Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 31

Γιούχαν Βίιντινγκ: Επτά ποιήματα

βίιντινκ

Μεταφράζει η Μαγδαληνή Θωμά

Ο Γιούχαν Βίιντινγκ (Juhan Viiding) γεννήθηκε στο Τάλλιν το 1948. Σπούδασε θεατρική τέχνη στην Εσθονική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου και δούλεψε στο Εθνικό θέατρο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δημοσίευσε ποιήματα αρχικά με το ψευδώνυμο Γίρι Ίντι (Jüri Üdi). Η ποίηση της πρώτης αυτής περιόδου αξιοποιεί την τεχνική του υπαινιγμού και ενός παιχνιδιάρικου συσχετισμού εννοιών, δίνοντας σταδιακά τη θέση της σε μια άμεση και ευθύβολη έκφραση: την ποίηση της ωριμότητάς του που υπογράφεται με το αληθινό πλέον όνομα του δημιουργού. Όπως έχουν πει χαρακτηριστικά, η πορεία της ποιητικής του έκφρασης είναι μια προσπάθεια ανάπτυξης μιας δεύτερης ποιητικής φωνής αντιστικτικής και συνάδουσας: η σοβιετική εποχή φτάνει στο τέλος της και τα ιδεολογικά της σύμβολα εκπνέουν -μια καινούργια εποχή αρχίζει, όπου ο δημιουργός πετάει τη μάσκα του ηθοποιού για να αποκαλύψει το αληθινό λογοτεχνικό του πρόσωπο. Αλλά η ποίησή του όσο ωριμάζει, τόσο περισσότερο θαμπώνει. Η αναπάντεχη αυτοκτονία του (έκοψε τις φλέβες του στην επαρχιακή πόλη Ράπλα στις 21 Φεβρουαρίου 1995) ερμηνεύτηκε ως άρνηση να ακολουθήσει τη φθορά μιας συμβατικής ενηλικίωσης, προβάλλοντας τα συμφραζόμενα ενός αγέραστου ποιητή-εφήβου.

**

[Vana mehe laul] Το τραγούδι του γέρου

Την ευτυχία της ζωής λίγο προτού να σβήσει
κανένας δεν θα τη νοιαστεί καλύτερα απ' το γέρο
αν και ζωγραφιστή η φωτιά, τη φλόγα θα τη δώσει
στο νόημα του βίου μου που ο γιος θα ευοδώσει.

Εσύ θα φτάσεις μακριά στραγγίζοντας το αίμα
αλλά η αλήθεια θα φανεί πιο δυνατή απ' το ψέμα
στο φως της μέρας έξω που πενθεί.

Είμαι ένας γέρος και γι' αυτό μ' απλά μιλάω λόγια
τον δρόμο μου τον έκανα κι ακούω μοιρολόγια
κι αν βρίσκεις στο τραγούδι αυτό
μια διδαχή περίσσια
μη μου θυμώνεις
άκου το λίγο
χρόνος δεν έμεινε πολύς
μέχρι να φύγω.

Ό,τι αρνιόμαστε κι ό,τι δεχόμαστε
γλιστρά και χάνεται σαν τη συνήθεια
κι η μοίρα μας μοιράζεται με δίκιο και μ' αλήθεια,

την ψυχή σου μην πουλήσεις κι άσε τον καιρό να βρέχει
είναι δικό σου ό,τι σ' αγγίζει -άλλο δεν έχει.

**

[Lastehaiglas] Στο νοσοκομείο των παίδων

Στο νοσοκομείο των παίδων ξενυχτούσα κάθε βράδυ
όρθιος πάντα κι άγρυπνος ίσαμε το πρωί
ήταν το κτήριο αυτό παλιά ένα κάποιο σπίτι
με κάμαρες, διάδρομο κι ένα μπάνιο μαζί.
Ο θάλαμός μου βρίσκονταν απέναντι απ' το μπάνιο
κι η πόρτα όλη ήτανε από διάφανο γυαλί
-κείνο τον καιρό δεν είχε άλλο τζάμι να κοιτάξεις,
άσπρο τζάμι, θολό τζάμι που παγώνει την ψυχή.
Κι όταν έφτανε το βράδυ και όλοι γύρω μου κοιμούνταν,
το μάτι μου δεν έκλεινε, μα καιροφυλαχτούσε
παραμονεύοντας κρυφά αυτό που το μεθούσε.
Στο διάδρομο τα φώτα χαμηλώνανε σιγά
η ανάσα μου μετριότανε στους χτύπους της καρδιάς μου.
Κι έβλεπα κάθε βράδυ εκεί την ίδια ιστορία,
τη νοσοκόμα που 'ρχοταν και άφηνε την πόρτα ανοιχτή.
Κι ούτε που ήξερα είν' αλήθεια, το λόγο που την άφηνε ανοιχτή,
τώρα ξέρω: έκανε ζέστη, κάψα, θράκα και την πείραζε πολύ.
Πράγμα που εκ των υστέρων, δεν είναι δα το πιο σπουδαίο,
όσο να κοιτάς το θάμα που φαινότανε μοιραίο:
πώς κρέμαγε το ρούχο στην κρεμάστρα, ξεσκέπαζε στο πόδι της χυτό
σάρκα κρουστή και το νερό να τρέχει πάνω, σ' ένα πρωτόγνωρο ταξίδι, μαγικό.
Η μύτη έσταζε, η κόμη ξεδιπλώνοταν υγρή
κι ανάμεσα στα δάχτυλα έτρεμε μια σταγόνα,
η ομορφιά σε κίνηση πολύ πιο ωραία ακόμα
κι από την ποίηση:
μια γοητεία μου 'παιρνε τα μάτια μακριά
κι ήτανε δύσκολο πολύ να δω όλα εκείνα
που με ταράζανε βαθιά στη θεία τη γιατρίνα.

