Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 28

Γιώργος Λίλλης: "Η ζωή βρίσκεται έξω από το διαδίκτυο"

gourdealillis1.jpg
Συνέντευξη
στην Πωλίνα Γουρδέα
Ο Γιώργος Λίλλης είναι ένας νέος δημοφιλής συγγραφέας. Πολυγραφότατος, αφού κινείται μεταξύ πεζογραφίας, ποίησης και μετάφρασης. Έχει φανατικό κοινό που τον αγαπά και τον στηρίζει γιατί ως προσωπικότητα είναι προσιτός, απλός και εγκάρδιος. Μας μίλησε για τη ζωή, τη γραφή και το νέο του μυθιστόρημα. Απολαυστικός, αφού δεν φοβάται να εκθέσει και τις πιο μύχιες σκέψεις του σε μια συζήτηση άκρως ενδιαφέρουσα.

Αρτοποιός στο παρελθόν και συγγραφέας στο παρόν. Πώς προέκυψε αυτή η πορεία ζωής και τι σε οδήγησε στη γραφή;

Μάλλον αντίστροφα συνέβησαν τα γεγονότα. Πρώτα συγγραφέας και μετά για βιοποριστικούς λόγους αρτοποιός, εργάτης σε σφαγείο, στα χωράφια παλιότερα και μικροπωλητής στην λαϊκή. Γράφω, χωρίς να ξέρω γιατί, από δεκαέξι χρονών. Και λέω δεν ξέρω γιατί, για τον λόγο ότι ήμουν κακός μαθητής στο σχολείο και δεν με ενδιέφερε το διάβασμα. Να όμως, που ήρθε η στιγμή, όταν ο θείος μου ο Γιάννης, ο οποίος αγαπούσε την λογοτεχνία, δίνοντάς μου να διαβάσω τα Παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο του Έρμαν Έσσε μου άλλαξε ριζικά την ζωή μου. Αυτό ήταν. Μαγεύτηκα. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι διάβαζα, γοητεύτηκα τόσο που άρχισα να γράφω. Κι εκεί που δεν έπιανα βιβλίο στο χέρι, γράφτηκα στην βιβλιοθήκη του Αγρινίου και άρχισα να διαβάζω παθιασμένα. Γέμιζα τετράδια και τετράδια, λες και είχα ανακαλύψει μέσα μου μια άλλη πλευρά του εαυτού μου, άγνωστη. Όταν τυχαία έπεσε στα χέρια μου η Γραφή τυφλού του Ρίτσου, αυτό ήταν. Η ποίηση είχε ανατρέψει μέσα μου τον υπάρχοντα κόσμο. Για μένα το γράψιμο είναι ανάγκη. Ένας τρόπος να με μάθω. Το ότι δεν σπούδασα, επειδή έπρεπε να δουλεύω από μικρός, με οδήγησε στο να κάνω πολλές δουλειές, όλες χειρονακτικές, αλλά αυτό το θεωρώ θετικό, γιατί με προσγειώνει. Δεν είμαι επαγγελματίας γραφιάς, και ούτε θα ήθελα ποτέ να γίνω. Όταν ήρθα στην Γερμανία, κι αφού εργάστηκα για δυο χρόνια σε σφαγείο, μια σκληρή εμπειρία ομολογώ, έμαθα τα γερμανικά και μετά θέλησα να μάθω την τέχνη του αρτοποιού, γιατί τη θεωρώ άκρως ποιητική και δημιουργική. Τώρα βέβαια δεν εργάζομαι σαν φούρναρης, γιατί τα ωράρια ήταν εξαντλητικά, πράγμα που που δεν μου άφηνε χρόνο για το γράψιμο. Τον τελευταίο χρόνο δουλεύω με μειωμένο ωράριο σε μια εταιρία courier.

Γράφεις μυθιστορήματα και ποιήματα. Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που σε κάνει κάθε φορά να κινείσαι στον εκάστοτε λογοτεχνικό χώρο;

Είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι έκφρασης, αλλά τελικά συνδέονται, γιατί είναι ο ίδιος άνθρωπος πίσω από τις λέξεις. Βέβαια όταν γράφω ποίηση αφήνομαι, λειτουργεί περισσότερο το υποσυνείδητο, δεν έχω κάποιο σχέδιο όπως όταν γράφω ένα μυθιστόρημα, που χρειάζεται πλοκή και δημιουργία χαρακτήρων. Στην ποίηση ο πυρήνας είμαι εγώ. Στο πεζό, πάλι εγώ, αλλά κρυμμένος πίσω από ρόλους.

