαστικά μια ρομαντική κομεντί με την τυπολογία φαρσοκωμωδίας. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο πριν το εξοχικό τους πουληθεί, ο Δημήτρης κι η Αννα, ένα ζευγάρι που ετοιμάζεται να πάρει διαζύγο, επιστρέφουν στον τόπο των πιο αγαπημένων καλοκαιριών τους αλλά με καινούριες σχέσεις. Χωρίς να γνωρίζουν ότι στο ίδιο σπίτι κρύβεται μια βαλίτσα με τετρακόσεις χιλιάδες ευρώ από ληστεία τράπεζας κι όπου νάναι έρχεται η μανιακή με τη θρησκεία αγοράστρια του σπιτιού κυρία Μπαρμπαρίγου. Στους χαρακτήρες αυτούς έδωσαν ζωή με υπέροχο τρόπο η Μαριάννα Τουμασάτου, ο Μάριος Αθανασίου, ο Κώστας Αποστολάκης, η Μαρία Κορινθίου, ο Ρένος Ρώτας, η Κλέλια Ανδριολάτου και φυσικά η Χριστίνα Τσάφου που ως Μπαρμπαρίγου έρχεται και τους αναστατώνει όλους, όχι ότι ήταν ήρεμοι βέβαια νωρίτερα...

Έχετε πλούσια τηλεοπτική εμπειρία, στα σενάρια πετυχημένων σειρών όπως π.χ. «Συμμαθητές», «Singles» κ.ά. Μπαίνετε στη διαδικασία της σύγκρισης μεταξύ θέατρου και τηλεόρασης; Έχετε προτιμήσεις, βλέπετε ποιοτικές ή/και εμπορικές διαφορές μεταξύ τους;
Η τηλεόραση, ο κινηματογράφος και το θέατρο είναι διαφορετικά μέσα, με πολύ διαφορετικές συνθήκες συμμετοχής του θεατή στην ιστορία που διηγούμαστε. Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο μέσα από την διαδικασία του μοντάζ, ο σκηνοθέτης καθοδηγεί το βλέμμα του θεατή σε αυτά που εμείς θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή του, ενώ στο θέατρο ο θεατής κάνει το μοντάζ μόνος του διαλέγοντας εκείνος που θέλει να στρέψει το βλέμμα του. Στον κινηματογράφο η ιστορία πρέπει να βασίζεται περισσότερο στην εικόνα, στο θέατρο στον λόγο και η τηλεόραση πρέπει να είναι περίπου στη μέση. Και τα τρία μέσα μ’ ενδιαφέρουν, όμως προτιμώ την τηλεόραση γιατί αντίθετα με τον κινηματογράφο και το θέατρο, όπου πρέπει να πεις μια ιστορία με δυνατή πλοκή που να τελειώνει σε 2 ή 3 ώρες, στην τηλεόραση μπορώ να παρακολουθήσω χαρακτήρες σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Αν εξαιρέσεις ότι ο χρόνος είναι πολύ λίγος για τα γυρίσματα στην τηλεόραση, θεωρώ ότι δεν στερείται ποιότητας από την αφετηρία της. Μια καλή τηλεοπτική δουλειά, εφόσον η ομάδα έχει ταιριάξει και οι καλλιτέχνες που την φτιάχνουν της δίνουν την αγάπη, την προσοχή και τον χρόνο τους, μπορεί να έχει μεγαλύτερη ποιότητα από μια θεατρική παράσταση. Η ποιότητα για μένα δεν είναι λοιπόν στη φόρμα που δουλεύεις. Είναι στο πόσο χρόνο και πόση αγάπη βάζεις σ’ αυτό που φτιάχνεις.