Αυτή ήταν όλη κι όλη η θεραπεία. Την επομένη πήρα εξιτήριο.
Η θεραπεία μου κρατάει μες στα χρόνια.
Δεν μπόρεσα ποτέ να βγάλω απ' το μυαλό
εκείνες τις μικρές στιγμές που κράτησαν αιώνια.

**

[Nõmme – linnake Tallinna lähedal] Νέμε - μικρή πολιτεία δίπλα στο Τάλλιν

Εκοίταξα τον έναστρο ουρανό στη Νέμε
τη νύχτα εκείνη του Αυγούστου.
Τι πιο πολύ, τι πιο σπουδαίο;
Κι αισθάνθηκα κυρίαρχος
εμπρός στο σύμπαν τούτο, πιο σπουδαίος.

Ήμουν στη Νέμε τη νύχτα εκείνη του Αυγούστου.
Τι πιο πολύ, τι πιο σπουδαίο;
Ούτε θεός, ούτε Τιτάνας, ούτε ο μικρός ο Μούκι.
Κάποιο σπίτι σαν άγριο σπίτι.
Μέγα μέγαρο.
Ήμουν στη Νέμε τη νύχτα εκείνη του Αυγούστου,
η σκέψη πάει συνεχώς στη Νέμε.
Όλα μαζί είναι εκεί πέρα.
Όλα μαζί υπήρξανε.

**

[Luuletu] Ποίηση

Όλα πάλι οδηγούνε στον Έντγκαρ
Άλλαν, αλίμονο, γιατί να πεθάνεις;
Λίγες καρέκλες στην Εσθονία μας μένουν
και τα σκυλιά μας τα λένε «Μούρι».

Κάθε είδους αναγέννηση υπάρχει σε αφθονία,
στην Εσθονία,
αλλά, πράγμα παράξενο, έξαφνα σιωπούμε.
Να το κάνουμε, μπορούμε.

Πού τέλος πάντων έχεις θαφτεί;
Χαμένο λεξικό τα λόγια σου
που ερμήνευσαν το χρόνο -
και το τραγούδισμα μας πήρε χρόνια.

Κρίμα που η γλώσσα σου είναι μακριά
όσο κι η γη σου,
αλλά στο λέω και το τονίζω
Άλλαν, κάποια στιγμή απ' τις παλιές
θα έχω βγει μαζί σου!

**

[Külm päev] Μια κρύα μέρα

Οι τοίχοι όλοι έχουν αυτιά
σε κάθε πόρτα ένα κρυμμένο μάτι
σέρνομαι τυφλά
κι η μέρα είναι κρύα.

Και λόγια: δικαιοσύνη, προκοπή, αλήθεια,
εξαγγελίες όλες που βουίζουν,
μάτια που κατασκοπεύουν, κορμιά που σκύβουν,
μια βραδινή εφημερίδα για να βρουν.

Του τελευταίου πρωινού οι νεανίες
φαντάζουνε στα μάτια μου πληβείοι
κι εγώ ο δόλιος κράτησα τόσες πολλές σημειώσεις
χωρίς ούτε ένα γάβγισμα για άλλες διατυπώσεις!

**

[Pajaga restoraanis] Στην ταβέρνα με τον γιο

Στις καρέκλες της ταβέρνας
παγωμένη είναι, φίλοι,
η γκαρνταρόμπα της ζωής
πάνω στο ζελέ που τρέμει
ένα μάτι κελαϊδάει,
το γκαρσόν παραπατάει.
Οι μπριζόλες χύνουν λίπος
όπως ο φονιάς το αίμα,
γρήγορα να μεγαλώσεις
ύστερα απ' αυτό το γεύμα
και το Κάιρο, το Παρίσι, τη Νεκρά θάλασσα να δεις.
Το λογαριασμό μου φέρτε,
περιμένουνε δουλειές
ούτε λόγος, τι μου λέτε,
ταπεινά ευχαριστώ,
και δεν είσαι πλέον μπέμπης
αγοράκι μου καλό,
ήρθε η ώρα για να μάθεις
όσο γρήγορα μπορείς
κάποια τέχνη να δουλέψεις,
τέχνη να ξεπουληθείς.
Κι ούτε να επαναλάβεις
τα ίδια λάθη του πατέρα:
πρίμα θα σου πάνε όλα
αν δεν κάνεις τον ξερόλα!

**

[Meremehe küsimus] Η ερώτηση του ναύτη

Έκανε πολύν καιρό να φτάσει εκείνο το καράβι
τώρα είναι εδώ και τα γάντια του βγάζει
ο ναύτης δε μιλάει πολύ, λίγα μονάχα λέει:
έρχομαι από τη θάλασσα, αυτό είναι όλο κι όλο

στο δωμάτιο μέσα χαμηλώνουν τα φώτα, πάω να πάρω τη λάμπα
με σταματά: γράφεις ακόμα ποίηση
κι όπως θέλω την αλήθεια να του πω
κάνω πολύν καιρό κι εγώ να θυμηθώ τις λέξεις.