Η μετάφραση είναι μια διαδικασία συνομιλίας ενός μυαλού με ένα άλλο. Πόσο συναρπαστικό είναι αυτό για έναν μεταφραστή και με ποιο κριτήριο επιλέγεις τα κείμενα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο όταν αγαπώ έναν συγγραφέα τόσο πολύ, που η επιθυμία μου είναι να τον διαβάσω και στη μητρική μου γλώσσα. Είναι μια διαδικασία εξάσκησης ανάμεσα στις δυο γλώσσες, τα γερμανικά και τα ελληνικά. Μεταφράζοντας για παράδειγμα τον Γκρίνμπαϊν ή τον Τσέλαν, που έχω μόλις πρόσφατα τελειώσει την μετάφραση των ερωτικών του ποιημάτων, εμβαθύνω στο λόγο τους, μαθαίνω τις μύχιες πτυχές της σκέψης τους, πράγμα που μου δίνει την δυνατότητα να τους μελετήσω σε βάθος. Γι΄ αυτό πάντα μεταφράζω ποιητές που νιώθω μια συγγένεια και βαθιά αγάπη για το έργο τους.

Έχεις τελειώσει το καινούργιο σου μυθιστόρημα. Τι πραγματεύεται και ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας αλλάζει εκδοτικό οίκο;

Έχω τελειώσει την επόμενη ποιητική συλλογή, που θα βγει τον άλλο χρόνο από την Περισπωμένη. Αλλά και μια νουβέλα που δεν έχω βρει ακόμα εκδότη. Τα καινούργια ποιήματα έχουν μια ειρωνεία που πρώτη φορά χρησιμοποιώ. Δεν ξέρω γιατί, ήταν αυθόρμητο. Πάντως είναι ένα στοίχημα, γιατί δεν θέλω να επαναπαύομαι στα ίδια και τα ίδια. Όπως η ζωή μου αλλάζει καθώς μεγαλώνω, έτσι και ο τρόπος που γράφω αλλάζει. Είναι φυσιολογικό. Η νουβέλα, πραγματεύεται με την ζωή του Ορελί Αντουάν όπου το 1859 αποφασίζει να κατακτήσει την Χιλή. Στην πραγματικότητα ο Ορελί είναι ένας φαντασιόπληκτος τυχοδιώκτης, πιστεύοντας ότι είναι απόγονος των μεγάλων αντρών, όπως του Μέγα Αλέξανδρου ή του Ναπολέοντα. Το βιβλίο παρακολουθεί και σχολιάζει την εποχή των παιδικών του χρόνων, την ζωή του σαν δικηγόρος στο Παρίσι, τα τέσσερα αποτυχημένα ταξίδια του στην Χιλή, την αναγκαστική του επιστροφή στην Ευρώπη, όπου απογοητευμένος πεθαίνει μόνος και άγνωστος σ΄ ένα μικρό χωριό της Γαλλίας. Η ιστορία του Ορελί Αντουάν δεν έχει προηγούμενο. Συνομιλούσε με αόρατους υπουργούς, θέσπισε σύνορα και νόμους σε μια χώρα που νόμιζε ότι του ανήκε, καθώς και τριάντα χιλιάδες στρατό που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Η μεγαλομανία του τον οδήγησε στο να επιμείνει σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και όταν κινδύνευσε η ζωή του, συνέχισε να πιστεύει στο μεγάλο του όνειρο κάνοντας τα πάντα, (δολοπλοκίες, κλοπές, απάτες, παραμυθιάζοντας γνωστούς και φίλους για να τον βοηθήσουν οικονομικά στις αποστολές του), για να καταφέρει να γίνει Βασιλιάς. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε, έμεινε άστεγος, παρ΄ όλα αυτά η επιμονή του ήταν υποδειγματική. Το θέμα με τους εκδότες, είναι πως λόγω της κρίσης έχουν πανικοβληθεί. Πάνε οι εποχές των παχέων αγελάδων. Εκείνοι όμως, που επενδύουν στο ποιοτικό βιβλίο, είναι ψύχραιμοι.


Η παρατηρητικότητα αποτελεί ένα εργαλείο για τη συγγραφή;

Πιστεύω πως ναι. Αλλά δεν αρκεί. Η παρατήρηση χρειάζεται να μετατραπεί σε τέχνη. Για παράδειγμα θα σου πω πως γράφτηκε το Σκοτάδι μετέωρος. Οδηγούσα με το αυτοκίνητο και εντελώς τυχαία, περιμένοντας στο φανάρι, είδα λίγο πιο πέρα στα θεμέλια μιας οικοδομής μια γυναίκα που παρακολουθούσε τους εργάτες να σκάβουν. Όταν γύρισα στο σπίτι, αυτή η γυναίκα μεταμορφώθηκε σε πρωταγωνίστρια του ποιήματος, όπου ρίχνει στάχτες από το σπίτι που είχε καεί, στα θεμέλια του καινούργιου σπιτιού που ανοικοδομείται. Θέλω να εξηγήσω με αυτό, ότι ναι η παρατηρητικότητα είναι σπουδαίο εργαλείο, αλλά πρέπει να είναι είναι το έναυσμα, κι όχι να περιγράφεις μόνο αυτό που βλέπεις.