Κατά τη γνώμη σας, η παρουσία γνωστών τηλεοπτικών προσώπων στο θέατρο, που εξασφαλίζει την παραπάνω εμπορικότητά του, το επηρεάζει θετικά ή αρνητικά;
Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς. Ο κόσμος θα διαλέξει πιο εύκολα παραστάσεις για τις οποίες αισθάνεται ασφάλεια μέσα από ηθοποιούς που ξέρει. Προσωπικά μ’ αρέσει να δουλεύω με καινούριους ηθοποιούς και να μπαίνουν καινούρια πρόσωπα στον χώρο, όμως είναι λογικό τέτοιες δουλειές, και υπάρχουν πολύ αξιόλογες, να γίνονται με λιγότερο γνωστά πρόσωπα και να βρίσκουν το κοινό τους σιγά-σιγά. Πάντως το ότι ένας ηθοποιός κάνει τηλεόραση, δεν σημαίνει ότι είναι μόνο εμπορικός. Για να δουλεύει στο εμπορικό μέσο της τηλεόρασης, σημαίνει ότι έχει επαφή με τον κόσμο. Κι επειδή τέχνη σημαίνει επικοινωνία, αυτή η επαφή μπορεί να είναι και καλλιτεχνικά –όχι μόνο εμπορικά-πολύτιμη και στο θέατρο. Στην περίπτωση του Εξοχικού, η συνεργασία προέκυψε όχι τόσο με εμπορικά κριτήρια αλλά σαν αποτέλεσμα της ομάδας, της χημείας και της φιλικής σχέσης που δημιουργήθηκε στα γυρίσματα των «Συμμαθητών».  

Έχετε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή σας ότι η σύγχρονη τηλεόραση είναι εν δυνάμει ένα στιβαρό κινηματογραφικό είδος, στα πρότυπα της αμερικανικής και της βρετανικής τηλεόρασης. Το πιστεύετε αυτό και για την ελληνική;
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ταυτότητα της δουλειάς. Με πολύ λιγότερα μέσα από την αμερικανική και τη βρετανική τηλεόραση, ιδίως τα τελευταία χρόνια, εγώ είμαι καλλιτεχνικά περήφανος για δουλειές όπως το «Singles», το «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», το «Μάνα Χ Ουρανού» και τους «Συμμαθητές». Τα χρήματα είναι λιγότερα, αλλά ναι, με στήριξη κι από το κανάλι και την παραγωγή, υπάρχει μικρότερο έδαφος για καλές δουλειές στην ελληνική τηλεόραση.

Πώς κρίνετε την τηλεόραση της εποχής μας, μέσα κι από το πρίσμα αυτής της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που σαφώς την έχει επηρεάσει; Μήπως ζούμε στη φάση του restart;
Επειδή θεωρώ ότι ο καλύτερος τρόπος είναι να βλέπεις τα πράγματα αισιόδοξα, εγώ θέλω να πιστεύω ότι το πρόβλημα της ύφεσης είναι μια ευκαιρία η τηλεόραση να ξεφύγει από την αλαζονεία και τη νωχέλεια των μεγάλων παραγωγών και ίσως μια ευκαιρία για νέους ανθρώπους με χαμηλότερα κασέ να μπουν στον χώρο. Τα budgets είναι πλέον μικρά, ας δούμε τι ιστορίες μπορούμε να σκεφτούμε σε λίγους χώρους και λίγα πρόσωπα μέχρι η οικονομία να πάει καλύτερα και να επιτρέψει πιο φιλόδοξες παραγωγές... Δεν πιστεύω ότι οι δημιουργοί πρέπει να ζουν εκτός πραγματικότητας, αντιθέτως χρήσιμο είναι να την χρησιμοποιούν σαν δημιουργική βενζίνη και τροφή για έμπνευση...

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια, στην τηλεόραση και στο θέατρο; Σκοπεύετε να κάνατε και κάποιο κινηματογραφικό βήμα;
Έχω γράψει κάποια σενάρια για τον κινηματογράφο, κανένα μέχρι τώρα δεν έχει προχωρήσει λόγω οικονομικών επιπλοκών που προέκυψαν. Στα μελλοντικά μου σχέδια για την χρονιά που έρχεται εκτός από την τρίτη χρονιά «Συμμαθητών» είναι μια προσωπική ταινία, οι προηγούμενες που ανέφερα ήταν σενάρια που έγραψα κατά παραγγελία παραγωγών, και ένα μιούζικαλ που συζητάμε με τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη, Πάνο Μουζουράκη.