Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Γιώργος Μαρκόπουλος: Χαρταετοί στο σκοτάδι

markopoulos1.jpg
«Έτσι λοιπόν, τα δημιουργήματα του Κακίση δεν κρύβουν παρά την συγκεκαλυμμένη ομορφιά μιας χειρονομίας που στάθηκε μετέωρη, στις σφαίρες ενός κόσμου όπου τίποτα δεν ολοκληρώνεται, και που όλα μένουν ίσως για πάντα ασυγκόλλητα (αλλά αυτάρκη), μέσα στη δική τους απλησίαστη όσο όμως και τρυφερή μοναξιά».Αυτά επεσήμαινα το 1994 στον δεύτερο τόμο του βιβλίου μου Εκδρομή στην Άλλη Γλώσσα για την συλλογή του Σωτήρη Κακίση Τα Σύρματα (1978) και τώρα, έχοντας διαβάσει την «Πανσέληνο στο δάσος», διαπιστώνω ότι ο ποιητής παραμένει με θαυμαστή συνέπεια πιστός στην γραφή του και στον τρόπο έκφρασης που αυτός επέλεξε από το ξεκίνημά του. Μόνο που τώρα η πρόοδος είναι θεαματική.

Ως εκ τούτου, ένας καταιγιστικός ρυθμός σπάνιων εικόνων, μια μαγεία και μια αθωότητα παραδείσου, συναρπάζει τον αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος. Μια γοητεία, ρυθμοί μοντέρνοι, μια στιλπνότητα, ένας κόσμος γεμάτος υγεία αλλά και πρόσωπα διάσημα, λαμπερά, συνθλιμμένα θα έλεγα, όμως, κατακρημνισμένα μέσα στην εσωτερική απελπισία και την μοναξιά τους, έρχονται για να δημιουργήσουν ένα σύμπαν έξοχης ποιητικής ομορφιάς.

Και πράγματι, όλα, τα πάντα, στον Κακίση, είναι βαθύτατα ποιητικά. Ακόμη και οι τίτλοι των συλλογών του φέρνουν και αυτοί από μόνοι τους, κάτι από μικρά ποιήματα: Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου, Γούνες Γυναικείες, Αρώματα, Να 'σαι Γατούλα, Χρυσάφι στον Αέρα!, Εκατομμύρια Μικρά Παιδιά. Τα θέματά του δε αντλημένα από τις πιο απίθανες πηγές, όπως μια λεπτομέρεια από παλιό έργο του σινεμά, από έναν ξεχασμένο αγώνα ποδοσφαίρου, είτε μέσα από μια ελαφρά διαφαινόμενη συναισθηματική-ερωτική κόπωση που, δυστυχώς, φέρνουν ως «δώρα» τα χρόνια, έρχονται να ασκήσουν πάνω μας μια καθαρή, πολύ καθαρή γοητεία:

χωρίς κανένα πια, κανέναν. με τις κόρες των ματιών μου γυναίκες πια ολόκληρες, με των χειλιών μου τις αδυναμίες χωρίς δύναμη πια, στη μέση του μαύρου τήs ζωής μου ακριβώς, τελεία πάντα άσπρη εγώ τέλεια. χωρίς κανέναν πια, μ' εμένα δηλαδή χωρίς σχεδόν ούτ’ εμένα, να βλέπω το πάτωμα με άλλα μάτια πια, να σβήνω τα φώτα με άλλο τρόπο, αναγκαστικό, μ' ένα βλέμμα εγώ τον ήλιο τελευταίο τελειώνοντας.

Ακόμη και ο πόνος για την «απουσία» προσφιλών, λατρεμένων προσώπων όπως της μάνας, στην περίπτωση του Κακίση, ξέρει να αγγίζει τον σπαραγμό χωρίς κοινότοπους κλαυθμούς, αλλά με ένα δάκρυ στιγμιαίο και μόνο, δυνατό, κρυφό, εσωτερικό, που  συγκλονίζει:

markopoulos2.jpg
Φωτογραφία: Κύριλλος Σαρρής
Η ΔΡΟΣΙΑ ΠΟΥ 'ΜΟΙΑΖΕ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥπουθενά δεν είναι πια η μάνα μου. ούτε στον ήλιο, ούτε στη χρυσόμυγα αυτή μέσα, ούτε στα ρούχα της εδώ, ούτε, ούτε, ούτε. η φωνή της όλο και πιο σιωπή, από τη σιωπή πολύ πιο ατρόμητη. αυτή η δροσιά όμως! από το παράθυρο σαν ψυχή στο μάγουλό μου επίμονα πάνω. αυτή η δροσιά, ούτε που να το σκέφτεσαι: -Είμαι η μάνα σου.

Ανακεφαλαιώνοντας, θέλω να υπενθυμίσω ότι ο Σωτήρης Kακίσης είχε -και έχει- την ευλογία να βρει τον προσωπικό του δρόμο από την αρχή της πορείας του, χωρίς άσκοπες περιπλανήσεις, παρουσιάζοντας μας ένα έργο συμπαγές, ομοιογενές, στιβαρό, με το συναίσθημα πάντα στον στίχο του ισοζυγισμένο σε έναν ουρανό λέξεων με εναλλαγές αστραπή, και λίαν ευδιάκριτο ανάμεσα στα γραπτά των περισσότερων ομηλίκων του δημιουργών.

Όσο για τα ποιήματά του, αυτά, χωρίς να αρχίζουν με κεφαλαία και χωρίς συχνά, συχνότατα σημεία ενδιαμέσως καθώς είναι, μοιάζουν σαν μια μεγάλη ανάσα ανθρώπου που βιάζεται να τα πει όλα, προτού η σιωπή ακολουθήσει. Είναι ένας μόνιμος διάλογος με τον εαυτό του, χωρίς απάντηση. Είναι ζωγραφιές παιδιών που μας τις χαρίζουν με αφιλοκέρδεια και απέραντη απλοχεριά, γιατί μας συμπάθησαν. Είναι οι χαρταετοί, τα φωτεινά πυροτεχνήματα σε γιορτή που μόλις τελειώσει θα ξανάρθει το σκοτάδι, το αερόστατο είναι, που όταν θα φύγουμε από τον κόσμο αυτό, θα μας ανεβάσει όμορφα σε έναν υπέρλαμπρο ουρανό.

Γιώργος Μαρκόπουλος(περ. Poetix, τεύχος 7, άνοιξη-καλοκαίρι 2012)

markopoulos3.jpg