Ζεις στη Γερμανία. Η κατάσταση στην Ελλάδα πόσο σε επηρεάζει;

Δεν με αφήνει αδιάφορο κι ας μην ζω στην Ελλάδα. Αγαπώ την χώρα μου, έχω πολλούς φίλους, εκεί εκδίδω τα βιβλία μου. Αλλά θυμώνω για τον επιπόλαιο τρόπο που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Είμαστε ένας λαός που ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την ίδια του τη χώρα. Οι Γερμανοί, που τους κατηγορούμε, είναι ευσυνείδητοι πολίτες. Δεν θα το έλεγα για εμάς αυτό. Και λυπάμαι. Εξάλλου μας έχουν δημιουργήσει τόσες ανασφάλειες που είναι πολύ δύσκολο πια να πράξουμε αντιδραστικά και καίρια σ΄ ένα τρόπο ζωής που δυστυχώς μας επέβαλαν να ζήσουμε.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς που κάθε τόσο επιστρέφεις στα κείμενά τους για τη χαρά της ανάγνωσης;

Επιστρέφω στα ποιήματα του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Βρεττάκου, όπως και του Τσέλαν και του Μοντάλε. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον Έσσε και τον Μακ Κάρθυ. Είναι παρηγοριά το να προστρέχεις στους αγαπημένους σου συγγραφείς. Τους νιώθω δικούς μου, σαν μακρινούς συγγενείς.


Τι κάνεις αυτόν τον καιρό, που ξοδεύεσαι;

Εκτός από το γράψιμο, έχω επικεντρωθεί στα παιδιά μου, όπου τα θεωρώ μεγάλους δασκάλους και που μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίσω. Πριν δυο χρόνια χώρισα και αυτό άλλαξε την ζωή μου ριζικά. Δεν είμαι ο ίδιος από τότε. Ο χωρισμός με ανάγκασε να σκεφτώ για τη ζωή μου, να παραδεχτώ τα λάθη μου, να με κοιτάξω στον καθρέφτη χωρίς να κρύβομαι πίσω από προσωπεία. Γι΄ αυτό αφιερώνω πολύ χρόνο στα παιδιά, τα οποία τα θεωρώ ισότιμα, πράγμα που μας έχει οδηγήσει σε μια αληθινή σχέση φιλίας η οποία δεν είναι δεδομένη.

Τι κάνει ζωντανή μια γλώσσα κατά τη γνώμη σου;

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν είναι αληθινή. Όταν εκφράζει με καίριο τρόπο το παρόν. Η γλώσσα είναι το κέντρο. Μεταφέρει το συναίσθημα. Μια ξύλινη γλώσσα, μια ψεύτικη γλώσσα δεν μπορεί να είναι ζωντανή, ούτε αισθαντική. Η ζωντανή γλώσσα ξεσηκώνει, σε θέτει σε δοκιμασία, σε αναγκάζει να σκεφτείς.

Το έμβλημα του αιώνα μας είναι οι υψωμένοι αντίχειρες της ένδειξης like. Πόσο χρησιμοποιείς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ποιο είναι το ουσιώδες κομμάτι που χάνεται από τον κατακερματισμό της πληροφορίας;

Μεγάλωσα χωρίς υπολογιστές, χωρίς internet, παίζοντας στις αλάνες με τα άλλα παιδιά συμμετέχοντας σε ομαδικά παιχνίδια. Αργότερα γύρισα σχεδόν όλα τα βουνά της Ελλάδας με τη μηχανή. Η ζωή, η εμπειρία δηλαδή, βρίσκεται έξω από το διαδίκτυο. Δεν το κατακρίνω μ΄ αυτό. Το διαδίκτυο με βοήθησε να έχω πρόσβαση σε υλικό σημαντικό, να είμαι μέσα στα γεγονότα κι ας ζω μακριά, να γνωρίσω ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ασχολούμαι με το Facebook συστηματικά, θέλω να ζω δραστικά την εποχή μου, αλλά γνωρίζω πως τα like δεν είναι το παν, και δεν ξεχνώ πως αν θέλεις να ζήσεις πρέπει να δράσεις, να συμμετέχεις κι όχι να είσαι κολλημένος μπροστά στον υπολογιστή. Γνωρίζω πως η δουλειά μου, μέσω του internet, έφτασε σε πολύ κόσμο στους οποίους θα ήταν δύσκολο να έχω πρόσβαση, όμως επιμένω πως δεν αρκούν τα like και οι πληροφορίες για να γίνουμε πιο ώριμοι. Οι εμπειρίες είναι αυτές που μας ωριμάζουν.

Στους νέους ανθρώπους που γράφουν τι έχεις να προτείνεις σχετικά με τον χώρο του βιβλίου;

Να είναι παθιασμένοι, αλλά ταπεινοί. Και να μην επαναπαύονται, αλλά πάντα να ψάχνουν. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να νιώθουμε κατακτητές. Το γράψιμο απαιτεί μια συνεχή διαδικασία αναζήτησης.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος της ζωής σου;

Να είμαι ζωντανός νεκρός.

gourdealillis2.jpg